Για ποιο λόγο ΜΜΕ και ακροκεντρώοι δημοσιογράφοι αγάπησαν ξανά τον τέως και το σινάφι του
Μπορεί τελικά η ημιεπίσημη κηδεία του τέως να εξελίχθηκε σε κανονικότατο φιάσκο ως μαζική κινητοποίηση, με πέντε-έξι χιλιάδες πιστούς να συρρέουν στη Μητρόπολη και κάτι λιγοστούς κακομοίρηδες να κουνάνε οικογενειακώς σημαιάκια κατά μήκος της διαδρομής προς το Τατόι, η σημασία όμως του όλου event δεν θα πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί.
Μπορεί τελικά η ημιεπίσημη κηδεία του τέως να εξελίχθηκε σε κανονικότατο φιάσκο ως μαζική κινητοποίηση, με πέντε-έξι χιλιάδες πιστούς να συρρέουν στη Μητρόπολη και κάτι λιγοστούς κακομοίρηδες να κουνάνε οικογενειακώς σημαιάκια κατά μήκος της διαδρομής προς το Τατόι, η σημασία όμως του όλου event δεν θα πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί.
Αν μη τι άλλο, από το σημαδιακό εκείνο καλοκαίρι του 2015 είχαμε να δούμε τέτοια πανστρατιά πολιτικών, δημοσιογράφων και λοιπών διαμορφωτών της κοινής γνώμης για τη ριζική αναμόρφωση αυτής της τελευταίας, με καταιγιστικά πυρά πολύωρων ρεπορτάζ και ζωντανών συνδέσεων. Κανάλια και σοβαρές αθηναϊκές εφημερίδες, με μόνες (τιμητικές) εξαιρέσεις την «Εφ.Συν.» και το «Documento», έσπευσαν να υποκλιθούν βαθιά στη μνήμη και την εθνική προσφορά του τελευταίου Γκλίξμπουργκ, με τρόπο αδιανόητο πριν από λίγα χρόνια.
Η «Καθημερινή» μάς πληροφόρησε έτσι διά χειρός Παπαχελά (15/1) πόσο υπέροχος άνθρωπος και βαθιά πατριώτης υπήρξε στην πραγματικότητα ο έκπτωτος μονάρχης, που το 1965-1967 έπεσε απλώς θύμα της απειρίας και των κακών συμβούλων του· ό,τι ακριβώς, δηλαδή, ισχυρίζονταν και οι οπαδοί του το 1974.
Ακόμη συγκαταβατικότερος, ο Πρετεντέρης μάς εξήγησε στο «Βήμα» (15/1) πως ο τέως δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά «ένας προσηνής και ευγενής άνθρωπος, πρόθυμος να διηγηθεί τις δικές του ιστορίες “από τότε”», και μάλιστα «με αρκετά αυτοκριτική διάθεση»· διάθεση που ουδόλως διακρίνει, πάντως, τα επίσημα απομνημονεύματα που εξέδωσε μέσω ΔΟΛ προ επταετίας. Στα ομογάλακτα «Νέα», πάλι, τις ιστορικές αναδρομές στη ζωή και τη δράση του άνακτος ανέλαβε ο ίδιος δημοσιογράφος (Γ. Μαλούχος) που είχε εισφέρει και τη «συγγραφική αρωγή» του στην αυτοβιογραφία του εκλιπόντος.
Πού μπορεί ν’ αποδοθεί όλη αυτή η εντυπωσιακή ανακτορολαγνεία; Μάλλον όχι σε κάποια ανομολόγητα σχέδια για παλινόρθωση του βασιλικού θεσμού − όσο κι αν ο τέως εισέπραττε κάποτε διαβεβαιώσεις από διάφορες πλευρές πως εξακολουθούσαν να τον διατηρούν ως «εφεδρεία». Μισό αιώνα μετά την πολιτειακή αλλαγή του 1974, παρόμοια μεταβολή είναι πια νοητή μονάχα ύστερα από κάποια πελώρια εθνική καταστροφή. Ούτε οι όποιες κοινωνικές ή άλλες προσωπικές σχέσεις αρκούν για να υπαγορεύσουν παρόμοια έκθεση. Ευδιάκριτη είναι, αντίθετα, μια άλλη στόχευση: η ριζική αναδόμηση του κυρίαρχου αφηγήματος για τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, ώστε να υπηρετεί τις τρέχουσες ανάγκες του αστικού κόσμου και της εγχώριας Δεξιάς, με εξοβελισμό του λαϊκού ριζοσπαστισμού των δεκαετιών του 1940, του 1960 και −πάνω απ’ όλα− της επάρατης Μεταπολίτευσης.
Ακόμη ένα τέλος της Μεταπολίτευσης
Κοινός τόπος που συνδέει τους διακριτικούς απολογητές με τους φανατικούς οπαδούς του Κοκού είναι έτσι ο ισχυρισμός ότι, μετά τη συντριβή του στο δημοψήφισμα του 1974, ο έκπτωτος μονάρχης ούτε αμφισβήτησε την έκβαση αυτού του τελευταίου ούτε επιχείρησε να υπονομεύσει τη νεοσύστατη Ελληνική Δημοκρατία. Πρόκειται για χοντροκομμένο (και, σε μεγάλο βαθμό, συνειδητό) ψέμα. Στην πραγματικότητα, ο τέως πέρασε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης συνωμοτώντας με διάφορους στρατιωτικούς, απόστρατους ή εν ενεργεία, για τη «δυναμική» επαναφορά του· στις εκλογές του 1977 κατέβασε πάλι μέσω αντιπροσώπων ολόκληρο κόμμα («Εθνική Παράταξις»), που απέσπασε ένα 6,8%. Αρκετά μίζερο μεν για ανώτατο άρχοντα, εξ ου και δεν μακροημέρευσε, διόλου ευκαταφρόνητο όμως ως μερίδα της ελληνικής Δεξιάς.
Την πιο εύγλωττη διάψευση του επίμαχου ισχυρισμού την παρέχει όμως η επίμονη άρνηση του ίδιου του Κωνσταντίνου να θεωρήσει τον εαυτό του «κανονικό» πολίτη. Για δύο δεκαετίες κυκλοφορούσε με το βασιλικό διαβατήριό του και, όταν αυτό του αφαιρέθηκε, αρνήθηκε να ζητήσει αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειάς του παίρνοντας ένα οποιοδήποτε επώνυμο, όπως απαιτείται για κάθε κοινό πολίτη (και του επέβαλε ο Ν.2215/1994). Οταν πάλι το 2003 ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα ως αλλοδαπός, αντί επωνύμου στο (δανέζικο) διαβατήριό του έβαλε «De Grecia», δηλαδή (βασιλιάς) «της Ελλάδας»… Μιλώντας, τέλος, στον «Σκάι», πριν από έξι μόνο χρόνια, άφησε ρητά ανοιχτό το ζήτημα αποκατάστασης της δυναστείας, αν το «ζητήσει» ο λαός, όπως το 1935 (με… 105% των ψηφισάντων) ή το 1946 (μ’ ένα χεράκι από τις συμμορίες του «Κομιτάτου», που συγκρότησε επί τούτου τρεις μήνες νωρίτερα η κυβέρνηση Τσαλδάρη).
Μόλις παρακολουθήσαμε, μ’ άλλα λόγια, το εναρκτήριο λάκτισμα όσων μας περιμένουν στην πεντηκονταετηρίδα της Μεταπολίτευσης το 2024. Μετά τους ταγματασφαλίτες του 1943 και τον Κοκό του 1965, ας ετοιμαστούμε για την αποκατάσταση (και) του παρεξηγημένου βασιλοχουντισμού της δεκαετίας του 1970. Επιφανή τέκνα του οποίου βρίσκονται, άλλωστε, από καιρό σε θέσεις-κλειδιά του επιτελικού μας κράτους.
Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Η «Καθημερινή» μάς πληροφόρησε έτσι διά χειρός Παπαχελά (15/1) πόσο υπέροχος άνθρωπος και βαθιά πατριώτης υπήρξε στην πραγματικότητα ο έκπτωτος μονάρχης, που το 1965-1967 έπεσε απλώς θύμα της απειρίας και των κακών συμβούλων του· ό,τι ακριβώς, δηλαδή, ισχυρίζονταν και οι οπαδοί του το 1974.
Ακόμη συγκαταβατικότερος, ο Πρετεντέρης μάς εξήγησε στο «Βήμα» (15/1) πως ο τέως δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά «ένας προσηνής και ευγενής άνθρωπος, πρόθυμος να διηγηθεί τις δικές του ιστορίες “από τότε”», και μάλιστα «με αρκετά αυτοκριτική διάθεση»· διάθεση που ουδόλως διακρίνει, πάντως, τα επίσημα απομνημονεύματα που εξέδωσε μέσω ΔΟΛ προ επταετίας. Στα ομογάλακτα «Νέα», πάλι, τις ιστορικές αναδρομές στη ζωή και τη δράση του άνακτος ανέλαβε ο ίδιος δημοσιογράφος (Γ. Μαλούχος) που είχε εισφέρει και τη «συγγραφική αρωγή» του στην αυτοβιογραφία του εκλιπόντος.
«Εγώ δεν είμαι ο πρώην βασιλεύς Κωνσταντίνος. Είμαι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Τελεία και παύλα. Αυτό δεν αλλάζει με τίποτα» | Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ («Σκάι» 31.5.2016, συνέντευξη στους Αλέξη Παπαχελά και Σία Κοσιώνη)Για πιο σκληρά γούστα, ολόκληρος ουλαμός βασιλοφρόνων μάς ανέλυσε στην «Καθημερινή» (15/1) πως «η συμπεριφορά μας απέναντί του [Κωνσταντίνου] υπήρξε ανάξια της δημοκρατίας μας», πως «οι Ελληνες δεν του φέρθηκαν σωστά» και πόσο unfair υπήρξε το δημοψήφισμα που τον έδιωξε, «με το πελώριο πανό μιας κορόνας σε σχήμα καθικιού που στόλιζε το Σύνταγμα, με εφημερίδες να αρνούνται τα δημοσιεύματα των φιλοβασιλικών» και «εκλογικά κέντρα ζωσμένα από άντρες που πετούσαν στους εκπροσώπους της βασιλευομένης νεράντζια που περιείχαν ξυραφάκια» (!). Αυτό το τελευταίο ανήκει, βέβαια, στη σφαίρα των μοναρχοφασιστικών φαντασιώσεων: το ίδιο ακριβώς ισχυρίστηκαν και οι αρχηγοί της αστυνομίας για τους φοιτητές, στη δίκη του 1975 για τη σφαγή του Πολυτεχνείου. Ηδη από το παρθενικό αφιέρωμά της μετά την εκδημία του μακαρίτη, η καλή εφημερίδα φρόντισε πάντως να ξεκαθαρίσει πως «ο ελληνικός θρόνος ήταν ανέκαθεν η εγγύηση […] ότι το κράτος που πρόβαλε μέσα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα λειτουργήσει με στοιχειώδη δυτικά πρότυπα και δεν θα καταρρεύσει μέσα σε διχόνοια και αναρχία» (11/1). Το αφιέρωμα επιγραφόταν «Κωνσταντίνος Β΄, 1940-2023», ταυτίζοντας πλήρως βίο και βασιλική ιδιότητα του εκλιπόντος· τον ίδιο ακριβώς τίτλο θα χρησιμοποιήσει και το κυριακάτικο «ΒΗΜΑgazino» του Μαρινάκη (15/1). «Δεν είμαι ο πρώην βασιλεύς Κωνσταντίνος. Είμαι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, τελεία και παύλα», όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στον «Σκάι» (31/5/2016).
Πού μπορεί ν’ αποδοθεί όλη αυτή η εντυπωσιακή ανακτορολαγνεία; Μάλλον όχι σε κάποια ανομολόγητα σχέδια για παλινόρθωση του βασιλικού θεσμού − όσο κι αν ο τέως εισέπραττε κάποτε διαβεβαιώσεις από διάφορες πλευρές πως εξακολουθούσαν να τον διατηρούν ως «εφεδρεία». Μισό αιώνα μετά την πολιτειακή αλλαγή του 1974, παρόμοια μεταβολή είναι πια νοητή μονάχα ύστερα από κάποια πελώρια εθνική καταστροφή. Ούτε οι όποιες κοινωνικές ή άλλες προσωπικές σχέσεις αρκούν για να υπαγορεύσουν παρόμοια έκθεση. Ευδιάκριτη είναι, αντίθετα, μια άλλη στόχευση: η ριζική αναδόμηση του κυρίαρχου αφηγήματος για τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, ώστε να υπηρετεί τις τρέχουσες ανάγκες του αστικού κόσμου και της εγχώριας Δεξιάς, με εξοβελισμό του λαϊκού ριζοσπαστισμού των δεκαετιών του 1940, του 1960 και −πάνω απ’ όλα− της επάρατης Μεταπολίτευσης.
Ακόμη ένα τέλος της Μεταπολίτευσης
Κοινός τόπος που συνδέει τους διακριτικούς απολογητές με τους φανατικούς οπαδούς του Κοκού είναι έτσι ο ισχυρισμός ότι, μετά τη συντριβή του στο δημοψήφισμα του 1974, ο έκπτωτος μονάρχης ούτε αμφισβήτησε την έκβαση αυτού του τελευταίου ούτε επιχείρησε να υπονομεύσει τη νεοσύστατη Ελληνική Δημοκρατία. Πρόκειται για χοντροκομμένο (και, σε μεγάλο βαθμό, συνειδητό) ψέμα. Στην πραγματικότητα, ο τέως πέρασε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης συνωμοτώντας με διάφορους στρατιωτικούς, απόστρατους ή εν ενεργεία, για τη «δυναμική» επαναφορά του· στις εκλογές του 1977 κατέβασε πάλι μέσω αντιπροσώπων ολόκληρο κόμμα («Εθνική Παράταξις»), που απέσπασε ένα 6,8%. Αρκετά μίζερο μεν για ανώτατο άρχοντα, εξ ου και δεν μακροημέρευσε, διόλου ευκαταφρόνητο όμως ως μερίδα της ελληνικής Δεξιάς.
Την πιο εύγλωττη διάψευση του επίμαχου ισχυρισμού την παρέχει όμως η επίμονη άρνηση του ίδιου του Κωνσταντίνου να θεωρήσει τον εαυτό του «κανονικό» πολίτη. Για δύο δεκαετίες κυκλοφορούσε με το βασιλικό διαβατήριό του και, όταν αυτό του αφαιρέθηκε, αρνήθηκε να ζητήσει αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειάς του παίρνοντας ένα οποιοδήποτε επώνυμο, όπως απαιτείται για κάθε κοινό πολίτη (και του επέβαλε ο Ν.2215/1994). Οταν πάλι το 2003 ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα ως αλλοδαπός, αντί επωνύμου στο (δανέζικο) διαβατήριό του έβαλε «De Grecia», δηλαδή (βασιλιάς) «της Ελλάδας»… Μιλώντας, τέλος, στον «Σκάι», πριν από έξι μόνο χρόνια, άφησε ρητά ανοιχτό το ζήτημα αποκατάστασης της δυναστείας, αν το «ζητήσει» ο λαός, όπως το 1935 (με… 105% των ψηφισάντων) ή το 1946 (μ’ ένα χεράκι από τις συμμορίες του «Κομιτάτου», που συγκρότησε επί τούτου τρεις μήνες νωρίτερα η κυβέρνηση Τσαλδάρη).
Μόλις παρακολουθήσαμε, μ’ άλλα λόγια, το εναρκτήριο λάκτισμα όσων μας περιμένουν στην πεντηκονταετηρίδα της Μεταπολίτευσης το 2024. Μετά τους ταγματασφαλίτες του 1943 και τον Κοκό του 1965, ας ετοιμαστούμε για την αποκατάσταση (και) του παρεξηγημένου βασιλοχουντισμού της δεκαετίας του 1970. Επιφανή τέκνα του οποίου βρίσκονται, άλλωστε, από καιρό σε θέσεις-κλειδιά του επιτελικού μας κράτους.
Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου