Να τα πούμε; Nαι θα μας τα πούνε την Πρωτοχρονιά όπως μας τα είπαν και τα Χριστούγεννα. Τα κάλαντα οι στίχοι τους θα ηχήσουν την κυριακή στο μυαλό και στις καρδιές μικρών και μεγάλων.
Ας τα πούμε λοιπόν μεταξύ μας ή καλύτερα ας τα εξηγήσουμε! «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά» Stop! Τι θα πει «ψηλή μου δεντρολιβανιά»; Ποια είναι; Μάλλον χρειαζόμαστε διευκρινίσεις γιατί αν και τα ψέλνουμε χρόνια οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε τι πραγματικά σημαίνουν ή έστω τι «κρύβουν».
Ας τα πούμε λοιπόν μεταξύ μας ή καλύτερα ας τα εξηγήσουμε! «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά» Stop! Τι θα πει «ψηλή μου δεντρολιβανιά»; Ποια είναι; Μάλλον χρειαζόμαστε διευκρινίσεις γιατί αν και τα ψέλνουμε χρόνια οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε τι πραγματικά σημαίνουν ή έστω τι «κρύβουν».
Κάνοντας λοιπόν μια ανάλυση των στίχων θα εστιάσουμε στην ιστορία ή καλύτερα στον λαϊκό μύθο που βρίσκεται καλά κρυμμένος στο επί πάρα πολλά χρόνια διασημότερο πρωτοχρονιάτικο άσμα.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Γιατί ψάλλονται; Από ποιους και πότε;
Τα συγκεκριμένα τραγούδια ψάλλονται στις γειτονιές για να «μεταδώσουν» το γιορτινό πνεύμα αλλά και για να λάβουν όσοι τα ψέλνουν φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα).
Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά και από ενήλικα άτομα, είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες.
Κρατώντας το πατροπαράδοτο σιδερένιο τρίγωνο αλλά και άλλα μουσικά όργανα όπως ακορντεόν, φυσαρμόνικα, κιθάρα, χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και ρωτούν: «Να τα πούμε;».
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (όπως και των Χριστουγέννων) αναγγέλλουν τη γιορτή που έρχεται ενώ σύμφωνα με τους αναλυτές που έχουν κάνει σχετικές έρευνες φέρουν το όνομα τους από τις Καλένδες του Ιανουαρίου της Ρωμαϊκής εποχής. Από τον 2ο π.Χ. αιώνα σημειώνεται πως η Πρωτοχρονιά ξεκίνησε να γιορτάζεται τον Ιανουάριο, ενώ μέχρι τότε γιορταζόταν Μάρτιο.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορεί να προέρχονται από το αρχαιοελληνικό έθιμο της Ειρεσιώνης. Η Ειρεσιώνη ήταν ένα κλαδί αγριελιάς, πάνω στο οποίο οι αρχαίοι κρεμούσαν λευκές και κόκκινες κορδέλες που είχαν φτιαχτεί από μαλλί προβάτου και σε αυτές έδεναν καρπούς από τη φθινοπωρινή σοδειά, για να ευχαριστήσουν για τη γονιμότητα τους έτους που τελείωνε και να παρακαλέσουν να έχουν και το επόμενο.
Τα κάλαντα είχαν απορριφθεί από την Εκκλησία και είχαν χαρακτηριστεί ως ειδωλολατρικό έθιμο.
Με την πάροδο όμως των ετών έγιναν αποδεκτά και αφομοιώθηκαν πλήρως από τον Χριστιανισμό.
Τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια όμως η Εκκλησία προσπαθούσε να περιορίσει και να εκτοπίσει όλες τις μεγάλες γιορτές και έτσι μετέβαλλε σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα των στίχων δίνοντας τους μια επίφαση χριστιανική, την οποίαν διατηρούν ακόμη και σήμερα.
Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα λέγεται όμως πως «κρύβουν» κατά τον θρύλο που τα «ακολουθεί» μια ιστορία αγάπης.
Σύμφωνα με αυτόν το «παλικάρι» απευθύνεται στη «δεντρολιβανιά» και της εκφράζει το παράπονό του.
Η «δεντρολιβανιά» συμβολίζει μια κυρία αριστοκρατικής καταγωγής ενώ το παλικάρι ανήκει στα χαμηλά στρώματα.
Κατά τον μεσαίωνα τα άτομα που δεν είχαν ευγενική καταγωγή δεν είχαν δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες. Οι μόνες μέρες που μπορούσαν να το κάνουν ήταν στις γιορτές, όπου τους τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.
Έτσι, στους στίχους λοιπόν του τραγουδιού το παλικάρι παρομοιάζει τη «δεντρολιβανιά» με τον θόλο εκκλησίας καθώς είναι πανύψηλη λόγω των μεγάλων κωνικών καπέλων και διερωτάται γιατί δεν τον καταδέχεται, γιατί δηλαδή δεν του δίνει σημασία.
Εκφράζοντας το παράπονό του της εξηγεί πως είναι η αρχόντισσά του ενώ παράλληλα της λέει πως είναι τόσο γλυκιά σαν να έχει φτιαχτεί από ζάχαρη.
Τα κάλαντα αποτελούν ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται σε ολόκληρη την Ελλάδα σε αντίθεση με άλλα που με το πέρασμα των χρόνων απειλούνται να εξαφανιστούν.
Λόγω των παραλλαγών, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα της κάθε περιοχής χωρίζονται σε παραδοσιακά, αστικά και στα τοπικά. Σε διάφορες περιοχές οι στίχοι αλλάζουν όπως επίσης και ο ρυθμός τους ενώ όσους τα ψέλνουν τους συντροφεύουν τα μουσικά όργανα του κάθε τόπου.
Επίσης αλλαγές στους στίχους παρατηρούνται με την πάροδο των ετών. Για παράδειγμα σε μια παλιά τους εκδοχή οι στίχοι αναφέραν: «Βαστάει εικόνα και χαρτί, με το Χριστό το Λυτρωτή» ενώ τώρα στο συγκριμένο σημείο αναφέρεται: «Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή».
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται,
κι όλους μας καταδέχεται
από την Καισαρεία,
συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
την μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει,
άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη.
Μάρκος Λεονταρίδης
Πηγή: aftodioikisi.gr
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Γιατί ψάλλονται; Από ποιους και πότε;
Τα συγκεκριμένα τραγούδια ψάλλονται στις γειτονιές για να «μεταδώσουν» το γιορτινό πνεύμα αλλά και για να λάβουν όσοι τα ψέλνουν φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα).
Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά και από ενήλικα άτομα, είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες.
Κρατώντας το πατροπαράδοτο σιδερένιο τρίγωνο αλλά και άλλα μουσικά όργανα όπως ακορντεόν, φυσαρμόνικα, κιθάρα, χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και ρωτούν: «Να τα πούμε;».
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (όπως και των Χριστουγέννων) αναγγέλλουν τη γιορτή που έρχεται ενώ σύμφωνα με τους αναλυτές που έχουν κάνει σχετικές έρευνες φέρουν το όνομα τους από τις Καλένδες του Ιανουαρίου της Ρωμαϊκής εποχής. Από τον 2ο π.Χ. αιώνα σημειώνεται πως η Πρωτοχρονιά ξεκίνησε να γιορτάζεται τον Ιανουάριο, ενώ μέχρι τότε γιορταζόταν Μάρτιο.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορεί να προέρχονται από το αρχαιοελληνικό έθιμο της Ειρεσιώνης. Η Ειρεσιώνη ήταν ένα κλαδί αγριελιάς, πάνω στο οποίο οι αρχαίοι κρεμούσαν λευκές και κόκκινες κορδέλες που είχαν φτιαχτεί από μαλλί προβάτου και σε αυτές έδεναν καρπούς από τη φθινοπωρινή σοδειά, για να ευχαριστήσουν για τη γονιμότητα τους έτους που τελείωνε και να παρακαλέσουν να έχουν και το επόμενο.
Τα κάλαντα είχαν απορριφθεί από την Εκκλησία και είχαν χαρακτηριστεί ως ειδωλολατρικό έθιμο.
Με την πάροδο όμως των ετών έγιναν αποδεκτά και αφομοιώθηκαν πλήρως από τον Χριστιανισμό.
Τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια όμως η Εκκλησία προσπαθούσε να περιορίσει και να εκτοπίσει όλες τις μεγάλες γιορτές και έτσι μετέβαλλε σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα των στίχων δίνοντας τους μια επίφαση χριστιανική, την οποίαν διατηρούν ακόμη και σήμερα.
Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα λέγεται όμως πως «κρύβουν» κατά τον θρύλο που τα «ακολουθεί» μια ιστορία αγάπης.
Σύμφωνα με αυτόν το «παλικάρι» απευθύνεται στη «δεντρολιβανιά» και της εκφράζει το παράπονό του.
Η «δεντρολιβανιά» συμβολίζει μια κυρία αριστοκρατικής καταγωγής ενώ το παλικάρι ανήκει στα χαμηλά στρώματα.
Κατά τον μεσαίωνα τα άτομα που δεν είχαν ευγενική καταγωγή δεν είχαν δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες. Οι μόνες μέρες που μπορούσαν να το κάνουν ήταν στις γιορτές, όπου τους τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.
Έτσι, στους στίχους λοιπόν του τραγουδιού το παλικάρι παρομοιάζει τη «δεντρολιβανιά» με τον θόλο εκκλησίας καθώς είναι πανύψηλη λόγω των μεγάλων κωνικών καπέλων και διερωτάται γιατί δεν τον καταδέχεται, γιατί δηλαδή δεν του δίνει σημασία.
Εκφράζοντας το παράπονό του της εξηγεί πως είναι η αρχόντισσά του ενώ παράλληλα της λέει πως είναι τόσο γλυκιά σαν να έχει φτιαχτεί από ζάχαρη.
Τα κάλαντα αποτελούν ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται σε ολόκληρη την Ελλάδα σε αντίθεση με άλλα που με το πέρασμα των χρόνων απειλούνται να εξαφανιστούν.
Λόγω των παραλλαγών, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα της κάθε περιοχής χωρίζονται σε παραδοσιακά, αστικά και στα τοπικά. Σε διάφορες περιοχές οι στίχοι αλλάζουν όπως επίσης και ο ρυθμός τους ενώ όσους τα ψέλνουν τους συντροφεύουν τα μουσικά όργανα του κάθε τόπου.
Επίσης αλλαγές στους στίχους παρατηρούνται με την πάροδο των ετών. Για παράδειγμα σε μια παλιά τους εκδοχή οι στίχοι αναφέραν: «Βαστάει εικόνα και χαρτί, με το Χριστό το Λυτρωτή» ενώ τώρα στο συγκριμένο σημείο αναφέρεται: «Βαστά εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή».
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται,
κι όλους μας καταδέχεται
από την Καισαρεία,
συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
την μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει,
άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη.
Μάρκος Λεονταρίδης
Πηγή: aftodioikisi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου