Πολύ πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο βρίσκεται η Ελλάδα
Αυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και εξαιτίας των χαμηλών εισοδημάτων του, στερείται βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Το 28,3% του πληθυσμού, ήτοι περίπου 3 εκατομμύρια άτομα, βρέθηκε στο όριο της φτώχειας το 2021, ποσοστό αυξημένο κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020 (27,4%).
Είναι, μάλιστα, η πρώτη χρονιά μετά το 2015-εν μέσω δηλαδή μνημονίων- που ο συγκεκριμένος «δείκτης» καταγράφει αύξηση. Τα στοιχεία που προέρχονται από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ και δημοσιεύονται στην πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, είναι αποκαλυπτικά. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (28,3% με βάση τον αναθεωρημένο ορισμό στην Ελλάδα έναντι 22,0% στην Ευρωζώνη το 2021) και αυξάνεται το 2021 συγκρινόμενο με το 2020 (κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, από 28,9% το 2020 σε 29,5% το 2021 με βάση τον παλαιό ορισμό, ή κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες από 27,4% σε 28,3% με βάση τον νέο ορισμό).
Η αύξηση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και στην κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (από 17,7% το 2020 σε 19,6% το 2021).
Εξόχως σημαντικό στοιχείο που καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος είναι το εξής: το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών, 28,3%, προκύπτει μετά τις χορηγήσεις των κοινωνικών επιδομάτων, ενώ χωρίς τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα εκτινάσσεται στο 48,2%!
Τον χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα) αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι με 13,5% (13,0% για την ηλικιακή ομάδα 65+ το 2020) και τον υψηλότερο τα παιδιά με 23,7% (20,9% στις ηλικίες 0-17 το 2020), ενώ για την ηλικιακή ομάδα 18-64 το ποσοστό φτώχειας είναι 20,6% (18,4% το 2020).
Πώς καθορίζεται ο δείκτης φτώχειας
Ο δείκτης κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι σύνθετος δείκτης που περιλαμβάνει το σύνολο των ατόμων που είτε βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας (ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του εθνικού διάμεσου) είτε αντιμετωπίζουν δριμεία υλική στέρηση, είτε διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας (τα ενήλικα μέλη εργάζονται έως 20% του συνολικού δυνητικού χρόνου εργασίας).
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία αυτά βασίζονται στον αναθεωρημένο ορισμό για το Δείκτη Φτώχειας του πληθυσμού.
Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης φτώχειας είναι σχετικός δείκτης και υπολογίζεται ως προς το 60% του διάμεσου ισοδύναμου συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, όπως αυτό προσδιορίζεται από την κλίμακα του ΟΟΣΑ λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των ενήλικων και ανήλικων μελών κάθε νοικοκυριού. Το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα για το 2021 (εισοδήματα του 2020) εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ (17.263 ευρώ το 2020), ενώ το διάμεσο συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ (8.781 ευρώ το 2020), επομένως, το κατώφλι της φτώχειας είναι 5.251 (5.269 ευρώ το 2020) ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 11.028 ευρώ (11.064 ευρώ το 2020) για νοικοκυριά με 2 ενήλικες και 2 εξαρτώμενα ανήλικα παιδιά.
Ο δείκτης υλικής και κοινωνικής στέρησης υπολογίζεται, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό στο πλαίσιο του προγράμματος “Ευρώπη 2030”, ως το ποσοστό ατόμων με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις, μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 τυποποιημένων αγαθών και υπηρεσιών (Σύμφωνα με τον μέχρι τώρα χρησιμοποιούμενο ορισμό του προγράμματος “Ευρώπη 2020” ο δείκτης μετρούσε το ποσοστό του πληθυσμού που στερούνταν τουλάχιστον 4 από 9 αγαθά και υπηρεσίες.).
Οι 13 τυποποιημένες υπηρεσίες και αγαθά είναι:
Η αύξηση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και στην κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (από 17,7% το 2020 σε 19,6% το 2021).
Εξόχως σημαντικό στοιχείο που καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος είναι το εξής: το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών, 28,3%, προκύπτει μετά τις χορηγήσεις των κοινωνικών επιδομάτων, ενώ χωρίς τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα εκτινάσσεται στο 48,2%!
Τον χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα) αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι με 13,5% (13,0% για την ηλικιακή ομάδα 65+ το 2020) και τον υψηλότερο τα παιδιά με 23,7% (20,9% στις ηλικίες 0-17 το 2020), ενώ για την ηλικιακή ομάδα 18-64 το ποσοστό φτώχειας είναι 20,6% (18,4% το 2020).
Πώς καθορίζεται ο δείκτης φτώχειας
Ο δείκτης κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι σύνθετος δείκτης που περιλαμβάνει το σύνολο των ατόμων που είτε βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας (ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του εθνικού διάμεσου) είτε αντιμετωπίζουν δριμεία υλική στέρηση, είτε διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας (τα ενήλικα μέλη εργάζονται έως 20% του συνολικού δυνητικού χρόνου εργασίας).
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία αυτά βασίζονται στον αναθεωρημένο ορισμό για το Δείκτη Φτώχειας του πληθυσμού.
Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης φτώχειας είναι σχετικός δείκτης και υπολογίζεται ως προς το 60% του διάμεσου ισοδύναμου συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, όπως αυτό προσδιορίζεται από την κλίμακα του ΟΟΣΑ λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των ενήλικων και ανήλικων μελών κάθε νοικοκυριού. Το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα για το 2021 (εισοδήματα του 2020) εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ (17.263 ευρώ το 2020), ενώ το διάμεσο συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ (8.781 ευρώ το 2020), επομένως, το κατώφλι της φτώχειας είναι 5.251 (5.269 ευρώ το 2020) ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 11.028 ευρώ (11.064 ευρώ το 2020) για νοικοκυριά με 2 ενήλικες και 2 εξαρτώμενα ανήλικα παιδιά.
Ο δείκτης υλικής και κοινωνικής στέρησης υπολογίζεται, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό στο πλαίσιο του προγράμματος “Ευρώπη 2030”, ως το ποσοστό ατόμων με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις, μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 τυποποιημένων αγαθών και υπηρεσιών (Σύμφωνα με τον μέχρι τώρα χρησιμοποιούμενο ορισμό του προγράμματος “Ευρώπη 2020” ο δείκτης μετρούσε το ποσοστό του πληθυσμού που στερούνταν τουλάχιστον 4 από 9 αγαθά και υπηρεσίες.).
Οι 13 τυποποιημένες υπηρεσίες και αγαθά είναι:
- πληρωμή πάγιων λογαριασμών όπως ενοίκιο, δόση δανείου ή λογαριασμοί ρεύματος/νερού κ.λπ.,
- πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών,
- διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας,
- αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών,
- δυνατότητα να διαθέτουν ΙΧ αυτοκίνητο,
- δυνατότητα για ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι,
- δυνατότητα αντικατάστασης επίπλων που έχουν φθαρεί ή καταστραφεί,
- πρόσβαση στο διαδίκτυο,
- δυνατότητα αντικατάστασης φθαρμένων ρούχων με καινούρια,
- δυνατότητα να έχει δύο ζευγάρια υποδήματα,
- δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα κάθε εβδομάδα για τον εαυτό του,
- δυνατότητα να συναντιέται με φίλους ή συγγενείς για καφέ/ποτό/γεύμα στο σπίτι τουλάχιστον μια φορά τον μήνα και
- δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής με πληρωμή αντιτίμου.
Πηγή: sofokleousin.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου