«Ξέφυγα από τους καρχαρίες/ και γλίτωσα από τις τίγρεις./ Μ’ έφαγαν όμως οι κοριοί», λέει ο Μπρεχτ σε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του. Κι ένας άλλος ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης λέει: «κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας κάνει αύριο πανιά».
Η δύναμη, η αντοχή και το μεγαλείο της ποίησης έγκειται, μεταξύ άλλων, στο ότι μας επιτρέπει κάθε φορά να δίνουμε το δικό μας νόημα σε αυτό που «ήθελε να πει ο ποιητής». Έτσι λοιπόν ζούμε στην εποχή των περίτεχνων κοριών, που δεν μας ρουφούν το αίμα αλλά μας παρακολουθούν είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία μας. Οι ψηφιακοί κοριοί δεν κλέβουν απλώς τα μυστικά και τις καθημερινές μας συνήθειες, κλέβουν και ρουφούν την ψυχή της δημοκρατίας, όσης τέλος πάντων έχει απομείνει. Και η ψυχή πολλών δεν «κάνει αύριο πανιά», έχει ήδη αποπλεύσει ή έχει μείνει στάσιμη, βαλτωμένη, μαραγκιασμένη.
Τα «λιγοστά μας λόγια»; Όχι ακριβώς. Αυτό που συχνά κυριαρχεί είναι η αυτάρεσκη, αμήχανη και πληθωρική φλυαρία μας. Μια φλυαρία που κρύβει τη μεγάλη εικόνα. Όχι μόνο την «τέχνη μας» (την όποια τέχνη μας) όπως έλεγε ο Σεφέρης, αλλά και την ίδια την ύπαρξή μας «τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της». Μόνο που σήμερα οι κάθε λογής κοριοί κατατρώγουν, αναθεωρούν, συκοφαντούν το ίδιο το πρόσωπο της Ιστορίας επιχειρώντας να την ξαναγράψουν με τρόπο που να εξυπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντά τους.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έχει ανάγκη ούτε από μαλάματα ούτε από στεφάνια. Λίγα λουλούδια πάνω στα τσαλακωμένα κάγκελα της πύλης αρκούν, όπως αρκούν τα τραγούδια, τα συνθήματα της μεγάλης ή μικρής πορείας, αρκούν τα βήματα των χιλιάδων ανωνύμων. Όμως μαζί με αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καρχαρίες και οι τίγρεις βρίσκονται πολύ κοντά μας, σε απόσταση αναπνοής. Ό,τι στα χρόνια της δικτατορίας πετύχαινε η ωμή βία, σήμερα η επιχειρηματική και πολιτική εξουσία επιχειρεί να το πετύχει (και σε ένα βαθμό το πετυχαίνει) με την εργασιακή βία, με τον αληθινό και τον κοινωνικό πόλεμο, με την τρομοκρατία της επιβίωσης. Από το κλασικό «καμία δουλειά δεν είναι ντροπή» φτάσαμε στο άγραφο δόγμα «κανένας εξευτελισμός δεν είναι ντροπή προκειμένου να έχουμε δουλειά, έστω και προσωρινή».
Ένα μικρό, διαφωτιστικό πιστεύω, περιστατικό. Παραμονή της απεργίας της 9ης Νοεμβρίου, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, μια συμβασιούχος σχολική καθαρίστρια, μεσόκοπη, κακοπληρωμένη και ταλαιπωρημένη, πλησιάζει μια νεαρή κομμουνίστρια δασκάλα, γνωστή για τη συνδικαλιστική δράση της. Με σιγανή φωνή κι ενώ δεν είναι κανένας άλλος μπροστά, της λέει: «Αύριο στη συγκέντρωση» –την απεργιακή συγκέντρωση στην οποία καλούσε το τοπικό Εργατικό Κέντρο– «δεν θα σε χαιρετήσω, δεν θα σου μιλήσω. Καταλαβαίνεις, μη με παρεξηγήσεις». Δηλαδή, όπως στα ζόρικα μετεμφυλιακά χρόνια πολλοί δεν κοίταζαν στα μάτια τους κομμουνιστές, κι ας ήταν παλιοί τους φίλοι, έτσι και τώρα μια εργαζόμενη του αέρα (των λίγων μηνών) δεν τολμά ούτε να μιλήσει δημόσια ούτε καν να χαμογελάσει σε μια γυναίκα «αλλιώτικη» την οποία κατά τα άλλα ίσως θαυμάζει κι εκτιμά. (Ίσως όμως και να σκέφτεται «τι ανάγκη έχεις εσύ, δημόσιος υπάλληλος είσαι».) Κάτι ανάλογο συνέβαινε στα χρόνια της δικτατορίας, όταν ο κομμουνιστής, με τα μέτρα φιλελευθεροποίησης του ’73, που επέστρεφε από την εξορία έκανε βόλτα στην κεντρική πλατεία της μικρής πόλης και οι παλιοί του φίλοι άλλαζαν πεζοδρόμιο, να μη διασταυρωθούν με ένα επικίνδυνο άτομο, να μη χαρακτηριστούν.
Πόσο υπερτιμούμε την εκτόνωση, την πληθωρική έκφραση της γνώμης μας στα social media, και ταυτόχρονα αγνοούμε, υποτιμούμε, προσπερνάμε τις εκφράσεις του φόβου και της υποταγής στην καθημερινή ζωή, στην πραγματική κοινωνία. Μέσα σ’ αυτό το ύπουλα τοξικό περιβάλλον, οι κοριοί ευδοκιμούν, όπως ευδοκιμούν και τα μαλάματα με τα οποία κάποιοι στολίζουν, εξωραϊζουν τον εαυτό τους.
Οι τίγρεις είναι εδώ και η παγκόσμια εργατική τάξη, οι φτωχοί όλου του κόσμου γίνονται το θήραμά τους. Στο σκληρό πεδίο της εργασίας και του αγώνα για μια «δίκαιη ειρήνη» θα γεννηθούν, αν γεννηθούν, τα νέα Πολυτεχνεία. Μορφή της ταξικής πάλης με τις τίγρεις του πολέμου και της εκμετάλλευσης είναι κι αυτό το χαμηλόφωνο «αύριο δεν θα σε χαιρετήσω», Μόνο που εδώ ο αδύναμος είναι ριγμένος στο κανναβάτσο, χωρίς όμως να αποκλείεται κάποια στιγμή να σηκωθεί… με τη διαφορά ότι δεν θα σηκωθεί μόνος του, θα ξέρει ότι «ένας/μία δεν είμαι, μα χιλιάδες».
Μαριάννα Τζιαντζή - Συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr
Τα «λιγοστά μας λόγια»; Όχι ακριβώς. Αυτό που συχνά κυριαρχεί είναι η αυτάρεσκη, αμήχανη και πληθωρική φλυαρία μας. Μια φλυαρία που κρύβει τη μεγάλη εικόνα. Όχι μόνο την «τέχνη μας» (την όποια τέχνη μας) όπως έλεγε ο Σεφέρης, αλλά και την ίδια την ύπαρξή μας «τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της». Μόνο που σήμερα οι κάθε λογής κοριοί κατατρώγουν, αναθεωρούν, συκοφαντούν το ίδιο το πρόσωπο της Ιστορίας επιχειρώντας να την ξαναγράψουν με τρόπο που να εξυπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντά τους.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έχει ανάγκη ούτε από μαλάματα ούτε από στεφάνια. Λίγα λουλούδια πάνω στα τσαλακωμένα κάγκελα της πύλης αρκούν, όπως αρκούν τα τραγούδια, τα συνθήματα της μεγάλης ή μικρής πορείας, αρκούν τα βήματα των χιλιάδων ανωνύμων. Όμως μαζί με αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καρχαρίες και οι τίγρεις βρίσκονται πολύ κοντά μας, σε απόσταση αναπνοής. Ό,τι στα χρόνια της δικτατορίας πετύχαινε η ωμή βία, σήμερα η επιχειρηματική και πολιτική εξουσία επιχειρεί να το πετύχει (και σε ένα βαθμό το πετυχαίνει) με την εργασιακή βία, με τον αληθινό και τον κοινωνικό πόλεμο, με την τρομοκρατία της επιβίωσης. Από το κλασικό «καμία δουλειά δεν είναι ντροπή» φτάσαμε στο άγραφο δόγμα «κανένας εξευτελισμός δεν είναι ντροπή προκειμένου να έχουμε δουλειά, έστω και προσωρινή».
Ένα μικρό, διαφωτιστικό πιστεύω, περιστατικό. Παραμονή της απεργίας της 9ης Νοεμβρίου, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, μια συμβασιούχος σχολική καθαρίστρια, μεσόκοπη, κακοπληρωμένη και ταλαιπωρημένη, πλησιάζει μια νεαρή κομμουνίστρια δασκάλα, γνωστή για τη συνδικαλιστική δράση της. Με σιγανή φωνή κι ενώ δεν είναι κανένας άλλος μπροστά, της λέει: «Αύριο στη συγκέντρωση» –την απεργιακή συγκέντρωση στην οποία καλούσε το τοπικό Εργατικό Κέντρο– «δεν θα σε χαιρετήσω, δεν θα σου μιλήσω. Καταλαβαίνεις, μη με παρεξηγήσεις». Δηλαδή, όπως στα ζόρικα μετεμφυλιακά χρόνια πολλοί δεν κοίταζαν στα μάτια τους κομμουνιστές, κι ας ήταν παλιοί τους φίλοι, έτσι και τώρα μια εργαζόμενη του αέρα (των λίγων μηνών) δεν τολμά ούτε να μιλήσει δημόσια ούτε καν να χαμογελάσει σε μια γυναίκα «αλλιώτικη» την οποία κατά τα άλλα ίσως θαυμάζει κι εκτιμά. (Ίσως όμως και να σκέφτεται «τι ανάγκη έχεις εσύ, δημόσιος υπάλληλος είσαι».) Κάτι ανάλογο συνέβαινε στα χρόνια της δικτατορίας, όταν ο κομμουνιστής, με τα μέτρα φιλελευθεροποίησης του ’73, που επέστρεφε από την εξορία έκανε βόλτα στην κεντρική πλατεία της μικρής πόλης και οι παλιοί του φίλοι άλλαζαν πεζοδρόμιο, να μη διασταυρωθούν με ένα επικίνδυνο άτομο, να μη χαρακτηριστούν.
Πόσο υπερτιμούμε την εκτόνωση, την πληθωρική έκφραση της γνώμης μας στα social media, και ταυτόχρονα αγνοούμε, υποτιμούμε, προσπερνάμε τις εκφράσεις του φόβου και της υποταγής στην καθημερινή ζωή, στην πραγματική κοινωνία. Μέσα σ’ αυτό το ύπουλα τοξικό περιβάλλον, οι κοριοί ευδοκιμούν, όπως ευδοκιμούν και τα μαλάματα με τα οποία κάποιοι στολίζουν, εξωραϊζουν τον εαυτό τους.
Οι τίγρεις είναι εδώ και η παγκόσμια εργατική τάξη, οι φτωχοί όλου του κόσμου γίνονται το θήραμά τους. Στο σκληρό πεδίο της εργασίας και του αγώνα για μια «δίκαιη ειρήνη» θα γεννηθούν, αν γεννηθούν, τα νέα Πολυτεχνεία. Μορφή της ταξικής πάλης με τις τίγρεις του πολέμου και της εκμετάλλευσης είναι κι αυτό το χαμηλόφωνο «αύριο δεν θα σε χαιρετήσω», Μόνο που εδώ ο αδύναμος είναι ριγμένος στο κανναβάτσο, χωρίς όμως να αποκλείεται κάποια στιγμή να σηκωθεί… με τη διαφορά ότι δεν θα σηκωθεί μόνος του, θα ξέρει ότι «ένας/μία δεν είμαι, μα χιλιάδες».
Μαριάννα Τζιαντζή - Συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου