Η έννοια της παιδικής προστασίας έχει επανέλθει, το τελευταίο χρονικό διάστημα, με μεγάλη ένταση και έκταση, με αφορμή τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και τις συστημικές αδυναμίες που αναδεικνύονται. Για κάθε δημοσιοποιημένο περιστατικό παιδικής κακοποίησης, ακολουθεί η μετάθεση ευθυνών και το ερώτημα τι δεν λειτούργησε σωστά.
Είναι γεγονός ότι η περίοδος της πανδημίας συνέτεινε στη σημαντική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, με οδυνηρές επιπτώσεις στους ανηλίκους. Η χώρα μας υστερεί σημαντικά στην αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, αφού απουσιάζει μια συνολική και συνεκτική στρατηγική, εξαιτίας ενός θεσμικού πλαισίου που εμπλέκει όλα τα επίπεδα διοίκησης (κεντρική διοίκηση και αυτοδιοίκηση), με αποτέλεσμα συχνές επικαλύψεις και ταυτόχρονα κενά παρέμβασης. Αυτές οι δομικές αδυναμίες του συστήματος παιδικής προστασίας δημιουργούν ένα σοβαρό πρόσκομμα στην έγκαιρη αναγνώριση περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης, στην πρόληψη αλλά και την ουσιαστική και αποτελεσματική διαχείρισή τους.
Οι κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ α΄ βαθμού, που αποτελούν τις κατεξοχήν υπηρεσίες παροχής πρωτοβάθμιας και επείγουσας κοινωνικής φροντίδας, οι οποίες αναλαμβάνουν, ελλείψει εξειδικευμένων υπηρεσιών, τις περιπτώσεις παιδικής προστασίας, είναι δραματικά υποστελεχωμένες. Με αυξητική τάση, καλούνται να διαχειριστούν ζητήματα, όπως αυτά των εισαγγελικών παραγγελιών και τη διεξαγωγή κοινωνικών ερευνών, χωρίς την αναγκαία θεσμική κατοχύρωση και, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς την αναγκαία επάρκεια σε προσωπικό και εξειδίκευση.
Ταυτόχρονα, ο Ν. 2447/1996 (άρθρο 52), ο οποίος προέβλεπε την ίδρυση κοινωνικών υπηρεσιών στα Πρωτοδικεία για την υποστήριξη του δικαστικού έργου αναφορικά με τις υποθέσεις που αφορούν παιδιά (επιτροπείες, αναδοχές, επιμέλειες κοκ.) αλλά και άλλα εξειδικευμένα θέματα, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αποτέλεσμα αυτής της ανακολουθίας είναι οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων να καλούνται σήμερα, για άλλη μια φορά, να ανταποκριθούν σε μια αρμοδιότητα που δεν τους ανήκει.
Οι πολλαπλές αρμοδιότητες που σήμερα έχουν επιφορτισθεί οι κοινωνικοί λειτουργοί σε όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων δεν συμβάλλουν αφενός στην αποτελεσματική διαχείριση των θεμάτων παιδικής προστασίας, αφετέρου δεν τους επιτρέπει να λειτουργήσουν προληπτικά.
Από έρευνα που πραγματοποίησε ο Συνήγορος του Πολίτη το 2020 σε 14 μεγάλους δήμους της χώρας, ο αριθμός των επαγγελματιών που ασχολούνται με το θέμα της προστασίας ανηλίκων εμφανίζεται ιδιαίτερα χαμηλός και ανεπαρκής σε σχέση με τις υπάρχουσες ανάγκες.
Ενδεικτικά, στο πλαίσιο της έρευνας, το προσωπικό της αρμόδιας υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων απάντησε στην Ανεξάρτητη Αρχή πως «…εκτιμά ότι τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης σε βάθος χρόνου και θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν είτε αποκλειστικά από την Ομάδας Προστασίας Ανηλίκων του είτε συνδυαστικά με κάποια άλλη δομή κυμαίνονται ανάμεσα σε 70-100 ετησίως. Τα περιστατικά για τα οποία δύναται η κοινωνική υπηρεσία να συνεχίσει την παρακολούθηση, στην πραγματικότητα, δεν ξεπερνούν τα 20 ετησίως». Αυτή είναι και η αναλογία στους περισσότερους δήμους της χώρας, ενώ υπάρχουν και δήμοι στην επικράτεια που δεν διαθέτουν Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι δήμοι προβαίνουν σε διερεύνηση μόνο κατόπιν εισαγγελικής εντολής, παρά την πρόβλεψη της ΚΥΑ 49549/2011 (που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του Ν.3961/2011), στο άρθρο 4, της οποίας ορίζεται ότι «η Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων κάθε Δήμου είναι αρμόδια για την πραγματοποίηση των κοινωνικών ερευνών για θέματα κακοποίησης ανηλίκων, όταν (α) δέχεται σχετική ειδοποίηση από την εθνική γραμμή παιδικής προστασίας, (β) δέχεται καταγγελία, έστω και ανώνυμη, για κακοποίηση ανηλίκου στα όρια του Δήμου ή (γ) λαμβάνει εισαγγελική εντολή για τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας».
Επιπρόσθετα, σε αρκετές υπηρεσίες δεν χρησιμοποιούνται τα απαραίτητα πρωτόκολλα για τη διερεύνηση, τη διάγνωση και τη διαχείριση της κακοποίησης και παραμέλησης, με αποτέλεσμα την έλλειψη μιας ενιαίας και συστηματοποιημένης αντιμετώπισης των φαινομένων κακοποίησης.
Ελάχιστες είναι και οι δράσεις ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης ακόμη και επιμόρφωσης του πληθυσμού στην κοινότητα για την πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, τομέας που ανήκει αποκλειστικά στην αυτοδιοίκηση. Τα Κέντρα Κοινότητας, αν και θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν με τέτοιου είδους δράσεις, αδυνατούν να το κάνουν.
Επειδή έχει αρχίσει ήδη να καταγράφεται μια αυξητική τάση στα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας και παιδικής κακοποίησης/παραμέλησης, είναι κρίσιμο να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής αντιμετώπισης της παιδικής προστασίας, με ξεκάθαρες αρμοδιότητες, αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων και επιπέδων δημόσιας διοίκησης, με εξειδικευμένο προσωπικό, ανάπτυξη ενός πλέγματος υπηρεσιών, οι οποίες θα παρέχονται με ενιαία πρωτόκολλα και μεθοδολογία.
Συγκεκριμένα, ο αναγκαίος ανασχεδιασμός των πολιτικών που άπτονται της παιδικής προστασίας θα πρέπει να στοχεύει στα παρακάτω:
Οι κοινωνικές υπηρεσίες των ΟΤΑ α΄ βαθμού, που αποτελούν τις κατεξοχήν υπηρεσίες παροχής πρωτοβάθμιας και επείγουσας κοινωνικής φροντίδας, οι οποίες αναλαμβάνουν, ελλείψει εξειδικευμένων υπηρεσιών, τις περιπτώσεις παιδικής προστασίας, είναι δραματικά υποστελεχωμένες. Με αυξητική τάση, καλούνται να διαχειριστούν ζητήματα, όπως αυτά των εισαγγελικών παραγγελιών και τη διεξαγωγή κοινωνικών ερευνών, χωρίς την αναγκαία θεσμική κατοχύρωση και, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς την αναγκαία επάρκεια σε προσωπικό και εξειδίκευση.
Ταυτόχρονα, ο Ν. 2447/1996 (άρθρο 52), ο οποίος προέβλεπε την ίδρυση κοινωνικών υπηρεσιών στα Πρωτοδικεία για την υποστήριξη του δικαστικού έργου αναφορικά με τις υποθέσεις που αφορούν παιδιά (επιτροπείες, αναδοχές, επιμέλειες κοκ.) αλλά και άλλα εξειδικευμένα θέματα, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αποτέλεσμα αυτής της ανακολουθίας είναι οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων να καλούνται σήμερα, για άλλη μια φορά, να ανταποκριθούν σε μια αρμοδιότητα που δεν τους ανήκει.
Οι πολλαπλές αρμοδιότητες που σήμερα έχουν επιφορτισθεί οι κοινωνικοί λειτουργοί σε όλες τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων δεν συμβάλλουν αφενός στην αποτελεσματική διαχείριση των θεμάτων παιδικής προστασίας, αφετέρου δεν τους επιτρέπει να λειτουργήσουν προληπτικά.
Από έρευνα που πραγματοποίησε ο Συνήγορος του Πολίτη το 2020 σε 14 μεγάλους δήμους της χώρας, ο αριθμός των επαγγελματιών που ασχολούνται με το θέμα της προστασίας ανηλίκων εμφανίζεται ιδιαίτερα χαμηλός και ανεπαρκής σε σχέση με τις υπάρχουσες ανάγκες.
Ενδεικτικά, στο πλαίσιο της έρευνας, το προσωπικό της αρμόδιας υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων απάντησε στην Ανεξάρτητη Αρχή πως «…εκτιμά ότι τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης σε βάθος χρόνου και θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν είτε αποκλειστικά από την Ομάδας Προστασίας Ανηλίκων του είτε συνδυαστικά με κάποια άλλη δομή κυμαίνονται ανάμεσα σε 70-100 ετησίως. Τα περιστατικά για τα οποία δύναται η κοινωνική υπηρεσία να συνεχίσει την παρακολούθηση, στην πραγματικότητα, δεν ξεπερνούν τα 20 ετησίως». Αυτή είναι και η αναλογία στους περισσότερους δήμους της χώρας, ενώ υπάρχουν και δήμοι στην επικράτεια που δεν διαθέτουν Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι δήμοι προβαίνουν σε διερεύνηση μόνο κατόπιν εισαγγελικής εντολής, παρά την πρόβλεψη της ΚΥΑ 49549/2011 (που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του Ν.3961/2011), στο άρθρο 4, της οποίας ορίζεται ότι «η Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων κάθε Δήμου είναι αρμόδια για την πραγματοποίηση των κοινωνικών ερευνών για θέματα κακοποίησης ανηλίκων, όταν (α) δέχεται σχετική ειδοποίηση από την εθνική γραμμή παιδικής προστασίας, (β) δέχεται καταγγελία, έστω και ανώνυμη, για κακοποίηση ανηλίκου στα όρια του Δήμου ή (γ) λαμβάνει εισαγγελική εντολή για τη διεξαγωγή σχετικής έρευνας».
Επιπρόσθετα, σε αρκετές υπηρεσίες δεν χρησιμοποιούνται τα απαραίτητα πρωτόκολλα για τη διερεύνηση, τη διάγνωση και τη διαχείριση της κακοποίησης και παραμέλησης, με αποτέλεσμα την έλλειψη μιας ενιαίας και συστηματοποιημένης αντιμετώπισης των φαινομένων κακοποίησης.
Ελάχιστες είναι και οι δράσεις ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης ακόμη και επιμόρφωσης του πληθυσμού στην κοινότητα για την πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, τομέας που ανήκει αποκλειστικά στην αυτοδιοίκηση. Τα Κέντρα Κοινότητας, αν και θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν με τέτοιου είδους δράσεις, αδυνατούν να το κάνουν.
Επειδή έχει αρχίσει ήδη να καταγράφεται μια αυξητική τάση στα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας και παιδικής κακοποίησης/παραμέλησης, είναι κρίσιμο να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής αντιμετώπισης της παιδικής προστασίας, με ξεκάθαρες αρμοδιότητες, αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων και επιπέδων δημόσιας διοίκησης, με εξειδικευμένο προσωπικό, ανάπτυξη ενός πλέγματος υπηρεσιών, οι οποίες θα παρέχονται με ενιαία πρωτόκολλα και μεθοδολογία.
Συγκεκριμένα, ο αναγκαίος ανασχεδιασμός των πολιτικών που άπτονται της παιδικής προστασίας θα πρέπει να στοχεύει στα παρακάτω:
- Αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου της διαχείρισης θεμάτων παιδικής προστασίας, σε σχέση με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με σαφή μέτρα πολιτικής για τη στήριξη παιδιού και οικογένειας και σαφή νομοθετική αποτύπωση και εξειδίκευση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους.
- Ενίσχυση της διεπιστημονικότητας στη διαχείριση των περιστατικών παιδικής προστασίας με την πρόσληψη κοινωνικών λειτουργών και λοιπού επιστημονικού προσωπικού στους δήμους για την άσκηση αρμοδιοτήτων και την ανάπτυξη προγραμμάτων στήριξης της οικογένειας και της προστασίας του παιδιού.
- Επαρκή στελέχωση και δικτύωση μεταξύ κοινωνικών υπηρεσιών και δημοσίων αρχών (όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες των πρωτοδικείων) που χειρίζονται θέματα παιδικής προστασίας.
- Κατάρτιση ενός πρότυπου σχεδίου για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κακοποίησης/παραμέλησης, σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες ανάγκες σε τοπικό επίπεδο, στο οποίο θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιληφθούν και δράσεις πρόληψης στην κοινότητα για την περαιτέρω ευαισθητοποίηση του γενικού πληθυσμού.
Ειρήνη Κουνενάκη - Κοινωνιολόγος (BA, MSc), δημοτική σύμβουλος Παλλήνης, μέλος Επιτροπής Κοινωνικής Πολιτικής ΚΕΔΕ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου