Κυριακή 16 Απριλίου 2023

Αιρετικοί και ξενόφωνοι

Εκπληκτικός πίνακας «κατά της βλασφημίας» (1973) που μοιραζόταν στις εκκλησίες επί Ιερώνυμου. Δασκαλεμένος από τον διάβολο ο πολίτης με τη μοντέρνα αμφίεση (παντελόνι καμπάνα, φαβορίτες, μακριά μαλλιά) εισπράττει φυσικά τα επίχειρα της αντιχριστιανικής συμπεριφοράς του. Το ενδιαφέρον βρίσκεται ωστόσο στην επιλογή του αντίπαλου δέους: ως υπόδειγμα θεοσεβούμενου προβάλλεται ο κοντοκουρεμένος ΕΣΑτζής με το κλομπ στη ζώνη· όχι κάποιος τυχαίος ένστολος, αλλά οπλίτης του σώματος που, με επικεφαλής τον μετέπειτα «αόρατο δικτάτορα» Δημήτριο Ιωαννίδη, διακρινόταν την ίδια εποχή για τις ιδιαίτερες επιδόσεις του στον βασανισμό των πολιτικών κρατουμένων. Το τεκμήριο εντοπίστηκε (και φωτογραφήθηκε) στην εκκλησία χωριού της ορεινής Δωρίδας το καλοκαίρι του 2020.
T.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδοχές της εκκλησια­στικής καταπο­λέμησης του εσωτερικού εχθρού στην Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών.
Μπορεί ο χριστιανισμός να γεννήθηκε και ν’ αυτοδιαφημίζεται ως η θρησκεία της αγάπης, στην πράξη όμως οι ταγοί του κάθε άλλο παρά έχουν επιβεβαιώσει ιστορικά αυτό τον ισχυρισμό. Δεν χρειάζεται να πάμε πίσω σε καιρούς μακρινούς, όταν οι σταυροφόροι μακέλευαν τους απίστους και κάθε λογής αιρετικοί κατέληγαν με συνοπτικές διαδικασίες στην πυρά.
Για τις πραγματικές επιδόσεις της δικής μας εκκλησιαστικής ιεραρχίας απέναντι σε όσους απέκλιναν ακόμη και σε σχετικά πρόσφατες εποχές από την επιθυμητή νόρμα, αρκεί -μέρες που ’ναι- μια σύντομη ματιά σε όσα ο ίδιος ο ηγέτης της διακήρυξε με στεντόρεια φωνή στο αποκορύφωμα της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών.
«Παρά τη Ιερά Αρχιεπισκοπή ιδρύθη ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΠΑΡΑΚΟ­ΛΟΥΘΗΣΕΩΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΩΝ, το οποίον θα επιμελήται της διοργανώσεως του αντιαιρετικού αγώνος» | Εγκύκλιος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (14.10.1968)
Ο λόγος για τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο Κοτσώνη (1967-1973), τέως πρωθιερέα των ανακτόρων (1949-1967), και τον απολογισμό που αυτός εξέδωσε σε βιβλίο για τα πέντε πρώτα χρόνια της θητείας του ως προκαθήμενου της ελλαδικής Εκκλησίας («1829 ημέραι εις το πηδάλιον, 17 Μαΐου 1967 - 16 Μαΐου 1972. Τόμος Α’. Το έργον της Αρχιεπισκοπής Αθηνών», Εν Αθήναις 1972).
Την προσοχή μας θ’ αποσπάσουν τα σημεία εκείνα του εν λόγω βιβλίου που σχετίζονται με το έργο του Ιερώνυμου σε δύο συγκεκριμένους τομείς: την καταπολέμηση των «αιρέσεων» και την εθνοθρησκευτική ποίμανση των «ιδιαιτέρως ευπαθών περιοχών» με «ξενόφωνους» πληθυσμούς. Παρά το σχεδόν συνθηματικό λεξιλόγιό τους, οι σχετικές παράγραφοι αποδεικνύονται εξαιρετικά εύγλωττες για τις μεθόδους ασφυκτικής επιτήρησης και παρενόχλησης που επιστρατεύτηκαν για την πάταξη του εσωτερικού εχθρού.
Ο «αντιαιρετικός αγών»
«Προς περιφρούρησιν του Ορθοδόξου ποιμνίου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής», μας πληροφορεί ο Ιερώνυμος, «ιδρύθη κατ’ Οκτώβριον του 1968 το Γραφείον Παρακολουθήσεως Προπαγανδών. Τούτο, εν συνεργασία μετά των “Ομάδων Ορθοδόξου Δράσεως”, των οποίων απεφασίσθη η επαναλειτουργία, επιμελείται της διοργανώσεως του αντιαιρετικού αγώνος κατά της δράσεως των πάσης φύσεως αιρετικών και προπαγανδών» (σ.30).

Για τη δρομολόγηση αυτού του «αγώνα», το λεπτομερές φακέλωμα των κατά τόπους «αιρετικών» από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό και την οργάνωση των «αντιαιρετικών ομάδων» που θ’ αναλάμβαναν την καταστολή τους, αρκούντως διαφωτιστική είναι η σχετική εγκύκλιος που παρατίθεται στο παράρτημα ντοκουμέντων του βιβλίου:
«Εγκύκλιος
Προς τον ιερόν Κλήρον της καθ’ Ημάς Ιεράς Αρχιεπισκοπής
Προς περιφρούρησιν του Ορθοδόξου ποιμνίου, απεφασίσαμεν και εντελλόμεθα υμίν τα κάτωθι:
1) Παρά τη Ιερά Αρχιεπισκοπή ιδρύθη ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΩΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΩΝ, το οποίον θα επιμελήται της διοργανώσεως προ παντός του αντιαιρετικού αγώνος κατά των πάσης φύσεως αιρετικών και ποικίλων προπαγανδών.
2) Προς ενημέρωσιν του ως άνω Γραφείου και καταρτισμόν πλήρους στατιστικής των κατ’ ενορίας υπαρχόντων και δρώντων αιρετικών, εντελλόμεθα πατρικώς όπως το συντομώτερον αποστείλητε Ημίν πλήρη και αντικειμενικά στοιχεία περί τούτων (αριθμός, ευκτήριος οίκος, προσηλυτιστική δράσις κ.λπ.).
3) Αι “Ομάδες Ορθοδόξου Δράσεως” συνεχίζουν το έργον των. Πρόεδρος αυτών αναδεικνύεται τη προτάσει του Ιερατικώς Προϊσταμένου εκάστου ιερού Ναού, ο πλέον μορφωμένος εκ των υπαρχόντων εν τω αυτώ Ναώ κληρικών. Ούτος θ’ αποστείλη Ημίν κατάλογον ονομάτων μελών των αντιαιρετικών ομάδων εκ των πιστών και ευσεβών ενοριτών αυτού, ως συνημμένον υπόδειγμα.
4) Συντονιστής του έργου των “Ομάδων Ορθοδόξου Δράσεως” τοποθετείται ο εκάστοτε Ιεροκήρυξ του Τομέως της Αρχιεπισκοπής, συνεργαζόμενος αρμονικώς μετά του Προέδρου και των μελών αυτών, εις τα οποία θα συγκαταλέγωνται και οι Κατηχηταί των κατωτέρων, Μέσων και Ανωτέρων Κατηχητικών Σχολείων, και δύο κυρίαι του Φιλοπτώχου.
5) Κατά μήνα θα γίνωνται μαθήματα ορθοδόξου διαφωτίσεως προς τα μέλη των “Ομάδων Ορθοδόξου Δράσεως” είτε παρά του Ιεροκήρυκος του Τομέως είτε παρά του προέδρου αυτού.
6) Η διοργάνωσις εξ άλλου παρ’ ειδικών ομιλητών εκλαϊκευμένων αντιαιρετικών διαλέξεων, εις όσας ενορίας υπάρχει σημαντικός αριθμός αιρετικών, καθώς και η διανομή των δωρεάν παρεχομένων σχετικών φυλλαδίων υπό της Αποστολικής Διακονίας, καθίσταται απολύτως αναγκαία.
Εν Αθήναις τη 14 Οκτωβρίου 1968» (σ.179-80).
Τι ακριβώς θεωρούνταν «αίρεση» κατά της οποίας έπρεπε ν’ αναληφθεί «αγών» δεν διευκρινίζεται πουθενά στο βιβλίο. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στο στόχαστρο των «αντιαιρετικών ομάδων» βρέθηκαν πρώτα και κύρια οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, λογικά όμως (και ανάλογα με τις ευαισθησίες ή τα γούστα των κατά τόπους ιεραρχών και στελεχών), η μπάλα έπαιρνε και τους πιστούς των υπόλοιπων χριστιανικών δογμάτων. Υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με ντοκουμέντα που αποκάλυψε το καλοκαίρι του 1993 η «Ελευθεροτυπία», η ΕΥΠ παρακολουθούσε και φακέλωνε επί πατρός Μητσοτάκη ως «αιρετικούς» ακόμη και τα μέλη των επίσημα αναγνωρισμένων άλλων χριστιανικών δογμάτων (προτεστάντες κ.λπ.).
Για την πρακτική εφαρμογή αυτών των οδηγιών ακόμη πιο εύγλωττα είναι τα εκτενή αποσπάσματα από δύο σχετικές εκθέσεις ιερέων που αναπαράγονται στο βιβλίο. Η δημοσίευσή τους έχει άλλωστε όχι τόσο απολογιστικό όσο εμφανώς κανονιστικό χαρακτήρα, υποδεικνύοντας στους υφισταμένους του αρχιεπισκόπου μια συγκεκριμένη μεθοδολογία δράσης:
«Αντιμετώπισις αιρετικών. Γράφει ένας Εφημέριος σχετικώς: “Εχω οργανώσει τον αντιαιρετικόν αγώνα. Τον τομέα μου τον έχω χωρίσει εις τετράγωνα και εις ένα έκαστον εξ αυτών έχω υπεύθυνον πρόσωπον διά να παρακολουθή την κίνησιν των αιρετικών. Υπάρχουν περί τους είκοσι οκτώ και έχουν έλθη από άλλας Ενορίας, και οι πλείστοι είναι ενοικιασταί. Εχω συνεργάτας πολλούς και κάθε τόσο πραγματοποιούμεν συσκέψεις προς ανταλλαγήν γνωμών διά την καλυτέραν καταπολέμησιν αυτών. Περιοδικώς κάνω και σχετικήν ομιλίαν εν τω Ναώ. Διανέμω διά συνεργείων Κυριών και Δεσποινίδων ειδικόν έντυπον αντιαιρετικού περιεχομένου. Εχομεν δε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Επανέφερα εις την ορθοδοξίαν (αναφέρει ποίους), που τώρα θα βαπτίσωμεν και το παιδί τους, που έχει αβάπτιστον, και την Καν…. της οποίας ο υιός είναι σκαπανεύς εις την αίρεσιν αυτήν. Δύο δε αρχηγοί αυτών ήλλαξαν κατοικίαν, μετακινηθέντες εκτός της Ενορίας ημών ως μη δυνάμενοι να δράσουν εντός αυτής. Παρελύσαμεν τας συγκεντρώσεις που ελάμβανον χώραν επί της οδού (τάδε) δι’ ετέρων συγκεντρώσεων. Ούτω ανεκόψαμεν την κίνησιν που είχον αναπτύξει εις την Ενορίαν μας. Και γνωρίζουν τώρα οι Ενορίται να αμύνωνται”.
Ενας άλλος “καλός ποιμήν” έγραφεν εις έκθεσίν του: “Αφ’ ης ανέλαβα ως υπεύθυνος των Ομάδων Ορθοδόξου Δράσεως, το πρώτον και κύριον ήτο να εξακριβώσω τον αριθμόν των αιρετικών οικογενειών, τα μέλη αυτών, την διεύθυνσίν των, το επάγγελμά των κ.λπ. Επίσης ήρχισα να επισκέπτωμαι κατ’ οίκον τους περισσοτέρους διά να ιδώ αν πράγματι είναι αιρετικοί και αν εμμένουν εις τας ιδέας των. Διεπίστωσα ότι κανείς από αυτούς δεν ήτο μορφωμένος. Μόνον κτίστες, οδηγοί, υποδηματοποιοί, έμποροι και επί το πλείστον εργολάβοι οικοδομών, και μάλιστα πτωχοί κατ’ αρχάς, άνευ στέγης και έπειτα με πολυορόφους οικίας ή πολυτελέστατα διαμερίσματα. Ενετόπισα τα μέρη συγκεντρώσεώς των και εφρόντισα διά την διανομήν εντύπου αντιαιρετικού περιεχομένου εις όλας σχεδόν τας οικίας της περιοχής. Ετσι δεν παρουσίασαν πλέον μεγάλην δραστηριότητα. Επίσης, ενημέρωσα πολλούς από τους ενορίτας μας, ποίοι είναι οι αιρετικοί αυτοί, πού συγκεντρώνονται… Οσοι επιστρέφουν βαπτίζουν τα τέκνα των. Τέλος, παρατηρώ ότι τώρα τελευταίως δεν έχουν μεγάλην συνοχήν μεταξύ των εις τας συγκεντρώσεις των και εις την εν γένει δραστηριότητά των”» (σ.98-99).
Στενή παρακολούθηση από εντεταλμένα όργανα της τοπικής εκκλησίας (που, ως ξενομερίτες «ενοικιασταί», μπορούν να ψαρεύουν κανονικότατα τους ανυποψίαστους στόχους τους)· λεπτομερές φακέλωμα· γιουρούσια τού (προφανώς, απρόσκλητου) εφημέριου κατ’ οίκον και συνακόλουθη ανάκριση· δημιουργία υγειονομικής ζώνης με στόχο την κοινωνική απομόνωση των «αιρετικών»· αντισυγκεντρώσεις με σκοπό την «παράλυσιν» των μαζώξεών τους· οργάνωση συστηματικής κοινωνικής πίεσης από ενορίτες στους οποίους πιθανότατα συγκαταλέγονταν πελάτες, εργοδότες, γείτονες της διπλανής πόρτας και θαμώνες του ίδιου καφενείου. Αντε μετά οι στόχοι να διατηρήσουν την πρότερη «συνοχή» τους – σε μια εποχή, θυμίζουμε, που επίσημο κρατικό δόγμα ήταν το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και ο παπάς της ενορίας εκλαμβανόταν συχνότατα σαν απλή προέκταση (αν όχι συνεργός) του τοπικού ασφαλίτη…
Τα αίσχη της μεθορίου
Αυτά όσον αφορά τους «αιρετικούς». Απολωλότα, δυνάμει απολωλότα ή απλώς αποκλίνοντα πρόβατα προς ανάκτηση και κατήχηση από τους εθνοθρησκευτικά ορθούς ποιμένες θεωρούνταν όμως και άλλες κατηγορίες Ελλήνων πολιτών: οι κάτοικοι ακριτικών «ευπαθών» κοινοτήτων, οι ιερείς των οποίων θεωρούνταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι για παρόμοιο έργο. Ιερείς που έπρεπε να υποκατασταθούν διακριτικά, όσον αφορά την εθνοθρησκευτική επιτήρηση και κατήχηση του ευπαθούς ποιμνίου, δίχως να προκληθούν αντιδράσεις εκ μέρους τους:
«ι) Η ποίμανσις των ιδιαιτέρως ευπαθών περιοχών. […] Απεφασίσθη όπως, προσωρινώς και μέχρις εξευρέσεως των καταλλήλων ποιμένων, ενισχυθούν αι αδύναται ενορίαι και περιοχαί διά της συμπαραστάσεως εις το πλευρόν των εις αυτάς υπηρετούντων εφημερίων ιερέων εξ άλλων ενοριών, άνευ διακοπής τού εν ταις οικείαις ενορίαις επιτελουμένου έργου των». Προκειμένου να λειανθεί προληπτικά το έδαφος, οι εφημέριοι των 54 ευπαθών ενοριών» συγκεντρώθηκαν για ενημέρωση και γνωριμία τους με τους 27 «ιεραποστόλους» που θα στέλνονταν εκεί «προς συμπαράστασιν». Προς αποφυγή δε παρεξηγήσεων, «υπεγραμμίσθη ότι ουδεμία ανάμιξις εις τα διοικητικά καθήκοντα θα υφίσταται, ουδέ εις τα οιαδήποτε τυχηρά, διότι [οι ιεραπόστολοι] δεν αποχωρίζονται των εν ταις ιδίαις ενορίαις καθηκόντων και δικαιωμάτων» (σ.30-31).
Από τις εκθέσεις τέτοιων «ιεραποστόλων», εκτενή αποσπάσματα των οποίων παραθέτει ο Ιερώνυμος, διαπιστώνουμε ότι ως «ευπαθή» κατατάσσονταν ιδίως τα «ξενόφωνα» ακριτικά χωριά της Βόρειας Ελλάδας (και δευτερευόντως κάποιοι «απολίτιστοι» οικισμοί μικρών νησιών). Οι επίμαχες κοινότητες δεν κατονομάζονται φυσικά, αλλά περιγράφονται με σχεδόν συνθηματικό τρόπο· τα επιλεγμένα αποσπάσματα έχουν άλλωστε και εδώ κανονιστικό χαρακτήρα ως υποδείγματα ενός τρόπου δουλειάς.
Στην πρώτη περίπτωση ο ιεραπόστολος της Αρχιεπισκοπής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια συστάδα παραμεθόριων τουρκόφωνων ποντιακών προσφυγικών οικισμών «εκ Πάφρας», η (κοινή) εκκλησία των οποίων ήταν πρώην τζαμί. Η λεπτομέρεια αυτή, γράφει, «με εξένισεν. Ποίους Μακαρίους και Αοιδήμους Κτήτρορας να μνημονεύσω; Ασφαλώς τους Αγαρηνούς! Και από της πρώτης ώρας απεφάσισα να οικοδομήσω Ναόν προς απόπλυσιν του αίσχους» (σ.263).
Σαφώς πιο ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η επόμενη έκθεση. Εδώ το εκπολιτιστικό έργο του απεσταλμένου εξ Αθηνών είναι διττό: η καθιέρωση υλικών κινήτρων για τη συνέχιση των σπουδών κάποιων μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση συνδυάζεται με την άσκηση πίεσης για εξάλειψη της εγχώριας σλαβοφωνίας· η καθήλωση του μορφωτικού επιπέδου των παιδιών αποδίδεται δε, δίχως την παραμικρή τεκμηρίωση, όχι στα παραδοσιακά ήθη ή τις προτεραιότητες μιας κλειστής αγροτικής οικονομίας, αλλά σε κάποια πανταχού παρούσα «σλαυική προπαγάνδα»:
«Εστάλην και υπηρέτησα επί εξάμηνον εις το ακραιότατον χωρίον της Ελλάδος, εις το Κρατερόν Φλωρίνης, μόλις απέχον 350 μέτρα εξ του Γιουγκοσλαυικού φυλακίου. Καθ’ όλην την διάρκειαν της εκεί παραμονής μου προσεπάθησα να φανώ αντάξιος της αποστολής μου. Ελειτούργησα, εδίδαξα, ενουθέτησα, εξωράισα τους Ιερούς ναούς και τα παρεκκλήσια του χωρίου, τα οποία δυστυχώς ήσαν χειρότερα του σταύλου. Εφωδίασα τους ναούς με πάντα τα ιερά σκεύη, άγια ποτήρια, κολυμβήθρες, μανουάλια, πολυελέους κ.λπ. με την υλικήν βοήθειαν βεβαίως των ενοριτών μου εξ Αθηνών. Ιδρυσα ιδίοις χρήμασιν ιερόν παρεκκλήσιον της Αγίας Παρασκευής πλησίον των συνόρων. Επειδή ομιλούσαν την Σλαυικήν γλώσσαν έκανα αρκετάς διαλέξεις περί της μεγάλης σημασίας της μητρικής μας γλώσσης, της Ελληνικής, εις τρόπον ώστε κατά την εξάμηνον παραμονήν μου ουδείς, τουλάχιστον εκ του εμφανούς, να ομιλή Σλαυικήν γλώσσαν. Επειδή ουδέποτε μέχρι τότε υπήρξε γονεύς να παρακινήση τα παιδιά του διά γυμνασιακάς σπουδάς, διότι αυτό επεδίωκε η Σλαυική προπαγάνδα, προεκήρυξα έπαθλον ποσού 500 δραχμών εις όσα παιδιά θα επετύγχανον εις το Γυμνάσιον Φλωρίνης, ανέλαβον δε και να κάνω φροντιστήριον δωρεάν καθ’ ότι ετύγχανον Θεολόγος και Γ/ετής της Φιλολογίας. Πράγματι επέτυχον το ίδιον έτος πέντε μαθηταί και μία μαθήτρια και έλαβον και τα έπαθλα τουτέστιν πεντακοσιόδραχμον έκαστος ως είχον υποσχεθή τούτο» (σ.264).
Παρά τον εθνικό ζήλο του ο καλός ποιμένας ήρθε πάντως δεύτερος: πολύ πριν ο ίδιος επιβραβεύσει χρηματικά τους επιτυχόντες μαθητές (και τη μία και μοναδική επιτυχούσα μαθήτρια), το επίσημο κράτος είχε στείλει ως οικοτρόφους στην Κεφαλονιά και το Λασίθι δεκάδες καλούς μαθητές από «ευπαθή» σλαβόφωνα χωριά της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Πέλλλας (γνωστούς τις επόμενες δεκαετίες στις τοπικές κοινωνίες με τον συνθηματικό όρο «τα παιδιά της Φρειδερίκης»).
Από την παρέμβασή του στη συγκεκριμένη κοινότητα αξίζει ως εκ τούτου να κρατήσουμε κυρίως το δεύτερο, κατασταλτικό σκέλος της. Μαζί με την επίγνωσή του πως η επιτυχία του περιορίστηκε μάλλον στη φαινομενική συμμόρφωση των κατοίκων κατά το εξάμηνο της εκεί παρουσίας του…

Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: