Μπορεί ένας άνδρας και μια γυναίκα να έχουν γεννηθεί την ίδια χρονιά, αυτό όμως δε σημαίνει ότι έχουν και την ίδια ηλικία, υποστηρίζουν ερευνητές, στο πλαίσιο μιας πρόσφατης μελέτης, που αποκαλύπτει ότι το ένα φύλο είναι πιο επιρρεπές στη... γήρανση. Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, μάλιστα, το ηλικιακό αυτό χάσμα προκύπτει ήδη από την ηλικία των 20 ετών.
Στην πρώτη στο είδος της μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο The Journals of Gerontology: Series A, οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Jyväskylä συνέκριναν τη χρονολογική ηλικία χιλιάδων εθελοντών, δηλαδή τα πραγματικά χρόνια ζωής τους, με τη βιολογική τους ηλικία, δηλαδή την κατάσταση γήρανσης του οργανισμού. Αξιοποίησαν μια σειρά από τεστ, που εκτιμούν τη γήρανση του σώματος με βάση ορισμένους δείκτες ακριβείας που συνδέονται με το DNA.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι οι άνδρες γερνούν τελικά γρηγορότερα από τις γυναίκες. Μάλιστα, το χάσμα ήταν ιδιαίτερα μεγάλο στην ηλικιακή δεκαετία των 50 ετών, οπότε οι άνδρες ήταν βιολογικά κατά μέσο όρο 4 χρόνια μεγαλύτεροι από τις συνομήλικες γυναίκες.
Η έρευνα εξέτασε τη βιολογική ηλικία 2.240 διδύμων, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με την ηλικία τους. Η μία ομάδα αφορούσε σε εθελοντές ηλικίας 21-42 ετών, ενώ η άλλη 50-76 ετών. Περίπου 151 από τα δίδυμα ζευγάρια που μελετήθηκαν ήταν γυναίκα και άνδρας, επιτρέποντας έτσι στους ερευνητές να εξετάσουν τη γενετική και τον τρόπο ζωής τους καθώς μεγάλωναν.
Η βιολογική ηλικία υπολογίστηκε με τη χρήση 4 επιγενετικών ρολογιών, τα οποία μετρούν τα λεγόμενα επίπεδα μεθυλίωσης του DNA. Πρόκειται για ειδικά μόρια, που προσκολλώνται στο DNA των κυττάρων, επιβραδύνοντας την εξέλιξή τους.
Συνυπολογίστηκαν, επιπλέον, άλλοι δυνητικά επιδραστικοί παράγοντες, όπως τα χρόνια κάθε συμμετέχοντα στην εκπαίδευση, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), καθώς και οι συνήθειες αλκοόλ, καπνίσματος και σωματικής δραστηριότητας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι άνδρες ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία από τις γυναίκες σε όλες τις ομάδες και όλα τα επιγενετικά ρολόγια. Η διαφορά, η οποία ήταν εμφανής ήδη από τη νεαρή ενήλικη ζωή, γινόταν μεγαλύτερη καθώς οι άνθρωποι γερνούσαν, αυξάνοντας το χάσμα από το 1,2 στα 4,3 έτη.
Ο δείκτης μάζας σώματος φάνηκε να είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν τη διαφορά των φύλων στη γήρανση. Οι άνδρες τείνουν να είναι πιο υπέρβαροι από τις γυναίκες, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής.
Οι μελετητές, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι το χάσμα έχει μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι τα ποσοστά καπνίσματος έχουν πέσει κατακόρυφα στους άνδρες. Ενδεικτικά, ο αριθμός των ανδρών που καπνίζουν στη Φινλανδία έχει μειωθεί από 37% τη δεκαετία του 1970 σε 17% σήμερα, ενώ ο επιπολασμός έχει παραμείνει ο ίδιος στις γυναίκες (περίπου 15%).
Ωστόσο, το χάσμα παρέμεινε ακόμη και μετά τον συνυπολογισμό των υπόλοιπων παραγόντων, υποδηλώνοντας ότι κάτι υπάρχει ένα γενετικό στοιχείο που διατηρεί τις γυναίκες νεότερες.
Η Anna Kankaanpää, διδακτορική ερευνήτρια και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, είπε: «Βρήκαμε ότι οι άνδρες είναι βιολογικά μεγαλύτεροι από τις γυναίκες της ίδιας χρονολογικής ηλικίας και το χάσμα είναι σημαντικά μεγάλο στους μεγαλύτερους σε ηλικία συμμετέχοντες. Η διαφορά φύλου στον ρυθμό γήρανσης δεν εξηγήθηκε από παράγοντες του τρόπου ζωής, ενώ παρέμενε και στις περιπτώσεις διδύμων, που έχουν αναπτυχθεί στο ίδιο περιβάλλον και μοιράζονται τα μισά γονίδιά τους».
«Ένας γενετικός παράγοντας που θα μπορούσε να εξηγεί αυτή τη διαφορά είναι η παρουσία του οιστρογόνου στον γυναικείο οργανισμό, μιας ορμόνης με ευεργετικές ιδιότητες για τις γυναίκες», καταλήγει η δρ. Kankaanpää.
Πηγή: ygeiamou.gr
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι οι άνδρες γερνούν τελικά γρηγορότερα από τις γυναίκες. Μάλιστα, το χάσμα ήταν ιδιαίτερα μεγάλο στην ηλικιακή δεκαετία των 50 ετών, οπότε οι άνδρες ήταν βιολογικά κατά μέσο όρο 4 χρόνια μεγαλύτεροι από τις συνομήλικες γυναίκες.
Η έρευνα εξέτασε τη βιολογική ηλικία 2.240 διδύμων, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με την ηλικία τους. Η μία ομάδα αφορούσε σε εθελοντές ηλικίας 21-42 ετών, ενώ η άλλη 50-76 ετών. Περίπου 151 από τα δίδυμα ζευγάρια που μελετήθηκαν ήταν γυναίκα και άνδρας, επιτρέποντας έτσι στους ερευνητές να εξετάσουν τη γενετική και τον τρόπο ζωής τους καθώς μεγάλωναν.
Η βιολογική ηλικία υπολογίστηκε με τη χρήση 4 επιγενετικών ρολογιών, τα οποία μετρούν τα λεγόμενα επίπεδα μεθυλίωσης του DNA. Πρόκειται για ειδικά μόρια, που προσκολλώνται στο DNA των κυττάρων, επιβραδύνοντας την εξέλιξή τους.
Συνυπολογίστηκαν, επιπλέον, άλλοι δυνητικά επιδραστικοί παράγοντες, όπως τα χρόνια κάθε συμμετέχοντα στην εκπαίδευση, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), καθώς και οι συνήθειες αλκοόλ, καπνίσματος και σωματικής δραστηριότητας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι άνδρες ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία από τις γυναίκες σε όλες τις ομάδες και όλα τα επιγενετικά ρολόγια. Η διαφορά, η οποία ήταν εμφανής ήδη από τη νεαρή ενήλικη ζωή, γινόταν μεγαλύτερη καθώς οι άνθρωποι γερνούσαν, αυξάνοντας το χάσμα από το 1,2 στα 4,3 έτη.
Ο δείκτης μάζας σώματος φάνηκε να είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν τη διαφορά των φύλων στη γήρανση. Οι άνδρες τείνουν να είναι πιο υπέρβαροι από τις γυναίκες, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής.
Οι μελετητές, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι το χάσμα έχει μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι τα ποσοστά καπνίσματος έχουν πέσει κατακόρυφα στους άνδρες. Ενδεικτικά, ο αριθμός των ανδρών που καπνίζουν στη Φινλανδία έχει μειωθεί από 37% τη δεκαετία του 1970 σε 17% σήμερα, ενώ ο επιπολασμός έχει παραμείνει ο ίδιος στις γυναίκες (περίπου 15%).
Ωστόσο, το χάσμα παρέμεινε ακόμη και μετά τον συνυπολογισμό των υπόλοιπων παραγόντων, υποδηλώνοντας ότι κάτι υπάρχει ένα γενετικό στοιχείο που διατηρεί τις γυναίκες νεότερες.
Η Anna Kankaanpää, διδακτορική ερευνήτρια και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, είπε: «Βρήκαμε ότι οι άνδρες είναι βιολογικά μεγαλύτεροι από τις γυναίκες της ίδιας χρονολογικής ηλικίας και το χάσμα είναι σημαντικά μεγάλο στους μεγαλύτερους σε ηλικία συμμετέχοντες. Η διαφορά φύλου στον ρυθμό γήρανσης δεν εξηγήθηκε από παράγοντες του τρόπου ζωής, ενώ παρέμενε και στις περιπτώσεις διδύμων, που έχουν αναπτυχθεί στο ίδιο περιβάλλον και μοιράζονται τα μισά γονίδιά τους».
«Ένας γενετικός παράγοντας που θα μπορούσε να εξηγεί αυτή τη διαφορά είναι η παρουσία του οιστρογόνου στον γυναικείο οργανισμό, μιας ορμόνης με ευεργετικές ιδιότητες για τις γυναίκες», καταλήγει η δρ. Kankaanpää.
Πηγή: ygeiamou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου