Ο καλύτερος τρόπος να διδάξεις ιστορία είναι οι προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που η ζωή τους διαδραματίστηκε μέσα στο πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων. Την ιστορία του «ελληνικού ματωμένου γάμου», που έλαβε χώρα στο Κομμένο Άρτας, μας την έκανε γνωστή η πολυτάλαντη Βούλα Αργυράκη, η οποία προσάρμοσε το κείμενο του πρώτου βιβλίου του Δημήτρη Βλαχοπάνου, ώστε να μπορεί να το παρουσιάσει μέσα από ένα μονόλογο, όπου η ίδια, στη θέση πλέον της ηθοποιού, ανέλαβε διαδοχικά το ρόλο της αφηγήτριας, του πατέρα, της νύφης, του μικρού αδερφού της Αλέξανδρου και κατάφερε να παρασύρει το κοινό στο αιματηρό σκηνικό της δολοφονίας των κατοίκων του Κομμένου Άρτας, αμέσως μόλις τελείωσε το γλέντι του γάμου της Αλεξάνδρας.
Μερικές μέρες πριν, Παρασκευή 21-10-22, πραγματοποιήθηκε στο café Prestige η παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Βλαχοπάνου «γάμος στις φλόγες». Η Πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Βιβλίου Ν. Πέλλας Μαρία Ξανθοπούλου ανέλαβε τον χαιρετισμό και το συντονισμό της εκδήλωσης. Μουσικά έντυσαν την εκδήλωση η Μαρία Ξανθοπούλου και η Δέσποινα Κανελλιάδου.
Στο κλίμα των γεγονότων μας εισήγαγε απόσπασμα από μια σύνθεση ντοκουμέντων που προβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, και στην εκπομπή «Αληθινά Σενάρια», του εκ Γιαννιτσών δημοσιογράφου Νίκου Ασλανίδη. Αμέσως μετά, η Βούλα Αργυράκη ενίσχυσε τη φόρτιση των γεγονότων διαβάζοντας αποσπάσματα με την ιδιαίτερη θεατρική της απόδοση.
Για το βιβλίο πήρε πρώτη το λόγο η εκπαιδευτικός Κάκια Παυλίδου. Βιβλία όπως ο «γάμος στις φλόγες» του Δημήτρη Βλαχοπάνου, σημείωσε, έρχονται να συμπληρώσουν την ιστορική βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας με μία γλώσσα απλή και περιεκτική οδηγεί τον αναγνώστη σε σκηνικά καθημερινότητας στην επαρχία της κατοχής. Από την αρχή της αφήγησης δημιουργείται η αντίθεση ανάμεσα στο γκρίζο τοπίο της κατοχής και στην πολυχρωμία των συναισθημάτων που συνοδεύουν έναν γάμο. Φυσικά, οι αποχρώσεις της χαράς νοθεύονται σε μεγάλο βαθμό από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Με αφορμή το κυρίαρχο γεγονός του γάμου της Αλεξάνδρας με τον Θεοχάρη, η αφήγηση ξετυλίγεται και περιγράφει την αλληλεπίδραση των ανταρτών με τα χωριά και τη σχέση που επικρατούσε μεταξύ των ανταρτών του Ζέρβα που δέχονταν οικονομική ενίσχυση από τους Βρετανούς και των ανταρτών του ΕΑΜ. Οι αντάρτες του ΕΑΜ ζητούν προμήθειες από το χωριό. Το χωριό αρνείται και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Ο πρόεδρος του χωριού, που είναι σε συνεννόηση με τους αντάρτες του Ζέρβα, ζητά προστασία, ώστε να διώξουν τους αντάρτες του ΕΑΜ. Ακολουθεί μία συνάντηση εκπροσώπων ανταρτών από τις δύο ομάδες, που λαμβάνει χώρα στην πλατεία του χωριού. Για κακή τύχη ένα γερμανικό τζιπ βρίσκεται στην περιοχή, ενώ τα όπλα των ανταρτών ήταν σε κοινή θέα. Προκαλείται ένα ντόμινο φόβου για αντίποινα των Γερμανών. Η ηρεμία -η κατοχική ηρεμία- του χωριού διαταράσσεται.
Οι ζωντανοί διάλογοι μεταξύ των χωριανών ενισχύουν τις εικόνες που δημιουργεί ο αναγνώστης απ’ το σκηνικό στο καφενείο, όπου ακούγονται διάφορες απόψεις. Άλλες που ενισχύουν το φόβο και άλλες που επιχειρούν να καθησυχάσουν το κοινό αίσθημα. Ο δικηγόρος Θεόφιλος, σε μία προσπάθεια να ηρεμήσει τους συγχωριανούς του, αναφέρει: «Σημασία έχει να καθόμαστε ήσυχοι και να μην προκαλούμε. Εμείς εδώ κάτω είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, γι’ αυτό δε διατρέχουμε κανέναν απολύτως κίνδυνο.»
Είναι χαρακτηριστική η στάση των κατοίκων του Κομμένου. Η αγωνία τους να διασφαλίσουν την ηρεμία του χωριού και την ίδια τους τη ζωή. Η προσπάθειά τους να μείνουν ήσυχοι, αθόρυβοι και αόρατοι μπροστά στη λύσσα των Γερμανών.
Αναπόσπαστο στοιχείο της δύσκολης πραγματικότητας η στροφή των ανθρώπων στο θεό, πάνω στον οποίο εναποθέτουν τις ελπίδες για αίσια έκβαση των γεγονότων, που οι ίδιοι δεν μπορούν να ελέγξουν. «Πλησιάζει δεκαπενταύγουστος. Δε θα γίνει κακό στη γιορτή της Παναγιάς. Θα έχουμε γάμο, θα σεβαστούν το μυστήριο οι Γερμανοί». Πεποιθήσεις που βασίζονται μόνο στην πίστη του ανθρώπου και όχι στην πραγματικότητα των προθέσεων των Γερμανών, που ήδη ρημάζουν, καίνε, σφαγιάζουν χωριά.
Το μεγάλο γεγονός παύει να είναι ο γάμος και γίνεται η θηριωδία που τον ακολούθησε.
«Για τους Γερμανούς υπήρξε μία επιτυχής επιχείρηση κατά των συμμοριτών του Κομμένου και οι κάτοικοι του χωριού τιμωρήθηκαν σκληρά που συνεργάστηκαν μαζί τους και τους παρείχαν κάθε είδους διευκολύνσεις για να πλήξουν τη Γερμανία και τον Φύρερ».
Βιβλία όπως ο «γάμος στις φλόγες» θα πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο. Θα πρέπει να συνδυάζονται με την τέχνη που διευκολύνει τα παιδιά να αφομοιώσουν τις αλήθειες της Ιστορίας και να μη λησμονήσουν. Γιατί, αν λησμονήσουν, θα αναγκαστούν να ξαναζήσουν ίδιους εφιάλτες.
Παίρνοντας στη συνέχεια το λόγο ο δημοσιογράφος Νίκος Ασλανίδης, συμπλήρωσε δίνοντας προεκτάσεις της αξίας βιβλίων όπως ο «γάμος στις φλόγες». Διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου και, με αφορμή γεγονότα εσωτερικής διαμάχης, εστίασε στη διχόνοια, που καθώς διασχίζει την Ιστορία της Ελλάδας, αναφέρεται ως η θεά των Ελλήνων. Τόνισε το ρόλο των Γερμανών. Τις εγκληματικές δολοφονίες κατά των αμάχων. Η Ελλάδα μέτρησε περίπου 600 χιλιάδες νεκρούς επί κατοχής. Σχεδόν οι μισοί πέθαναν από το λιμό. 35 χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν στα πεδία μάχης και οι υπόλοιποι -άμαχος πληθυσμός, γυναίκες, παιδιά, βρέφη- σφαγιάστηκαν, πυροβολήθηκαν, κάηκαν ζωντανοί. Τέθηκε το ερώτημα που οφείλει να μας προβληματίσει όλους: πώς γίνεται η Χρυσή Αυγή, ένα κόμμα νεοναζισμού, να λαμβάνει έστω και μία ψήφο σε μαρτυρικά χωριά όπως το Κομμένο Άρτας;
Τέλος, ο λόγος δόθηκε στον συγγραφέα, που τόνισε την αξία της μνήμης και ανέδειξε την τακτική των Γερμανών. Αρχικά τους νεκρούς τους ανέφεραν ως «κατοίκους του Κομμένου». Αντιλαμβανόμενοι πως αυτό μπορεί να στραφεί εναντίον τους, τους χαρακτήρισαν ως ληστοσυμμορίτες. Οι Γερμανοί ξεπέρασαν την αγριότητα του πολέμου που φέρνει αντιμέτωπους μέχρι θανάτου τους αντίπαλους στρατιώτες και επιδόθηκαν σε θηριωδίες απέναντι στον άμαχο πληθυσμό.
Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος, που έχει καταγράψει κι άλλες μαρτυρικές ιστορίες, αφηγήθηκε λεπτομέρειες για πώς ξεκληρίστηκαν οικογένειες και χωριά και πώς οι επιζήσαντες κουβαλούσαν στην ψυχή τους το δράμα και μετρούσαν νεκρούς. Στο ερώτημα «γιατί οι Γερμανοί έκαιγαν ζωντανούς τους ανθρώπους» η μόνη απάντηση ήταν πως οι ναζί στρατιώτες απολάμβαναν τις κτηνωδίες και τον άγριο θάνατο που σκορπούσαν. Σήμερα, ο μέσος Γερμανός δε γνωρίζει γιατί δεν το διδάσκεται πως ο πρόγονός του προέβη σ’ αυτές τις θηριωδίες. Στο τραγικό γεγονός της δολοφονίας των κατοίκων του Κομμένου, ο αξιοθρήνητος δεν είναι ο νεκρός, ούτε αυτός που γλίτωσε. Είναι ο γερμανός στρατιώτης, που ασυγκίνητος έσπειρε το θάνατο. Που πάτησε τη σκανδάλη απέναντι στον άμαχο πληθυσμό. Οι Γερμανοί χρωστούν στην Ελλάδα. Φυσικά επέστρεψαν στο Κομμένο, όπως και σε άλλα μαρτυρικά χωριά. Έφτιαξαν στοιχειώδη έργα ως ανταμοιβή για τις καταστροφές και το θάνατο που έσπειραν. Οι αποζημιώσεις της Γερμανίας προς την Ελλάδα εκκρεμούν.
Ο μόνος τρόπος να δικαιωθούν οι νεκροί είναι η διάδοση της Ιστορίας. Όχι μόνο της καταγραφής των ιστορικών γεγονότων, μα η καταγραφή και η διάδοση των προσωπικών ιστοριών των κατοίκων της κάθε περιοχής. Ώστε η μνήμη να μείνει νωπή και να μην επαναληφθούν τα γεγονότα.
Ευχαριστούμε τον Δημήτρη Βλαχοπάνο που έδωσε την αφορμή να θυμηθούμε πως δεν πρέπει να ξεχνάμε Η λήθη είναι ένας ακόμη θάνατος.
Στο κλίμα των γεγονότων μας εισήγαγε απόσπασμα από μια σύνθεση ντοκουμέντων που προβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, και στην εκπομπή «Αληθινά Σενάρια», του εκ Γιαννιτσών δημοσιογράφου Νίκου Ασλανίδη. Αμέσως μετά, η Βούλα Αργυράκη ενίσχυσε τη φόρτιση των γεγονότων διαβάζοντας αποσπάσματα με την ιδιαίτερη θεατρική της απόδοση.
Για το βιβλίο πήρε πρώτη το λόγο η εκπαιδευτικός Κάκια Παυλίδου. Βιβλία όπως ο «γάμος στις φλόγες» του Δημήτρη Βλαχοπάνου, σημείωσε, έρχονται να συμπληρώσουν την ιστορική βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας με μία γλώσσα απλή και περιεκτική οδηγεί τον αναγνώστη σε σκηνικά καθημερινότητας στην επαρχία της κατοχής. Από την αρχή της αφήγησης δημιουργείται η αντίθεση ανάμεσα στο γκρίζο τοπίο της κατοχής και στην πολυχρωμία των συναισθημάτων που συνοδεύουν έναν γάμο. Φυσικά, οι αποχρώσεις της χαράς νοθεύονται σε μεγάλο βαθμό από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Με αφορμή το κυρίαρχο γεγονός του γάμου της Αλεξάνδρας με τον Θεοχάρη, η αφήγηση ξετυλίγεται και περιγράφει την αλληλεπίδραση των ανταρτών με τα χωριά και τη σχέση που επικρατούσε μεταξύ των ανταρτών του Ζέρβα που δέχονταν οικονομική ενίσχυση από τους Βρετανούς και των ανταρτών του ΕΑΜ. Οι αντάρτες του ΕΑΜ ζητούν προμήθειες από το χωριό. Το χωριό αρνείται και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Ο πρόεδρος του χωριού, που είναι σε συνεννόηση με τους αντάρτες του Ζέρβα, ζητά προστασία, ώστε να διώξουν τους αντάρτες του ΕΑΜ. Ακολουθεί μία συνάντηση εκπροσώπων ανταρτών από τις δύο ομάδες, που λαμβάνει χώρα στην πλατεία του χωριού. Για κακή τύχη ένα γερμανικό τζιπ βρίσκεται στην περιοχή, ενώ τα όπλα των ανταρτών ήταν σε κοινή θέα. Προκαλείται ένα ντόμινο φόβου για αντίποινα των Γερμανών. Η ηρεμία -η κατοχική ηρεμία- του χωριού διαταράσσεται.
Οι ζωντανοί διάλογοι μεταξύ των χωριανών ενισχύουν τις εικόνες που δημιουργεί ο αναγνώστης απ’ το σκηνικό στο καφενείο, όπου ακούγονται διάφορες απόψεις. Άλλες που ενισχύουν το φόβο και άλλες που επιχειρούν να καθησυχάσουν το κοινό αίσθημα. Ο δικηγόρος Θεόφιλος, σε μία προσπάθεια να ηρεμήσει τους συγχωριανούς του, αναφέρει: «Σημασία έχει να καθόμαστε ήσυχοι και να μην προκαλούμε. Εμείς εδώ κάτω είμαστε φιλήσυχοι άνθρωποι, γι’ αυτό δε διατρέχουμε κανέναν απολύτως κίνδυνο.»
Είναι χαρακτηριστική η στάση των κατοίκων του Κομμένου. Η αγωνία τους να διασφαλίσουν την ηρεμία του χωριού και την ίδια τους τη ζωή. Η προσπάθειά τους να μείνουν ήσυχοι, αθόρυβοι και αόρατοι μπροστά στη λύσσα των Γερμανών.
Αναπόσπαστο στοιχείο της δύσκολης πραγματικότητας η στροφή των ανθρώπων στο θεό, πάνω στον οποίο εναποθέτουν τις ελπίδες για αίσια έκβαση των γεγονότων, που οι ίδιοι δεν μπορούν να ελέγξουν. «Πλησιάζει δεκαπενταύγουστος. Δε θα γίνει κακό στη γιορτή της Παναγιάς. Θα έχουμε γάμο, θα σεβαστούν το μυστήριο οι Γερμανοί». Πεποιθήσεις που βασίζονται μόνο στην πίστη του ανθρώπου και όχι στην πραγματικότητα των προθέσεων των Γερμανών, που ήδη ρημάζουν, καίνε, σφαγιάζουν χωριά.
Το μεγάλο γεγονός παύει να είναι ο γάμος και γίνεται η θηριωδία που τον ακολούθησε.
«Για τους Γερμανούς υπήρξε μία επιτυχής επιχείρηση κατά των συμμοριτών του Κομμένου και οι κάτοικοι του χωριού τιμωρήθηκαν σκληρά που συνεργάστηκαν μαζί τους και τους παρείχαν κάθε είδους διευκολύνσεις για να πλήξουν τη Γερμανία και τον Φύρερ».
Βιβλία όπως ο «γάμος στις φλόγες» θα πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο. Θα πρέπει να συνδυάζονται με την τέχνη που διευκολύνει τα παιδιά να αφομοιώσουν τις αλήθειες της Ιστορίας και να μη λησμονήσουν. Γιατί, αν λησμονήσουν, θα αναγκαστούν να ξαναζήσουν ίδιους εφιάλτες.
Παίρνοντας στη συνέχεια το λόγο ο δημοσιογράφος Νίκος Ασλανίδης, συμπλήρωσε δίνοντας προεκτάσεις της αξίας βιβλίων όπως ο «γάμος στις φλόγες». Διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου και, με αφορμή γεγονότα εσωτερικής διαμάχης, εστίασε στη διχόνοια, που καθώς διασχίζει την Ιστορία της Ελλάδας, αναφέρεται ως η θεά των Ελλήνων. Τόνισε το ρόλο των Γερμανών. Τις εγκληματικές δολοφονίες κατά των αμάχων. Η Ελλάδα μέτρησε περίπου 600 χιλιάδες νεκρούς επί κατοχής. Σχεδόν οι μισοί πέθαναν από το λιμό. 35 χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν στα πεδία μάχης και οι υπόλοιποι -άμαχος πληθυσμός, γυναίκες, παιδιά, βρέφη- σφαγιάστηκαν, πυροβολήθηκαν, κάηκαν ζωντανοί. Τέθηκε το ερώτημα που οφείλει να μας προβληματίσει όλους: πώς γίνεται η Χρυσή Αυγή, ένα κόμμα νεοναζισμού, να λαμβάνει έστω και μία ψήφο σε μαρτυρικά χωριά όπως το Κομμένο Άρτας;
Τέλος, ο λόγος δόθηκε στον συγγραφέα, που τόνισε την αξία της μνήμης και ανέδειξε την τακτική των Γερμανών. Αρχικά τους νεκρούς τους ανέφεραν ως «κατοίκους του Κομμένου». Αντιλαμβανόμενοι πως αυτό μπορεί να στραφεί εναντίον τους, τους χαρακτήρισαν ως ληστοσυμμορίτες. Οι Γερμανοί ξεπέρασαν την αγριότητα του πολέμου που φέρνει αντιμέτωπους μέχρι θανάτου τους αντίπαλους στρατιώτες και επιδόθηκαν σε θηριωδίες απέναντι στον άμαχο πληθυσμό.
Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος, που έχει καταγράψει κι άλλες μαρτυρικές ιστορίες, αφηγήθηκε λεπτομέρειες για πώς ξεκληρίστηκαν οικογένειες και χωριά και πώς οι επιζήσαντες κουβαλούσαν στην ψυχή τους το δράμα και μετρούσαν νεκρούς. Στο ερώτημα «γιατί οι Γερμανοί έκαιγαν ζωντανούς τους ανθρώπους» η μόνη απάντηση ήταν πως οι ναζί στρατιώτες απολάμβαναν τις κτηνωδίες και τον άγριο θάνατο που σκορπούσαν. Σήμερα, ο μέσος Γερμανός δε γνωρίζει γιατί δεν το διδάσκεται πως ο πρόγονός του προέβη σ’ αυτές τις θηριωδίες. Στο τραγικό γεγονός της δολοφονίας των κατοίκων του Κομμένου, ο αξιοθρήνητος δεν είναι ο νεκρός, ούτε αυτός που γλίτωσε. Είναι ο γερμανός στρατιώτης, που ασυγκίνητος έσπειρε το θάνατο. Που πάτησε τη σκανδάλη απέναντι στον άμαχο πληθυσμό. Οι Γερμανοί χρωστούν στην Ελλάδα. Φυσικά επέστρεψαν στο Κομμένο, όπως και σε άλλα μαρτυρικά χωριά. Έφτιαξαν στοιχειώδη έργα ως ανταμοιβή για τις καταστροφές και το θάνατο που έσπειραν. Οι αποζημιώσεις της Γερμανίας προς την Ελλάδα εκκρεμούν.
Ο μόνος τρόπος να δικαιωθούν οι νεκροί είναι η διάδοση της Ιστορίας. Όχι μόνο της καταγραφής των ιστορικών γεγονότων, μα η καταγραφή και η διάδοση των προσωπικών ιστοριών των κατοίκων της κάθε περιοχής. Ώστε η μνήμη να μείνει νωπή και να μην επαναληφθούν τα γεγονότα.
Ευχαριστούμε τον Δημήτρη Βλαχοπάνο που έδωσε την αφορμή να θυμηθούμε πως δεν πρέπει να ξεχνάμε Η λήθη είναι ένας ακόμη θάνατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου