Η κυβέρνηση έχει επιδοθεί τελευταία σε μια επικοινωνιακή εκστρατεία ισχυριζόμενη ότι η Ελλάδα επί των ημερών της έχει σημειώσει εντυπωσιακά επιτεύγματα και αναδειχθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε χώρα πρωτοπόρα στον τομέα ιδιαίτερα της οικονομικής ανάπτυξης. Ως πρόσφατες δε επιτυχίες της προβάλλει την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των εξαγωγών, των τουριστικών εισπράξεων και πρωτίστως τον αναμενόμενο θετικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (5,5%) το τρέχον έτος.
Η αύξηση όμως του ΑΕΠ οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους και συγκεκριμένα στην ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, που εκδηλώθηκε αυθόρμητα μετά την άρση των καταπιεστικών περιορισμών της πανδημίας και κατευθύνθηκε κυρίως στην αναψυχή (εστίαση, τουρισμός). Ο προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,3%) και του ΑΕΠ σε (1-2%), προβλέψεις δηλαδή υπεραισιόδοξες εν όψει της συνεχιζόμενης ακρίβειας και της μειωμένης αντίστοιχα αγοραστικής δύναμης μισθωτών και συνταξιούχων. Η αύξηση των εξαγωγών υπερκαλύφθηκε από την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος εξωτερικών πληρωμών. Βάσει στοιχείων της ΤτΕ, το 8μηνο Ιαν.-Αύγ. το έλλειμμα εκτοξεύτηκε στα 18 δισ. ή 9,0% του πραγματικού ΑΕΠ.
Αν τώρα συνυπολογιστούν α) η μείωση των κρατικών δαπανών κατά 3 δισ. το 2023 β) οι ανεπαρκείς επιδοματικές ενισχύσεις και η προβλεπόμενη γλίσχρα αύξηση μισθών και συντάξεων γ) η άνοδος του δημόσιου χρέους στα 357 δισ. ευρώ και η απειλητική για την κοινωνική συνοχή («κόκκινα» δάνεια, πλειστηριασμοί) διόγκωση (258 δισ. ευρώ) του ιδιωτικού χρέους δ) το ποσοστό ανεργίας και η συνεχιζόμενη φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό ε) οι επιπτώσεις της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης στις οικονομίες των χωρών της Ε.Ε. και τέλος στ) οι οικονομικές συνέπειες της τουρκικής επιθετικότητας, τότε είναι αμφίβολο αν κάποιος καλοπροαίρετος παρατηρητής μπορεί να συμμεριστεί τις αισιόδοξες κυβερνητικές διακηρύξεις και προβλέψεις για τη μελλοντική οικονομική και κοινωνική πορεία της χώρας. Το καίριο πάντως ερώτημα που αιωρείται συνεχώς αλλά παραμένει ακόμη ουσιαστικά αναπάντητο είναι πώς εξηγείται το γεγονός ότι, παρά την παρέλευση 12 ετών από την έναρξη της πρόσφατης κρίσης και 4 έτη από την εκπνοή των μνημονίων, κατ' εξαίρεση στην Ελλάδα αντί να βελτιωθούν έχουν χειροτερέψει όλοι σχεδόν οι οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες της χώρας [ΑΕΠ, ανεργία (ιδιαίτερα των νέων), δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, ανισοκατανομή του εισοδήματος, ποσοστό φτωχοποίησης, ακόμη και μείωση του πληθυσμού (2011-2021) κατά 384 χιλ.].
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής οικονομίας είναι η -με ασήμαντες εξαιρέσεις- αδυναμία της να παράγει σύγχρονα εργαλεία, μηχανήματα και μεταφορικά μέσα, προϊόντα δηλαδή που είναι κύριοι φορείς της τεχνικής προόδου και αποτελούν όρο, εκ των ων ουκ άνευ, για κάθε σύγχρονη παραγωγική διαδικασία. Η αδυναμία αυτή έχει οδηγήσει τελικά α) στην κλαδική και τομεακή αποδιάρθρωση, στην ευκαιριακή συγκρότηση και την τεχνική υπανάπτυξη του εθνικού παραγωγικού συστήματος β) στη λόγω δομικών και λειτουργικών αδυναμιών του αγροτικού και ιδιαίτερα του βιομηχανικού τομέα περιορισμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και στην εξ αυτού του λόγου σταθεροποίηση πλέον του καταλυτικού για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας ελλείμματος των εξωτερικών πληρωμών γ) στη δυσκολία εξασφάλισης παραγωγικής απασχόλησης στο διαθέσιμο εργατικό δυναμικό και στην αναγκαστική στροφή του στον υπερτροφικό τριτογενή τομέα ή στην εξωτερική μετανάστευση. Η μεταπολεμική ανάπτυξη του εθνικά αναποτελεσματικού αυτού συστήματος παραγωγής ομού με τους θεσμούς που το στηρίζουν εξασφαλιζόταν αρχικά από την αμερικανική οικονομική βοήθεια (Σχέδιο Μάρσαλ), τα εμβάσματα των Ελλήνων εργατών και ναυτικών, τους συναλλαγματικούς ελέγχους και τις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής. Μετά δε την πλήρη ένταξη στην Ε.Ε., από τις χρηματικές μεταβιβάσεις των ευρωπαϊκών ταμείων και την προσφιλή αλλά μακροπρόθεσμα αδιέξοδη προσφυγή στον δανεισμό.
Δεδομένου ότι η αναπαραγωγή της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται απόλυτα από τις εισαγωγές επενδυτικών προϊόντων, πρώτων και ενδιάμεσων υλών καθώς και πολλών καταναλωτικών αγαθών, κάθε μεγέθυνση της εθνικής παραγωγής μέσω αύξησης της κατανάλωσης, των επενδύσεων ή των εξαγωγών, προϋποθέτει αυτόματα δυσανάλογη αύξηση των αντίστοιχων εισαγωγών. Είναι στατιστικά αποδεδειγμένο ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε μετά την πλήρη ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. Η μεταβίβαση χρηματικών πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία και η αυξανόμενη προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό αποτελούν, προς το παρόν, τη μόνη λύση για την κάλυψη του ελλείμματος και τη συνέχιση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Η προσπάθεια όμως διαιώνισης της εύκολης αυτής λύσης οδηγεί αναπόφευκτα στην ουσιαστική απώλεια της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας. Είναι, ως εκ τούτου, ζωτικής εθνικής ανάγκης η ανάληψη κρατικής πρωτοβουλίας με απώτερο σκοπό τη -λόγω των συμβατικών δεσμεύσεων απέναντι στην Ε.Ε.- μεθόδευση της σταδιακής ανασυγκρότησης του παραγωγικού συστήματος και συνακόλουθα την αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη.
Η προσπάθεια, κατά συνέπεια, της κυβέρνησης να δημιουργήσει κλίμα τεχνητής ευφορίας προβάλλοντας επιλεκτικά την οικονομική πραγματικότητα υποβαθμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της παραγωγικής ανασυγκρότησης και εμποδίζει συγχρόνως τη διαμόρφωση ορθής πολιτικής κρίσης των πολιτών.
Δημήτρης Α. Σακκάς - ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Πατρών
Πηγή: efsyn.gr
Αν τώρα συνυπολογιστούν α) η μείωση των κρατικών δαπανών κατά 3 δισ. το 2023 β) οι ανεπαρκείς επιδοματικές ενισχύσεις και η προβλεπόμενη γλίσχρα αύξηση μισθών και συντάξεων γ) η άνοδος του δημόσιου χρέους στα 357 δισ. ευρώ και η απειλητική για την κοινωνική συνοχή («κόκκινα» δάνεια, πλειστηριασμοί) διόγκωση (258 δισ. ευρώ) του ιδιωτικού χρέους δ) το ποσοστό ανεργίας και η συνεχιζόμενη φυγή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό ε) οι επιπτώσεις της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης στις οικονομίες των χωρών της Ε.Ε. και τέλος στ) οι οικονομικές συνέπειες της τουρκικής επιθετικότητας, τότε είναι αμφίβολο αν κάποιος καλοπροαίρετος παρατηρητής μπορεί να συμμεριστεί τις αισιόδοξες κυβερνητικές διακηρύξεις και προβλέψεις για τη μελλοντική οικονομική και κοινωνική πορεία της χώρας. Το καίριο πάντως ερώτημα που αιωρείται συνεχώς αλλά παραμένει ακόμη ουσιαστικά αναπάντητο είναι πώς εξηγείται το γεγονός ότι, παρά την παρέλευση 12 ετών από την έναρξη της πρόσφατης κρίσης και 4 έτη από την εκπνοή των μνημονίων, κατ' εξαίρεση στην Ελλάδα αντί να βελτιωθούν έχουν χειροτερέψει όλοι σχεδόν οι οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες της χώρας [ΑΕΠ, ανεργία (ιδιαίτερα των νέων), δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, ανισοκατανομή του εισοδήματος, ποσοστό φτωχοποίησης, ακόμη και μείωση του πληθυσμού (2011-2021) κατά 384 χιλ.].
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής οικονομίας είναι η -με ασήμαντες εξαιρέσεις- αδυναμία της να παράγει σύγχρονα εργαλεία, μηχανήματα και μεταφορικά μέσα, προϊόντα δηλαδή που είναι κύριοι φορείς της τεχνικής προόδου και αποτελούν όρο, εκ των ων ουκ άνευ, για κάθε σύγχρονη παραγωγική διαδικασία. Η αδυναμία αυτή έχει οδηγήσει τελικά α) στην κλαδική και τομεακή αποδιάρθρωση, στην ευκαιριακή συγκρότηση και την τεχνική υπανάπτυξη του εθνικού παραγωγικού συστήματος β) στη λόγω δομικών και λειτουργικών αδυναμιών του αγροτικού και ιδιαίτερα του βιομηχανικού τομέα περιορισμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και στην εξ αυτού του λόγου σταθεροποίηση πλέον του καταλυτικού για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας ελλείμματος των εξωτερικών πληρωμών γ) στη δυσκολία εξασφάλισης παραγωγικής απασχόλησης στο διαθέσιμο εργατικό δυναμικό και στην αναγκαστική στροφή του στον υπερτροφικό τριτογενή τομέα ή στην εξωτερική μετανάστευση. Η μεταπολεμική ανάπτυξη του εθνικά αναποτελεσματικού αυτού συστήματος παραγωγής ομού με τους θεσμούς που το στηρίζουν εξασφαλιζόταν αρχικά από την αμερικανική οικονομική βοήθεια (Σχέδιο Μάρσαλ), τα εμβάσματα των Ελλήνων εργατών και ναυτικών, τους συναλλαγματικούς ελέγχους και τις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής. Μετά δε την πλήρη ένταξη στην Ε.Ε., από τις χρηματικές μεταβιβάσεις των ευρωπαϊκών ταμείων και την προσφιλή αλλά μακροπρόθεσμα αδιέξοδη προσφυγή στον δανεισμό.
Δεδομένου ότι η αναπαραγωγή της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται απόλυτα από τις εισαγωγές επενδυτικών προϊόντων, πρώτων και ενδιάμεσων υλών καθώς και πολλών καταναλωτικών αγαθών, κάθε μεγέθυνση της εθνικής παραγωγής μέσω αύξησης της κατανάλωσης, των επενδύσεων ή των εξαγωγών, προϋποθέτει αυτόματα δυσανάλογη αύξηση των αντίστοιχων εισαγωγών. Είναι στατιστικά αποδεδειγμένο ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε μετά την πλήρη ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. Η μεταβίβαση χρηματικών πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία και η αυξανόμενη προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό αποτελούν, προς το παρόν, τη μόνη λύση για την κάλυψη του ελλείμματος και τη συνέχιση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Η προσπάθεια όμως διαιώνισης της εύκολης αυτής λύσης οδηγεί αναπόφευκτα στην ουσιαστική απώλεια της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας. Είναι, ως εκ τούτου, ζωτικής εθνικής ανάγκης η ανάληψη κρατικής πρωτοβουλίας με απώτερο σκοπό τη -λόγω των συμβατικών δεσμεύσεων απέναντι στην Ε.Ε.- μεθόδευση της σταδιακής ανασυγκρότησης του παραγωγικού συστήματος και συνακόλουθα την αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη.
Η προσπάθεια, κατά συνέπεια, της κυβέρνησης να δημιουργήσει κλίμα τεχνητής ευφορίας προβάλλοντας επιλεκτικά την οικονομική πραγματικότητα υποβαθμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της παραγωγικής ανασυγκρότησης και εμποδίζει συγχρόνως τη διαμόρφωση ορθής πολιτικής κρίσης των πολιτών.
Δημήτρης Α. Σακκάς - ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Πατρών
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου