Φωνές, κοροϊδίες, αποδοκιμασίες, ακόμη και βρισιές δημιουργούν τεράστια πίεση στα παιδιά που αθλούνται
Οταν ο γιος του, στα 9 τότε, άρχισε να του ζητάει επιμόνως να ξεκινήσει ποδόσφαιρο, ο Πάνος, γνωρίζοντας ως φίλαθλος το κλίμα που επικρατεί στα γήπεδα, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, αποφάσισε να γυρίσει ένα προς ένα τα σωματεία της Αθήνας παρακολουθώντας προπονήσεις. Κατέληξε σε εκείνο που είδε ότι ο προπονητής είχε μια πιο παιδαγωγική προσέγγιση. «Δεν φώναζε, δεν ματαίωνε τα παιδιά, δεν τα χαρακτήριζε. Είχα δει πολλούς άλλους να ουρλιάζουν στα παιδιά, να τα κοροϊδεύουν –”να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, το ‘στειλες στον γάμο του Καραγκιόζη”– και τέτοια». Δεν ήθελε κάτι τέτοιο για το παιδί του. Ο σκοπός ήταν να περάσει καλά, να γυμναστεί, να κοινωνικοποιηθεί.
Οταν ο γιος του, στα 9 τότε, άρχισε να του ζητάει επιμόνως να ξεκινήσει ποδόσφαιρο, ο Πάνος, γνωρίζοντας ως φίλαθλος το κλίμα που επικρατεί στα γήπεδα, εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων, αποφάσισε να γυρίσει ένα προς ένα τα σωματεία της Αθήνας παρακολουθώντας προπονήσεις. Κατέληξε σε εκείνο που είδε ότι ο προπονητής είχε μια πιο παιδαγωγική προσέγγιση. «Δεν φώναζε, δεν ματαίωνε τα παιδιά, δεν τα χαρακτήριζε. Είχα δει πολλούς άλλους να ουρλιάζουν στα παιδιά, να τα κοροϊδεύουν –”να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, το ‘στειλες στον γάμο του Καραγκιόζη”– και τέτοια». Δεν ήθελε κάτι τέτοιο για το παιδί του. Ο σκοπός ήταν να περάσει καλά, να γυμναστεί, να κοινωνικοποιηθεί.
Γρήγορα, βέβαια, διαπίστωσε ότι δεν ήταν σε θέση να ελέγξει όλες τις παραμέτρους. Στα ματς, ακόμη και στις προπονήσεις, οι φωνές, οι βρισιές, οι αποδοκιμασίες προέρχονταν από τους γονείς στις κερκίδες. «Εχω δει να βρίζουν τον τερματοφύλακα του αντιπάλου, ένα μικρό παιδάκι, να βρίζονται με άλλους γονείς –”τι ξέρεις, μωρή εσύ, από ποδόσφαιρο”, φώναζε ένας σε μια μαμά που ζητούσε φάουλ–, να βρίζουν τον διαιτητή, να βρίζουν το παιδί τους. Ολα τα έχω δει». Εχει πιάσει και τον εαυτό του να ξεφεύγει. «Προφανώς δεν έβρισα, αλλά άρχισα να φωνάζω στο παιδί “διεκδίκησε!”, “πιο δυνατά!”, τέτοια πράγματα. Ηρθε ο προπονητής και μου είπε: “Θα σας παρακαλέσω να σταματήσετε, δημιουργείτε στο παιδί μια επιπρόσθετη δυσκολία”. Φυσικά σταμάτησα, αμέσως κατάλαβα πόσο λάθος ήταν αυτό που έκανα. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα μπορείς να ξεφύγεις. Ταυτιζόμαστε με τα παιδιά μας σε υπερθετικό βαθμό».
Ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης είναι εξοικειωμένος με την εικόνα των φανατισμένων γονιών των κερκίδων. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με αθλητικά σωματεία πραγματοποιώντας σεμινάρια για προπονητές, αλλά και για γονείς, τον ρόλο τους, την υπερεμπλοκή τους στις δραστηριότητες των παιδιών τους, θέματα συμπεριφορών, την επίδρασή τους στην ψυχολογική κατάσταση των αθλητών κ.ά. «Τα σεμινάρια στους αθλητές έπονται. Δύσκολα θα διαχειριστούμε τον έφηβο συναισθηματικά εάν δεν ρυθμίσουμε το περιβάλλον του. Πολλοί γονείς, μολονότι στην αρχή ξεκινούν με στόχο το παιδί τους να αθληθεί, να εμπλακεί σε μια φυσική δραστηριότητα, σταδιακά ταυτίζονται με το αντικείμενο, γίνονται οπαδοί του παιδιού τους», σημειώνει στην «Κ». Οι γνωστοί προπονητές εξέδρας των γηπέδων, μόνο που οι οδηγίες απευθύνονται στα ίδια τα παιδιά τους. Εχοντας συχνά ελάχιστη εμπλοκή με το άθλημα, αποκτούν αυτοπεποίθηση ειδήμονα. Αφού βλέπω, ξέρω. «Γι’ αυτό και στα 12-13, το 70% των παιδιών εγκαταλείπει τον αθλητισμό αφού πλέον σταματάει να διασκεδάζει λόγω της εμπλοκής των γονιών. Εμπλέκονται τόσο πολύ, ώστε ασκείται αφόρητη πίεση και στο σπίτι. Πολύ συχνά μου εξομολογούνται παιδιά ότι μπορεί οι γονείς τους να τους λένε ότι δεν τους νοιάζει η νίκη ή η ήττα, αλλά αν δεν κερδίσουν, τις επόμενες ημέρες δεν μιλάει κανείς στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που εντυπώνεται σε ένα παιδί είναι η έκφραση του προσώπου του γονιού του. Εκεί θα δει τη στενοχώρια ή την απογοήτευση. Εχω χειριστεί περιστατικά με υπερεμπλεκόμενους γονείς, στα οποία η πορεία του παιδιού δημιουργεί τέτοια ένταση που το αποτέλεσμα στον αγώνα καθορίζει το πώς θα περάσει η οικογένεια τις επόμενες ημέρες, πώς θα είναι μεταξύ τους. Ετσι, κάποια στιγμή το παιδί βγαίνει από το περιβάλλον του αθλητισμού και ησυχάζει όλη η οικογένεια».
«Οι γονείς κοουτσάρουν από την κερκίδα», επιβεβαιώνει και προπονητής παιδικών τμημάτων μπάσκετ, που επιθυμεί να μη μιλήσει επωνύμως. «Τα παιδιά παίζουν και αντί τον προπονητή τους κοιτάνε την κερκίδα, για να καταλάβουν εάν έκαναν κάτι καλά ή όχι. Πολλοί σύλλογοι παρατηρούν αυτές τις συμπεριφορές, αλλά επειδή εισπράττουν τις αφήνουν να εκδηλώνονται. Στην Ελλάδα, οι ομάδες δεν έχουν ψυχολόγους, διατροφολόγους, μια δομή που να εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία τους. Πολλά σωματεία, άλλωστε, διοικούνται από γονείς, οι οποίοι συχνά παρεμβαίνουν και στον προπονητή, π.χ. ζητώντας να βάλουν το παιδί τους να παίζει περισσότερo. Εκεί είναι στο χέρι του προπονητή να φύγει ή να μείνει». Ο ίδιος έχει ζήσει απίστευτα περιστατικά, με γονείς να τσακώνονται στις κερκίδες, να κράζουν τους διαιτητές, τους αντίπαλους προπονητές. «Να φωνάζουν στα παιδιά τους να πάνε δυνατά πάνω σε αντίπαλο ή να μη δώσουν το χέρι στον αντίπαλο. Εχω δει μετά από αγώνες παιδιά να τα κατσαδιάζουν οι γονείς τους έξω από το γήπεδο επειδή δεν έπαιξαν καλά».
Οι αιτίες
Μιλώντας στην «Κ», προπονητής μπάσκετ αναφέρει μια άλλη παράμετρο: «Οι προπονητές κατά βάση αμείβονται με χαμηλούς μισθούς. Συχνά χειρίζονται πέντε διαφορετικά τμήματα ή κάνουν τρεις δουλειές. Υπάρχει πίεση να πάρουν ένα παιχνίδι, γιατί αλλιώς θα φύγουν από την ομάδα». Σε κάθε περίπτωση, συχνά οι γονείς τείνουν να αποδέχονται αυτές τις συμπεριφορές από τον προπονητή χωρίς να τις αναλύουν. Οπως λέει ο κ. Ζαρώτης, ο γονιός θα πρέπει να επιλέγει προπονητή και όχι σύλλογο, μολονότι τα δεδομένα δείχνουν ότι το βασικό κριτήριο είναι η εγγύτητα στον τόπο κατοικίας. «Το θέμα όμως είναι η εξέλιξη του παιδιού. Ψάχνουμε έναν άνθρωπο που θα αναδείξει το υγιές σκέλος της άθλησης, το ευχάριστο κομμάτι. Μην ξεχνάμε ότι ο προπονητής αποτελεί πρότυπο για τα παιδιά. Επίσης, αν ο σύλλογος κλίνει προς ένα ανταγωνιστικό προφίλ, αν προβάλλει υπέρμετρα τη νίκη και τη συμμετοχή σε πρωταθλήματα, είναι επιλογή του γονέα εάν θα συνεχίσει. Η πλειονότητα πάντως των συλλόγων τείνει προς τα εκεί».
Η σχέση με την άσκηση
Οι επιπτώσεις ποικίλλουν. Συνηθέστερα ένα τραυματικό γεγονός ή μια ήπια κακοποιητική συμπεριφορά από τον προπονητή μπορεί να οδηγήσει το παιδί να αναπτύξει αρνητική εικόνα του αθλητισμού και της άσκησης. «Ο τρόπος που θα διαπραγματευθούμε με τον αθλητισμό στην παιδική ηλικία ορίζει τη μετέπειτα σχέση του ατόμου με την άσκηση. Είναι σημαντικό να προλάβουμε τα γεγονότα, γιατί είναι δύσκολο να αναστραφεί η κατάσταση. Αν δούμε ότι δημιουργείται θέμα στην αυτοεκτίμηση του παιδιού, τότε η πρώτη κίνηση μπορεί να είναι μια κατ’ ίδίαν συνομιλία με τον προπονητή. Αν δεν αλλάξει κάτι, θα πρέπει να αναζητηθεί συνεργάσιμος προπονητής».
Τέλος, ας σημειωθεί, ότι όπως λέει και ο έμπειρος προπονητής παιδικών τμημάτων, σε μικρό ποσοστό τα παιδιά που διακρίνονται σε μικρή ηλικία γίνονται τελικά αθλητές υψηλού επιπέδου. «Πολλοί αφοσιώνονται στα μαθήματα ή δεν αντέχουν την πίεση. Αντίστοιχα, κάλλιστα ένα παιδί που στα 14 δεν είναι ιδιαίτερα καλός, να εξελιχθεί σε τεράστιο αθλητή».
Περιστατικά βίας καταγράφονται και στα σχολικά πρωταθλήματα
Οι υπερεμπλεκόμενοι γονείς, η αφόρητη πίεση στα παιδικά γήπεδα, ο ανταγωνισμός, οι φωνές, η ένταση. Εχουν άραγε όλα αυτά μερίδιο ευθύνης και για τα φαινόμενα βίας που ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια την κοινωνία; «Οποιαδήποτε μορφή βίας σε παιδική ηλικία και πρώιμη εφηβεία θα εμφανιστεί μοιραία στο μέλλον», τονίζει ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης. «Τα παιδιά που αναπτύσσουν βίαιες συμπεριφορές έχουν υποστεί βία. Εχουν μάθει να λειτουργούν με τη βία. Η βία αναπαράγεται ως καθημερινή συμπεριφορά».
Δεν είναι τυχαίο ότι περιστατικά βίας καταγράφονται πλέον και στα σχολικά πρωταθλήματα. Τον περασμένο Φεβρουάριο, χαρακτηριστικά, σε αγώνα ποδοσφαίρου ανάμεσα σε μαθητές στην Πυλαία Θεσσαλονίκης εισέβαλαν άγνωστοι στο γήπεδο και με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους επιτέθηκαν σε μαθητές που παρακολουθούσαν τον αγώνα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στο ίδιο γήπεδο, 16χρονος είχε απειλήσει με μαχαίρι καθηγητή και τον είχε χτυπήσει σε αγώνα ποδοσφαίρου για το σχολικό πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης. Τα φαινόμενα είχαν εμφανιστεί στην Αγγλία ήδη πριν από μία δεκαετία. Το 2016, μόνο κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου με παιδικούς και εφηβικούς αγώνες στην κομητεία του Σάρεϊ, ένας γονιός είχε απειλήσει να μαχαιρώσει διαιτητή, άλλος κουτούλησε εθελοντή βοηθό διαιτητή και κάποιοι νεαροί ποδοσφαιριστές, με την ενθάρρυνση των προπονητών τους, απείλησαν να καταστρέψουν τα αποδυτήρια ενός γηπέδου. Η βία από γονείς και φίλους σε παιδικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου στην Αγγλία έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε κάποιος μπορεί σύντομα να σκοτωθεί, προειδοποιούσαν οι διοργανωτές.
«Η βία βαίνει αυξανόμενη τα τελευταία πέντε χρόνια», σχολιάζει ο κ. Ζαρώτης. «Δυστυχώς, η πρόβλεψη για το τι θα ακολουθήσει δεν είναι πολύ θετική. Τα πράγματα θα γίνουν αρκετά χειρότερα. Το φαινόμενο είναι πολυσύνθετο, με οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους, ακόμη και τον ρόλο των video games, ωστόσο στο εξωτερικό –όπως στην Αγγλία– εξελίσσεται πολύ αρνητικά, με δολοφονίες από συμμορίες παιδιών 16-17 ετών. Η τάση θα φθάσει και στην Ελλάδα. Ηδη έρχονται στο γραφείο μου γονείς με παιδιά που έχουν εμπλακεί σε βίαια περιστατικά ζητώντας βοήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις ζητούν ένα χαρτί που να λέει ότι δυσκολεύονται με την κοινωνική τους συμπεριφορά. “Οτιδήποτε για να τελειώσει το σχολείο”».Σε διαδικτυακή ημερίδα με θέμα την αντιμετώπιση της βίας στον παιδικό αθλητισμό του Κέντρου Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας, η υπεύθυνη προγραμμάτων Παιδικής Προστασίας του Γραφείου της UNICEF στην Ελλάδα είχε μιλήσει για τη σημαντική ευθύνη που έχουν οι αθλητικοί οργανισμοί όσον αφορά την υιοθέτηση διαδικασιών προστασίας παιδιών, αναφέροντας ενδεικτικά ότι θα πρέπει να υπάρχουν κριτήρια πρόσληψης προπονητών και προπονητριών, να υιοθετούνται κώδικες δεοντολογίας που να δεσμεύουν το προσωπικό των συλλόγων, να υπάρχει εκπαίδευση του προσωπικού κ.ά.
Λίνα Γιάνναρου
Πηγή: kathimerini.gr
Ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης είναι εξοικειωμένος με την εικόνα των φανατισμένων γονιών των κερκίδων. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με αθλητικά σωματεία πραγματοποιώντας σεμινάρια για προπονητές, αλλά και για γονείς, τον ρόλο τους, την υπερεμπλοκή τους στις δραστηριότητες των παιδιών τους, θέματα συμπεριφορών, την επίδρασή τους στην ψυχολογική κατάσταση των αθλητών κ.ά. «Τα σεμινάρια στους αθλητές έπονται. Δύσκολα θα διαχειριστούμε τον έφηβο συναισθηματικά εάν δεν ρυθμίσουμε το περιβάλλον του. Πολλοί γονείς, μολονότι στην αρχή ξεκινούν με στόχο το παιδί τους να αθληθεί, να εμπλακεί σε μια φυσική δραστηριότητα, σταδιακά ταυτίζονται με το αντικείμενο, γίνονται οπαδοί του παιδιού τους», σημειώνει στην «Κ». Οι γνωστοί προπονητές εξέδρας των γηπέδων, μόνο που οι οδηγίες απευθύνονται στα ίδια τα παιδιά τους. Εχοντας συχνά ελάχιστη εμπλοκή με το άθλημα, αποκτούν αυτοπεποίθηση ειδήμονα. Αφού βλέπω, ξέρω. «Γι’ αυτό και στα 12-13, το 70% των παιδιών εγκαταλείπει τον αθλητισμό αφού πλέον σταματάει να διασκεδάζει λόγω της εμπλοκής των γονιών. Εμπλέκονται τόσο πολύ, ώστε ασκείται αφόρητη πίεση και στο σπίτι. Πολύ συχνά μου εξομολογούνται παιδιά ότι μπορεί οι γονείς τους να τους λένε ότι δεν τους νοιάζει η νίκη ή η ήττα, αλλά αν δεν κερδίσουν, τις επόμενες ημέρες δεν μιλάει κανείς στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που εντυπώνεται σε ένα παιδί είναι η έκφραση του προσώπου του γονιού του. Εκεί θα δει τη στενοχώρια ή την απογοήτευση. Εχω χειριστεί περιστατικά με υπερεμπλεκόμενους γονείς, στα οποία η πορεία του παιδιού δημιουργεί τέτοια ένταση που το αποτέλεσμα στον αγώνα καθορίζει το πώς θα περάσει η οικογένεια τις επόμενες ημέρες, πώς θα είναι μεταξύ τους. Ετσι, κάποια στιγμή το παιδί βγαίνει από το περιβάλλον του αθλητισμού και ησυχάζει όλη η οικογένεια».
«Οι γονείς κοουτσάρουν από την κερκίδα», επιβεβαιώνει και προπονητής παιδικών τμημάτων μπάσκετ, που επιθυμεί να μη μιλήσει επωνύμως. «Τα παιδιά παίζουν και αντί τον προπονητή τους κοιτάνε την κερκίδα, για να καταλάβουν εάν έκαναν κάτι καλά ή όχι. Πολλοί σύλλογοι παρατηρούν αυτές τις συμπεριφορές, αλλά επειδή εισπράττουν τις αφήνουν να εκδηλώνονται. Στην Ελλάδα, οι ομάδες δεν έχουν ψυχολόγους, διατροφολόγους, μια δομή που να εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία τους. Πολλά σωματεία, άλλωστε, διοικούνται από γονείς, οι οποίοι συχνά παρεμβαίνουν και στον προπονητή, π.χ. ζητώντας να βάλουν το παιδί τους να παίζει περισσότερo. Εκεί είναι στο χέρι του προπονητή να φύγει ή να μείνει». Ο ίδιος έχει ζήσει απίστευτα περιστατικά, με γονείς να τσακώνονται στις κερκίδες, να κράζουν τους διαιτητές, τους αντίπαλους προπονητές. «Να φωνάζουν στα παιδιά τους να πάνε δυνατά πάνω σε αντίπαλο ή να μη δώσουν το χέρι στον αντίπαλο. Εχω δει μετά από αγώνες παιδιά να τα κατσαδιάζουν οι γονείς τους έξω από το γήπεδο επειδή δεν έπαιξαν καλά».
Οι αιτίες
«Πολύ συχνά μου εξομολογούνται παιδιά ότι μπορεί οι γονείς τους να τους λένε ότι δεν τους νοιάζει η νίκη ή η ήττα, αλλά αν δεν κερδίσουν, τις επόμενες ημέρες δεν μιλάει κανείς στο σπίτι».Τι πυροδοτεί αυτές τις συμπεριφορές; Σύμφωνα με τον κ. Ζαρώτη, πολλοί γονείς ήθελαν οι ίδιοι να πετύχουν στον αθλητισμό, δεν τα κατάφεραν και θέλουν να δουν το παιδί τους να πετυχαίνει. «Βλέπουν το παιδί ως προέκτασή τους, όταν επιτυγχάνει αυτό είναι σαν να επιτυγχάνουν εκείνοι. Ζουν αναζητώντας ικανοποίηση μέσα από το άθλημα. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, βλέπουμε και γονείς που διαχειρίζονται το παιδί σαν ένας μάνατζερ, σε σημείο που αναζητούν τι θα κάνει στο μέλλον στο άθλημα». Οπως λέει, η μοριοδότηση για τις Πανελλήνιες είναι ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα των γονιών. «Ο στόχος τους είναι να πάρει τα μόρια και να σταματήσει. Είναι πολύ σύνηθες να έχουμε πάντρεμα του ανταγωνισμού των Πανελληνίων με τον ανταγωνισμό του αθλήματος». Η τέλεια καταιγίδα. Ως επιστέγασμα έρχεται και η πίεση από τους προπονητές. «Δυστυχώς, βλέπουμε πολλούς προπονητές, όχι μόνο ποδοσφαίρου αλλά και άλλων αθλημάτων, με συμπεριφορές που όχι μόνο δεν αρμόζουν στην ηλικία των παιδιών αλλά ούτε καν σε ανθρώπινη κατάσταση».
Μιλώντας στην «Κ», προπονητής μπάσκετ αναφέρει μια άλλη παράμετρο: «Οι προπονητές κατά βάση αμείβονται με χαμηλούς μισθούς. Συχνά χειρίζονται πέντε διαφορετικά τμήματα ή κάνουν τρεις δουλειές. Υπάρχει πίεση να πάρουν ένα παιχνίδι, γιατί αλλιώς θα φύγουν από την ομάδα». Σε κάθε περίπτωση, συχνά οι γονείς τείνουν να αποδέχονται αυτές τις συμπεριφορές από τον προπονητή χωρίς να τις αναλύουν. Οπως λέει ο κ. Ζαρώτης, ο γονιός θα πρέπει να επιλέγει προπονητή και όχι σύλλογο, μολονότι τα δεδομένα δείχνουν ότι το βασικό κριτήριο είναι η εγγύτητα στον τόπο κατοικίας. «Το θέμα όμως είναι η εξέλιξη του παιδιού. Ψάχνουμε έναν άνθρωπο που θα αναδείξει το υγιές σκέλος της άθλησης, το ευχάριστο κομμάτι. Μην ξεχνάμε ότι ο προπονητής αποτελεί πρότυπο για τα παιδιά. Επίσης, αν ο σύλλογος κλίνει προς ένα ανταγωνιστικό προφίλ, αν προβάλλει υπέρμετρα τη νίκη και τη συμμετοχή σε πρωταθλήματα, είναι επιλογή του γονέα εάν θα συνεχίσει. Η πλειονότητα πάντως των συλλόγων τείνει προς τα εκεί».
Η σχέση με την άσκηση
Οι επιπτώσεις ποικίλλουν. Συνηθέστερα ένα τραυματικό γεγονός ή μια ήπια κακοποιητική συμπεριφορά από τον προπονητή μπορεί να οδηγήσει το παιδί να αναπτύξει αρνητική εικόνα του αθλητισμού και της άσκησης. «Ο τρόπος που θα διαπραγματευθούμε με τον αθλητισμό στην παιδική ηλικία ορίζει τη μετέπειτα σχέση του ατόμου με την άσκηση. Είναι σημαντικό να προλάβουμε τα γεγονότα, γιατί είναι δύσκολο να αναστραφεί η κατάσταση. Αν δούμε ότι δημιουργείται θέμα στην αυτοεκτίμηση του παιδιού, τότε η πρώτη κίνηση μπορεί να είναι μια κατ’ ίδίαν συνομιλία με τον προπονητή. Αν δεν αλλάξει κάτι, θα πρέπει να αναζητηθεί συνεργάσιμος προπονητής».
Τέλος, ας σημειωθεί, ότι όπως λέει και ο έμπειρος προπονητής παιδικών τμημάτων, σε μικρό ποσοστό τα παιδιά που διακρίνονται σε μικρή ηλικία γίνονται τελικά αθλητές υψηλού επιπέδου. «Πολλοί αφοσιώνονται στα μαθήματα ή δεν αντέχουν την πίεση. Αντίστοιχα, κάλλιστα ένα παιδί που στα 14 δεν είναι ιδιαίτερα καλός, να εξελιχθεί σε τεράστιο αθλητή».
«Στα 12-13, το 70% των παιδιών εγκαταλείπει τον αθλητισμό, αφού πλέον σταματούν να διασκεδάζουν λόγω της εμπλοκής των γονιών τους», εξηγεί στην «Κ» ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης. |
Οι υπερεμπλεκόμενοι γονείς, η αφόρητη πίεση στα παιδικά γήπεδα, ο ανταγωνισμός, οι φωνές, η ένταση. Εχουν άραγε όλα αυτά μερίδιο ευθύνης και για τα φαινόμενα βίας που ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια την κοινωνία; «Οποιαδήποτε μορφή βίας σε παιδική ηλικία και πρώιμη εφηβεία θα εμφανιστεί μοιραία στο μέλλον», τονίζει ο αθλητικός ψυχολόγος Γιάννης Ζαρώτης. «Τα παιδιά που αναπτύσσουν βίαιες συμπεριφορές έχουν υποστεί βία. Εχουν μάθει να λειτουργούν με τη βία. Η βία αναπαράγεται ως καθημερινή συμπεριφορά».
Δεν είναι τυχαίο ότι περιστατικά βίας καταγράφονται πλέον και στα σχολικά πρωταθλήματα. Τον περασμένο Φεβρουάριο, χαρακτηριστικά, σε αγώνα ποδοσφαίρου ανάμεσα σε μαθητές στην Πυλαία Θεσσαλονίκης εισέβαλαν άγνωστοι στο γήπεδο και με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους επιτέθηκαν σε μαθητές που παρακολουθούσαν τον αγώνα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στο ίδιο γήπεδο, 16χρονος είχε απειλήσει με μαχαίρι καθηγητή και τον είχε χτυπήσει σε αγώνα ποδοσφαίρου για το σχολικό πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης. Τα φαινόμενα είχαν εμφανιστεί στην Αγγλία ήδη πριν από μία δεκαετία. Το 2016, μόνο κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου με παιδικούς και εφηβικούς αγώνες στην κομητεία του Σάρεϊ, ένας γονιός είχε απειλήσει να μαχαιρώσει διαιτητή, άλλος κουτούλησε εθελοντή βοηθό διαιτητή και κάποιοι νεαροί ποδοσφαιριστές, με την ενθάρρυνση των προπονητών τους, απείλησαν να καταστρέψουν τα αποδυτήρια ενός γηπέδου. Η βία από γονείς και φίλους σε παιδικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου στην Αγγλία έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε κάποιος μπορεί σύντομα να σκοτωθεί, προειδοποιούσαν οι διοργανωτές.
«Η βία βαίνει αυξανόμενη τα τελευταία πέντε χρόνια», σχολιάζει ο κ. Ζαρώτης. «Δυστυχώς, η πρόβλεψη για το τι θα ακολουθήσει δεν είναι πολύ θετική. Τα πράγματα θα γίνουν αρκετά χειρότερα. Το φαινόμενο είναι πολυσύνθετο, με οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους, ακόμη και τον ρόλο των video games, ωστόσο στο εξωτερικό –όπως στην Αγγλία– εξελίσσεται πολύ αρνητικά, με δολοφονίες από συμμορίες παιδιών 16-17 ετών. Η τάση θα φθάσει και στην Ελλάδα. Ηδη έρχονται στο γραφείο μου γονείς με παιδιά που έχουν εμπλακεί σε βίαια περιστατικά ζητώντας βοήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις ζητούν ένα χαρτί που να λέει ότι δυσκολεύονται με την κοινωνική τους συμπεριφορά. “Οτιδήποτε για να τελειώσει το σχολείο”».Σε διαδικτυακή ημερίδα με θέμα την αντιμετώπιση της βίας στον παιδικό αθλητισμό του Κέντρου Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας, η υπεύθυνη προγραμμάτων Παιδικής Προστασίας του Γραφείου της UNICEF στην Ελλάδα είχε μιλήσει για τη σημαντική ευθύνη που έχουν οι αθλητικοί οργανισμοί όσον αφορά την υιοθέτηση διαδικασιών προστασίας παιδιών, αναφέροντας ενδεικτικά ότι θα πρέπει να υπάρχουν κριτήρια πρόσληψης προπονητών και προπονητριών, να υιοθετούνται κώδικες δεοντολογίας που να δεσμεύουν το προσωπικό των συλλόγων, να υπάρχει εκπαίδευση του προσωπικού κ.ά.
Λίνα Γιάνναρου
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου