Ετοιμάζεται να βγει μια βόλτα. Ανοίγει την ντουλάπα και σκέφτεται τι να φορέσει. Θέλει να βάλει αυτό που θέλει, αυτό που την εκφράζει, που την κάνει να αισθάνεται όμορφα. Γιατί να μην μπορεί να φορέσει ένα φωτεινό χρώμα; Να βάλει ένα στενό παντελόνι; Ένα κοντό πουκάμισο; Να βγάλει τη μαντίλα; Επειδή το απαγορεύει η αστυνομία ηθών; Ποιοι είναι αυτοί που θα της πούνε τι θα κάνει στη ζωή της; Που θα της επιβάλλουν τι να φορέσει και τι όχι;
Είναι 22 χρονών και δεν αντέχει πια να φοβάται, να υπακούει σε στερεότυπα, να αντιμετωπίζεται ως κατώτερη μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα. Έχει τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Είναι ίση με εκείνους. Το ίδιο ελεύθερη να επιλέξει και να αποφασίσει για τη ζωή της.
Αυτά σκέφτεται, καθώς βάζει τελικά τα ρούχα που θέλει και αφήνει τα μαλλιά της ελεύθερα. Κοιτιέται στον καθρέφτη και ετοιμάζεται να βγει. Σήμερα νιώθει όμορφα. Χαμογελάει. Ανοίγει την πόρτα και ξεχύνεται στον δρόμο.
Γρήγορα ξεκινούν τα πρώτα κοροϊδευτικά βλέμματα. Οι απαξιωτικοί μορφασμοί. Καλά πού πάει αυτή έτσι; Δεν έχει οικογένεια να την μαζέψει; Κάποιον να της δώσει ένα χέρι ξύλο για να μην το ξανακάνει;
Η Μαχσά Αμινί, όμως, δεν πτοείται. Συνεχίζει να περπατά με το κεφάλι ψηλά. Να τους προσπερνά σαν να μην υπάρχουν. Σήμερα νιώθει όμορφα και κανένας δεν μπορεί να της το χαλάσει.
Μέχρι που την σταματά η αστυνομία ηθών. Μικρή σημασία έχει αν κάποιος την φώναξε ή έτυχε να βρεθεί στο δρόμο της. Το θέμα είναι πως είναι εκεί. Στέκεται μπροστά της και τη συλλαμβάνει. Τους ρωτάει γιατί, παρότι ξέρει τον λόγο. Από τότε που γεννήθηκε, η κοινωνία έχει φροντίσει να την νουθετήσει καλά, να της βάλει όρια, να της μάθει τι της επιτρέπεται και τι όχι.
Η αστυνομία υποστηρίζει ότι είναι απρεπώς ντυμένη προσβάλλοντας τα χρηστά ήθη των κατοίκων. Εκείνη συνεχίζει να χαμογελάει. Κλείνει τα αυτιά της για να μην τους ακούει. Ξέρει ότι έχει δίκιο, πως δεν έχει κάνει τίποτα λάθος. Από πότε είναι λάθος να ακούς την καρδιά σου και τη συνείδησή σου;
Κοιτάει γύρω της. Βλέπει κάποιους που χαίρονται, που γελάνε. Καλά να πάθεις, σκέφτονται. Να καθόσουν στα αυγά σου, στο σπίτι σου, στην κουζίνα σου. Βλέπει, όμως, και ανθρώπους που τη συμπονάνε, που είναι έτοιμοι να τη στηρίξουν, να αντιδράσουν, να διαμαρτυρηθούν. Από αυτούς αντλεί δύναμη και θάρρος. Αυτή τη φορά δεν θα υποχωρήσει. Δεν θα ζητήσει συγνώμη και θα γυρίσει στο σπίτι της ταπεινωμένη. Θα το πάει μέχρι τέλους.
Αρνείται να υπακούσει στις εντολές που της δίνουν. Δεν θα αλλάξει ρούχα, δεν θα βάλει τη μαντίλα. Τους το λέει, τους το φωνάζει κατάμουτρα. Εκείνοι την πιάνουν από τα μαλλιά και τη βάζουν μέσα σε ένα βαν. Δεν θέλουν να ακούσουν τα επιχειρήματά της. Η γνώμη της δεν μετράει. Για εκείνους, είναι απλώς μια γυναίκα που τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά της.
Κλείνουν τις πόρτες και τη χτυπούν. Μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της, μέχρι να σβήσει το χαμόγελό της. Βγαίνοντας, και ενώ πανηγυρίζουν νομίζοντας πως έχουν νικήσει, αντικρίζουν χιλιάδες γυναίκες να πετούν τις μαντίλες και να κόβουν τα μαλλιά τους, καθώς και πολλούς άνδρες να στέκονται στο πλάι τους απαιτώντας να αποδοθεί δικαιοσύνη στους υπαίτους για τον θάνατο της Μαχσά Αμινί.
Χαμογελούν. Ξέρουν πως ο αγώνας που ξεκίνησαν είναι δύσκολος, όμως χαμογελούν…
Παναγιώτης Κολέλης
Πηγή: imerodromos.gr
Αυτά σκέφτεται, καθώς βάζει τελικά τα ρούχα που θέλει και αφήνει τα μαλλιά της ελεύθερα. Κοιτιέται στον καθρέφτη και ετοιμάζεται να βγει. Σήμερα νιώθει όμορφα. Χαμογελάει. Ανοίγει την πόρτα και ξεχύνεται στον δρόμο.
Γρήγορα ξεκινούν τα πρώτα κοροϊδευτικά βλέμματα. Οι απαξιωτικοί μορφασμοί. Καλά πού πάει αυτή έτσι; Δεν έχει οικογένεια να την μαζέψει; Κάποιον να της δώσει ένα χέρι ξύλο για να μην το ξανακάνει;
Η Μαχσά Αμινί, όμως, δεν πτοείται. Συνεχίζει να περπατά με το κεφάλι ψηλά. Να τους προσπερνά σαν να μην υπάρχουν. Σήμερα νιώθει όμορφα και κανένας δεν μπορεί να της το χαλάσει.
Μέχρι που την σταματά η αστυνομία ηθών. Μικρή σημασία έχει αν κάποιος την φώναξε ή έτυχε να βρεθεί στο δρόμο της. Το θέμα είναι πως είναι εκεί. Στέκεται μπροστά της και τη συλλαμβάνει. Τους ρωτάει γιατί, παρότι ξέρει τον λόγο. Από τότε που γεννήθηκε, η κοινωνία έχει φροντίσει να την νουθετήσει καλά, να της βάλει όρια, να της μάθει τι της επιτρέπεται και τι όχι.
Η αστυνομία υποστηρίζει ότι είναι απρεπώς ντυμένη προσβάλλοντας τα χρηστά ήθη των κατοίκων. Εκείνη συνεχίζει να χαμογελάει. Κλείνει τα αυτιά της για να μην τους ακούει. Ξέρει ότι έχει δίκιο, πως δεν έχει κάνει τίποτα λάθος. Από πότε είναι λάθος να ακούς την καρδιά σου και τη συνείδησή σου;
Κοιτάει γύρω της. Βλέπει κάποιους που χαίρονται, που γελάνε. Καλά να πάθεις, σκέφτονται. Να καθόσουν στα αυγά σου, στο σπίτι σου, στην κουζίνα σου. Βλέπει, όμως, και ανθρώπους που τη συμπονάνε, που είναι έτοιμοι να τη στηρίξουν, να αντιδράσουν, να διαμαρτυρηθούν. Από αυτούς αντλεί δύναμη και θάρρος. Αυτή τη φορά δεν θα υποχωρήσει. Δεν θα ζητήσει συγνώμη και θα γυρίσει στο σπίτι της ταπεινωμένη. Θα το πάει μέχρι τέλους.
Αρνείται να υπακούσει στις εντολές που της δίνουν. Δεν θα αλλάξει ρούχα, δεν θα βάλει τη μαντίλα. Τους το λέει, τους το φωνάζει κατάμουτρα. Εκείνοι την πιάνουν από τα μαλλιά και τη βάζουν μέσα σε ένα βαν. Δεν θέλουν να ακούσουν τα επιχειρήματά της. Η γνώμη της δεν μετράει. Για εκείνους, είναι απλώς μια γυναίκα που τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά της.
Κλείνουν τις πόρτες και τη χτυπούν. Μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της, μέχρι να σβήσει το χαμόγελό της. Βγαίνοντας, και ενώ πανηγυρίζουν νομίζοντας πως έχουν νικήσει, αντικρίζουν χιλιάδες γυναίκες να πετούν τις μαντίλες και να κόβουν τα μαλλιά τους, καθώς και πολλούς άνδρες να στέκονται στο πλάι τους απαιτώντας να αποδοθεί δικαιοσύνη στους υπαίτους για τον θάνατο της Μαχσά Αμινί.
Χαμογελούν. Ξέρουν πως ο αγώνας που ξεκίνησαν είναι δύσκολος, όμως χαμογελούν…
Παναγιώτης Κολέλης
Πηγή: imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου