Στο 9,6% του ΑΕΠ εκτοξεύτηκε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το 2022, από 6,8% το 2021 ● Επιστροφή του ελλείμματος του ισοζυγίου στα επίπεδα του 2010-2011 ● Οξύ διαρθρωτικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας για την ελληνική οικονομία: ανάπτυξη με εξωτερικούς πόρους και με ταχύτερη αύξηση των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές ● Προβλέψεις για περαιτέρω αύξηση του ελλείμματος το 2023-2024.
Αποκαλυπτήρια τώρα: η «ισχυρή» ελληνική οικονομία αποκαλύπτεται ισχυρά ελλειμματική στις συναλλαγές της με τον υπόλοιπο κόσμο, με την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ να συμπαρασύρει προς τα πάνω και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο σύμφωνα με τη χθεσινή σχετική ανακοίνωση της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) το 2022 επέστρεψε στα πολύ υψηλά επίπεδα των χρόνων 2010-2011.
Το πρόβλημα αυτό αποκαλύπτει ένα συνολικότερο: το παραμένον μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που έχει διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και δεν οφείλεται σε έκτακτους ή παροδικού χαρακτήρα παράγοντες και εξελίξεις.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της ΤτΕ αποκαλύπτουν:
● Στο σύνολο του 2022, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ (20.143,4 εκατ. ευρώ), που αντιστοιχούν στο 9,6% του ΑΕΠ του 2022.
● Ο πυρήνας του προβλήματος είναι ότι το εμπορικό έλλειμμα (Ισοζύγιο Αγαθών) διευρύνεται διαρκώς, καθώς οι εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα από τις εξαγωγές. Ετσι, το εμπορικό έλλειμμα από το ήδη πολύ υψηλό επίπεδο των 26,72 δισ. το 2021, εκτοξεύτηκε το 2022 σε 39 δισ. ευρώ! Από το 2021 στο 2022, η αύξηση των εξαγωγών ήταν 14,18 δισ. ευρώ, ενώ η αύξηση των εισαγωγών ήταν 26,49 δισ. ευρώ.
● Το Ισοζύγιο Υπηρεσιών είναι πλεονασματικό (χάρη στα έσοδα από τον τουρισμό), αλλά αδυνατεί να αντισταθμίσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Το Ισοζύγιο Υπηρεσιών ανήλθε το 2022 σε 19,41 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν οξύ έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα. Τον διαρθρωτικό χαρακτήρα του προβλήματος υποδηλώνουν:
● Η συνεχής διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος. Οι εξαγωγές αυξάνονται διαρκώς και σημαντικά, αλλά οι εισαγωγές αυξάνονται πολύ ταχύτερα.
● Το γεγονός ότι οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης συμπαρασύρουν στα ύψη και το έλλειμμα του ισοζυγίου. Οπως φαίνεται στον δημοσιευόμενο πίνακα, η κρίση του 2008 βρήκε την Ελλάδα με πολύ υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 15,1% του ΑΕΠ. Η «δημοσιονομική προσαρμογή» που ακολούθησε με τα μνημόνια απέδειξε ότι για να μειωθεί σε χαμηλά επίπεδα το έλλειμμα του ισοζυγίου το ΑΕΠ χρειάστηκε να πέσει… στα Τάρταρα: ανάμεσα στο 2008 και το 2016, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 67,5 δισ. ευρώ (!), για να μειωθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο κατά 13,4 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίστροφα, ανάμεσα στο 2019 και το 2022, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 26,4 δισ. ευρώ επέσυρε την αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο κατά 8,1 ποσοστιαίες μονάδες!
Αν δείκτης ανταγωνιστικότητας μιας χώρας είναι να μπορεί να αυξάνει το ΑΕΠ της χωρίς αυτό να απογειώνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών της (και αντίστροφα: αν για να μειώσει το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δεν απαιτείται η δραματική πτώση του ΑΕΠ), τότε η Ελλάδα έχει σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.
Το πρόβλημα αυτό ανταγωνιστικότητας έχει δύο βασικές πλευρές:
Πρώτον, αυξάνει τις ανάγκες εξωτερικού δανεισμού της οικονομίας – και μάλιστα σε μια περίοδο υψηλών επιτοκίων και αστάθειας στις αγορές.
Δεύτερον, σηματοδοτεί την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς να εμφανίζονται με οξύ τρόπο μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα και ανισορροπίες. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ το 2022 οφείλονται σε μικρότερο ποσοστό στους πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε μεγαλύτερο ποσοστό στον πληθωρισμό (πολύ υψηλός αποπληθωριστής του ΑΕΠ), αλλά και ότι η σημαντική αύξηση των επενδύσεων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην εισροή ευρωπαϊκών πόρων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (πέραν των πάγιων εισροών μέσω ΕΣΠΑ), τότε το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας αποκαλύπτεται στις πραγματικές του διαστάσεις.
Τούτων δοθέντων, δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οίκοι αξιολόγησης όσο και η Κομισιόν προβλέπουν περαιτέρω αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου ακόμη και το 2023, έτος ισχυρής επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Πάνος Κοσμάς
Πηγή: efsyn.gr
Το πρόβλημα αυτό αποκαλύπτει ένα συνολικότερο: το παραμένον μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που έχει διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και δεν οφείλεται σε έκτακτους ή παροδικού χαρακτήρα παράγοντες και εξελίξεις.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της ΤτΕ αποκαλύπτουν:
● Στο σύνολο του 2022, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ (20.143,4 εκατ. ευρώ), που αντιστοιχούν στο 9,6% του ΑΕΠ του 2022.
● Ο πυρήνας του προβλήματος είναι ότι το εμπορικό έλλειμμα (Ισοζύγιο Αγαθών) διευρύνεται διαρκώς, καθώς οι εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα από τις εξαγωγές. Ετσι, το εμπορικό έλλειμμα από το ήδη πολύ υψηλό επίπεδο των 26,72 δισ. το 2021, εκτοξεύτηκε το 2022 σε 39 δισ. ευρώ! Από το 2021 στο 2022, η αύξηση των εξαγωγών ήταν 14,18 δισ. ευρώ, ενώ η αύξηση των εισαγωγών ήταν 26,49 δισ. ευρώ.
● Το Ισοζύγιο Υπηρεσιών είναι πλεονασματικό (χάρη στα έσοδα από τον τουρισμό), αλλά αδυνατεί να αντισταθμίσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Το Ισοζύγιο Υπηρεσιών ανήλθε το 2022 σε 19,41 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν οξύ έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα. Τον διαρθρωτικό χαρακτήρα του προβλήματος υποδηλώνουν:
● Η συνεχής διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος. Οι εξαγωγές αυξάνονται διαρκώς και σημαντικά, αλλά οι εισαγωγές αυξάνονται πολύ ταχύτερα.
● Το γεγονός ότι οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης συμπαρασύρουν στα ύψη και το έλλειμμα του ισοζυγίου. Οπως φαίνεται στον δημοσιευόμενο πίνακα, η κρίση του 2008 βρήκε την Ελλάδα με πολύ υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 15,1% του ΑΕΠ. Η «δημοσιονομική προσαρμογή» που ακολούθησε με τα μνημόνια απέδειξε ότι για να μειωθεί σε χαμηλά επίπεδα το έλλειμμα του ισοζυγίου το ΑΕΠ χρειάστηκε να πέσει… στα Τάρταρα: ανάμεσα στο 2008 και το 2016, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 67,5 δισ. ευρώ (!), για να μειωθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο κατά 13,4 ποσοστιαίες μονάδες. Αντίστροφα, ανάμεσα στο 2019 και το 2022, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 26,4 δισ. ευρώ επέσυρε την αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο κατά 8,1 ποσοστιαίες μονάδες!
Αν δείκτης ανταγωνιστικότητας μιας χώρας είναι να μπορεί να αυξάνει το ΑΕΠ της χωρίς αυτό να απογειώνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών της (και αντίστροφα: αν για να μειώσει το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δεν απαιτείται η δραματική πτώση του ΑΕΠ), τότε η Ελλάδα έχει σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.
Το πρόβλημα αυτό ανταγωνιστικότητας έχει δύο βασικές πλευρές:
Πρώτον, αυξάνει τις ανάγκες εξωτερικού δανεισμού της οικονομίας – και μάλιστα σε μια περίοδο υψηλών επιτοκίων και αστάθειας στις αγορές.
Δεύτερον, σηματοδοτεί την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς να εμφανίζονται με οξύ τρόπο μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα και ανισορροπίες. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ το 2022 οφείλονται σε μικρότερο ποσοστό στους πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε μεγαλύτερο ποσοστό στον πληθωρισμό (πολύ υψηλός αποπληθωριστής του ΑΕΠ), αλλά και ότι η σημαντική αύξηση των επενδύσεων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην εισροή ευρωπαϊκών πόρων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (πέραν των πάγιων εισροών μέσω ΕΣΠΑ), τότε το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας αποκαλύπτεται στις πραγματικές του διαστάσεις.
Τούτων δοθέντων, δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οίκοι αξιολόγησης όσο και η Κομισιόν προβλέπουν περαιτέρω αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου ακόμη και το 2023, έτος ισχυρής επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Πάνος Κοσμάς
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου