Πιάσανε τα πρώτα κρύα, οι πρώτες δυνατές βροχές, και μαζευόμαστε στα ενδότερα του κόσμου μας. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Δε βοηθάει κι η αλλαγή της ώρας. Με το ζόρι να ’ρθει το σκοτάδι νωρίτερα. Η αρχή της χειμερίας νάρκης μας έχει μια δόση μελαγχολίας και πολλές δόσεις πραγματικότητας. Πόσα να αντέξουμε; Από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς: παιδόφιλοι της διπλανής πόρτας, ακρίβεια και, βέβαια, το καταγέλαστο καλάθι της νοικοκυράς.
Αναρωτιέμαι αν πράγματι οι θιασώτες της περίφημης τελευταίας κυβερνητικής εξαγγελίας και καμπάνιας έχουν μπει ποτέ στον ρόλο της νοικοκυράς. Αν φροντίζουν οι ίδιοι να γεμίσουν ένα καλάθι, οποιοδήποτε καλάθι, με τα βασικά που χρειάζεται μια οικογένεια ή ένας άνθρωπος για να ζήσει, να βγάλει τη βδομάδα ή και τον μήνα. Ή αν έχουν σκεφτεί πραγματικά εκείνη τη νοικοκυρά που αναγκάζεται να διαλέξει ανάμεσα σε ένα απορρυπαντικό και σε μια σοκολάτα για το παιδί της. Διότι εάν δεν έχουν μπει, δεν ξέρουν τι θα πει νοικοκυρά για να αποφασίζουν για εκείνη. Ας διαβάσουν αυτό το ποίημα της Σέξτον: «Μερικές γυναίκες παντρεύονται σπίτια. Είν’ ένα άλλο είδος δέρματος· έχει καρδιά. Στόμα, συκώτι και συσπάσεις εντέρων». Δεν ξέρω εάν ποτέ κάποια πολιτική ηγεσία έχει σεβαστεί πραγματικά τις γυναίκες που αγωνίζονται να κρατήσουν ένα σπίτι. Νομίζω πως όχι.
Χθες, στο σουπερμάρκετ, μια άγνωστή μου κυρία, με ένα παιδί σκαρφαλωμένο στον ώμο της, «περιπλανιόταν» στους διαδρόμους αναζητώντας τις ταμπελίτσες του υπουργείου. Δεν κρατούσε καλάθι. Σταματούσε σε κάποια ράφια και μονολογούσε: «Δεν μπορεί, δεν μπορεί, μας κοροϊδεύουν». Τη ρώτησα τι εννοεί. Μου είπε μέσες άκρες πως οι τιμές διόλου δε διαφέρουν από τις συνηθισμένες προσφορές των σουπερμάρκετ κι αν υπάρχει κάποια έκπτωση, αυτή είναι μόνο λίγα λεπτά του ευρώ. Στα χέρια της δεν κρατούσε καλάθι. «Να με πιστέψετε», μου λέει, «εγώ κάθε μέρα ψωνίζω για το σπίτι μου, δε δουλεύω για να φροντίζω τα παιδιά και το νοικοκυριό». Αρπαξε απογοητευμένη ένα ρύζι από το ράφι και έφυγε. Τη σκέφτομαι να γυρίζει σπίτι, να ξεγαντζώνει το παιδί απ’ το χέρι της και να μαγειρεύει το ρύζι της. Μα πιο πολύ σκέφτομαι εκείνο το «δε δουλεύω» που μου είπε και που έμοιαζε σαν να απολογούνταν σε μια άγνωστη, σαν να ντρεπόταν γιατί ήταν μόνο μάνα και νοικοκυρά. Θυμήθηκα γυναίκες των περασμένων γενιών, με πόσο καμάρι μιλούσαν για τη λάτρα του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών. Πότε ακριβώς απαξιώσαμε ως κοινωνία τη σημαντικότερη από όλες τις δουλειές; Και πότε θα δώσουμε σε αυτές τις γυναίκες ένα καλάθι τόσο γεμάτο ώστε να δείξουμε πόσο τις σεβόμαστε;
Κυριακή Μπεϊόγλου
Πηγή: efsyn.gr
Χθες, στο σουπερμάρκετ, μια άγνωστή μου κυρία, με ένα παιδί σκαρφαλωμένο στον ώμο της, «περιπλανιόταν» στους διαδρόμους αναζητώντας τις ταμπελίτσες του υπουργείου. Δεν κρατούσε καλάθι. Σταματούσε σε κάποια ράφια και μονολογούσε: «Δεν μπορεί, δεν μπορεί, μας κοροϊδεύουν». Τη ρώτησα τι εννοεί. Μου είπε μέσες άκρες πως οι τιμές διόλου δε διαφέρουν από τις συνηθισμένες προσφορές των σουπερμάρκετ κι αν υπάρχει κάποια έκπτωση, αυτή είναι μόνο λίγα λεπτά του ευρώ. Στα χέρια της δεν κρατούσε καλάθι. «Να με πιστέψετε», μου λέει, «εγώ κάθε μέρα ψωνίζω για το σπίτι μου, δε δουλεύω για να φροντίζω τα παιδιά και το νοικοκυριό». Αρπαξε απογοητευμένη ένα ρύζι από το ράφι και έφυγε. Τη σκέφτομαι να γυρίζει σπίτι, να ξεγαντζώνει το παιδί απ’ το χέρι της και να μαγειρεύει το ρύζι της. Μα πιο πολύ σκέφτομαι εκείνο το «δε δουλεύω» που μου είπε και που έμοιαζε σαν να απολογούνταν σε μια άγνωστη, σαν να ντρεπόταν γιατί ήταν μόνο μάνα και νοικοκυρά. Θυμήθηκα γυναίκες των περασμένων γενιών, με πόσο καμάρι μιλούσαν για τη λάτρα του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών. Πότε ακριβώς απαξιώσαμε ως κοινωνία τη σημαντικότερη από όλες τις δουλειές; Και πότε θα δώσουμε σε αυτές τις γυναίκες ένα καλάθι τόσο γεμάτο ώστε να δείξουμε πόσο τις σεβόμαστε;
Κυριακή Μπεϊόγλου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου