Η εγγονή της στάθηκε μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο και όπως έμπαινε μέσα ο δυνατός ήλιος του Αυγούστου, φέγγισε το εφηβικό της κορμί μέσα από το κοντό κίτρινο φουστάνι. Πόσο φως, πόση νιότη, πόση ομορφιά σε εκείνη τη μια στιγμή που ο μαΐστρος άγγιξε γλυκά το στρίφωμά της και έκανε τις πιέτες να χορεύουν. «Να σε αγαπάς», της ψιθύρισε. «Να μιλάς δυνατά, περήφανα, να σε σέβεσαι». Παραμέρισε από τα μάτια τη λευκή τούφα μαλλί και σκούπισε τον ίδρωτα από το μέτωπο. Πολλά χρόνια έτρεχε, πολλά χρόνια μέχρι να καταφέρει να αγαπηθεί δίχως να δίνει «εξετάσεις καταλληλότητας», να υπάρχει δίχως να απολογείται, να στέκει περήφανη δίχως να πληρώνει προστασία ή υποστήριξη.
Η πρώτη της ανάμνηση ήταν εκείνο το καλοκαίρι στην αυλή του πατρικού σπιτιού. Μικρή, πολύ μικρή, η μάνα της είχε αναθέσει να ποτίζει τα λουλούδια και εκείνη έπαιρνε το λάστιχο και μαζί με τις γλάστρες κατάβρεχε πόδια, κεφάλι, ρούχα. Εκείνο το μεσημέρι είχε γίνει πάλι μούσκεμα και το παιδικό της φουστάνι είχε κολλήσει πάνω στο άγουρο κορμί. Εκείνη την ώρα, που η ίδια άνθιζε μέσα στη δροσιά του τρεχούμενου νερού, άνοιξε η πόρτα της αυλής και μπήκε μέσα ο γέροντας παππούς. Ο pater familias, εκείνος που όριζε το σωστό, που έκρινε το δίκαιο, ο αφέντης που κρατούσε στα δυο του χέρια το πουγκί και τη βούληση της οικογένειας. Οι μεντεσέδες της παλιάς πόρτας έτριξαν στο άνοιγμα της και η μικρή γύρισε και τον κοίταξε…
Δεν ήταν της πόρτας οι μεντεσέδες, ήταν του κόσμου οι μεντεσέδες που έτριξαν όταν εκείνος γύρισε ανάποδα.
Το βλέμμα του γέροντα κόλλησε πάνω της, όπως το βρεγμένο φουστάνι και το παιδιάστικο χαμόγελό της έμεινε να αιωρείται κάτω από τα δύο της μάτια γεμάτα με απορία… «γιατί με κοιτάζει έτσι;… τί έχουν τα πόδια μου;».
Δεν πρόλαβε να ρωτήσει, η μάνα της πετάχτηκε αλαφιασμένη από την κουζίνα και την άρπαξε αγκαλιά…όμως όχι….αυτή δεν ήταν μια κανονική αγκαλιά. Εκείνη τη φορά τα χέρια της μάνας δεν ήταν τρυφερότητα, δεν ήταν καμάρι, ήταν κάλυψη. Μια κρυψώνα που τυλίχτηκε γύρω της για να σκεπάσει από τα βλέμματα το μουσκεμένο φουστάνι.
Από τότε τα κοντά φορεματάκια, που τόσο αγαπούσε, αντικαταστάθηκαν με πιο φαρδιά, πιο μακριά, πιο χοντρά… πιο άβολα, αλλά πιο αποδεκτά ρούχα. Μέχρι που μεγάλωσε πια, καθένα από τα ρούχα της είχε γίνει μια μικρή κρυψώνα του εαυτού της, καθένα και μια σκοτεινή γωνιά που μέσα της στριμώχνονταν κάθε αλλαγή του κορμιού της, όσο εκείνο άφηνε πίσω το παιδί και κάλπαζε ολοταχώς προς τη γυναίκα. Το στήθος της κρυβότανε κάτω από φαρδιά πουκάμισα, οι γοφοί της όσο στρογγύλευαν τόσο πιο μεθοδικά καλύπτονταν μέσα σε χοντρά τζιν παντελόνια ή υπερμεγέθη φούστες.
Το παιχνίδι με τα νερά στην αυλή κόπηκε δια ροπάλου εκείνη την ίδια μέρα και από τότε ένιωθε κολλημένο πάνω της το γερακίσιο βλέμμα της μάνας να την ακολουθεί κάθε στιγμή. Να ελέγχει τον τρόπο που κάθεται, τον τρόπο που γελάει, τον τρόπο που κοιτάζει. Κυρίως όμως να υψώνει τον δείκτη του δεξιού της χεριού και να τον φέρνει μπροστά από το στόμα της κάνοντάς της το σινιάλο «σώπα, μη μιλάς».
Όλα ήταν υπό έλεγχο και όλα έχριζαν διόρθωσης. Έπρεπε πια να μάθει να κρύβεται από μια διάχυτη απειλή. Να μην την πουν «γλωσσού», να μην την πουν «ελαφριά», να μην δώσει δικαίωμα σε κανέναν να σχολιάσει το ήθος της…αυτό το ήθος που αποδίδεται σε εκείνη που γελάει μετρημένα, που κοιτάζει χαμηλά, που κινείται αθόρυβα στο περιθώριο της αυλής του σπιτιού, σαν σκιά. Αυτή η κοπέλα που αξίζει τον σεβασμό του κόσμου, όχι επειδή έμαθε να υπάρχει με αξιοπρέπεια, αλλά επειδή έμαθε να μην υπάρχει.
Χρεωμένη από γεννησιμιού στα μάτια όλων για ό,τι θα μπορούσε να πάει στραβά, για κάθε αδιάκριτο βλέμμα, για κάθε αναίδεια, για κάθε βίαιο άγγιγμα. Αυτή θα ήταν και η μόνη που θα είχε την ευκαιρία να παντρευτεί κάποτε καθιστώντας τον βίο της κάπως χρήσιμο, για κάποιον άλλον βέβαια, για κάποιον εκκολαπτόμενο pater familia. Κι αν δεν τον έβρισκε στη ζωή, θα τον έβρισκε σίγουρα στη δουλειά. Κι αν δεν ήταν γραφτό να τον έχει σύζυγο, θα τον είχε σίγουρα επιστάτη, προϊστάμενο ή αφεντικό. Εξάλλου το δύσκολο είναι να μάθεις να δέχεσαι αφεντικά, αν όμως μάθεις να σκύβεις αρκετά το κεφάλι, τότε σε βρίσκουν αυτά και εσύ τα δέχεσαι σε όλες τις διαθέσιμες εκδοχές, τόσο μέσα στο σπίτι, όσο και έξω από αυτό.
Έτσι μεγάλωνε μέσα από συνεχόμενες, εξαντλητικές ασκήσεις μη ύπαρξης. Το μόνο πολύτιμο που της αναγνώριζαν ήταν αυτή η αξιοπρέπεια που πήγαζε από τη σιωπή και την υπακοή. Μια σιωπή και μια υπακοή που όλοι τη λογάριαζαν και όλοι την αποτιμούσαν.
Ο καθένας ανάλογα με το σύστημά του, άλλοι σε στρέμματα, άλλοι σε λιόδεντρα, άλλοι σε κοινωνική αναγνώριση. Σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένας κατάλογος αξιών αντιστρόφως ανάλογων με τη δική της ευτυχία. Αξιών, που την έσπαγαν σε μικρά κομμάτια και την τιμολογούσαν αντιστοίχως για τον κάθε αγοραστή. Ο σύζυγος θα αγόραζε την σιωπηλή, υπάκουη και αμόλυντη μητέρα των παιδιών του. Το αφεντικό θα αγόραζε την σιωπηλή, υπάκουη και ακούραστη εργαζόμενη. Για όλους σιωπηλή και υπάκουη, ιδανική περίπτωση για πάσης φύσεως αφεντικά.
Καμιά φορά, όταν έμενε μόνη της στην αυλή και το βλέμμα της στεκότανε σε εκείνο το λάστιχο για το πότισμα, σκεφτότανε ότι ολόκληρη η ύπαρξή της είχε θαφτεί κάτω από τις μαρμάρινες πλάκες μιας μόνιμης κατάφασης, μέσα σε κάθε «μάλιστα» που εκστόμιζε θυσίαζε και ένα μέρος του εαυτού της…σαν να μην υπήρχε η ίδια πουθενά πια, ούτε στον νου της, ούτε στα χέρια της, ούτε στα μάτια της… παντού κρυμμένη, παντού ξένη…
Έτσι, ξένη μέσα στην αυλή που μεγάλωσε, σηκώθηκε και περπάτησε για τελευταία φορά προς την εξώπορτα. Την ώρα που την άνοιγε άκουσε ξανά τους παλιούς μεντεσέδες να τρίζουν… όχι, δεν ήταν της πόρτας οι μεντεσέδες, ήταν του κόσμου οι μεντεσέδες που έτριξαν όταν εκείνος γύρισε και πάλι στη θέση του.
Σοφία Χουδαλάκη
Πηγή: imerodromos.gr
Δεν ήταν της πόρτας οι μεντεσέδες, ήταν του κόσμου οι μεντεσέδες που έτριξαν όταν εκείνος γύρισε ανάποδα.
Το βλέμμα του γέροντα κόλλησε πάνω της, όπως το βρεγμένο φουστάνι και το παιδιάστικο χαμόγελό της έμεινε να αιωρείται κάτω από τα δύο της μάτια γεμάτα με απορία… «γιατί με κοιτάζει έτσι;… τί έχουν τα πόδια μου;».
Δεν πρόλαβε να ρωτήσει, η μάνα της πετάχτηκε αλαφιασμένη από την κουζίνα και την άρπαξε αγκαλιά…όμως όχι….αυτή δεν ήταν μια κανονική αγκαλιά. Εκείνη τη φορά τα χέρια της μάνας δεν ήταν τρυφερότητα, δεν ήταν καμάρι, ήταν κάλυψη. Μια κρυψώνα που τυλίχτηκε γύρω της για να σκεπάσει από τα βλέμματα το μουσκεμένο φουστάνι.
Από τότε τα κοντά φορεματάκια, που τόσο αγαπούσε, αντικαταστάθηκαν με πιο φαρδιά, πιο μακριά, πιο χοντρά… πιο άβολα, αλλά πιο αποδεκτά ρούχα. Μέχρι που μεγάλωσε πια, καθένα από τα ρούχα της είχε γίνει μια μικρή κρυψώνα του εαυτού της, καθένα και μια σκοτεινή γωνιά που μέσα της στριμώχνονταν κάθε αλλαγή του κορμιού της, όσο εκείνο άφηνε πίσω το παιδί και κάλπαζε ολοταχώς προς τη γυναίκα. Το στήθος της κρυβότανε κάτω από φαρδιά πουκάμισα, οι γοφοί της όσο στρογγύλευαν τόσο πιο μεθοδικά καλύπτονταν μέσα σε χοντρά τζιν παντελόνια ή υπερμεγέθη φούστες.
Το παιχνίδι με τα νερά στην αυλή κόπηκε δια ροπάλου εκείνη την ίδια μέρα και από τότε ένιωθε κολλημένο πάνω της το γερακίσιο βλέμμα της μάνας να την ακολουθεί κάθε στιγμή. Να ελέγχει τον τρόπο που κάθεται, τον τρόπο που γελάει, τον τρόπο που κοιτάζει. Κυρίως όμως να υψώνει τον δείκτη του δεξιού της χεριού και να τον φέρνει μπροστά από το στόμα της κάνοντάς της το σινιάλο «σώπα, μη μιλάς».
Όλα ήταν υπό έλεγχο και όλα έχριζαν διόρθωσης. Έπρεπε πια να μάθει να κρύβεται από μια διάχυτη απειλή. Να μην την πουν «γλωσσού», να μην την πουν «ελαφριά», να μην δώσει δικαίωμα σε κανέναν να σχολιάσει το ήθος της…αυτό το ήθος που αποδίδεται σε εκείνη που γελάει μετρημένα, που κοιτάζει χαμηλά, που κινείται αθόρυβα στο περιθώριο της αυλής του σπιτιού, σαν σκιά. Αυτή η κοπέλα που αξίζει τον σεβασμό του κόσμου, όχι επειδή έμαθε να υπάρχει με αξιοπρέπεια, αλλά επειδή έμαθε να μην υπάρχει.
Χρεωμένη από γεννησιμιού στα μάτια όλων για ό,τι θα μπορούσε να πάει στραβά, για κάθε αδιάκριτο βλέμμα, για κάθε αναίδεια, για κάθε βίαιο άγγιγμα. Αυτή θα ήταν και η μόνη που θα είχε την ευκαιρία να παντρευτεί κάποτε καθιστώντας τον βίο της κάπως χρήσιμο, για κάποιον άλλον βέβαια, για κάποιον εκκολαπτόμενο pater familia. Κι αν δεν τον έβρισκε στη ζωή, θα τον έβρισκε σίγουρα στη δουλειά. Κι αν δεν ήταν γραφτό να τον έχει σύζυγο, θα τον είχε σίγουρα επιστάτη, προϊστάμενο ή αφεντικό. Εξάλλου το δύσκολο είναι να μάθεις να δέχεσαι αφεντικά, αν όμως μάθεις να σκύβεις αρκετά το κεφάλι, τότε σε βρίσκουν αυτά και εσύ τα δέχεσαι σε όλες τις διαθέσιμες εκδοχές, τόσο μέσα στο σπίτι, όσο και έξω από αυτό.
Έτσι μεγάλωνε μέσα από συνεχόμενες, εξαντλητικές ασκήσεις μη ύπαρξης. Το μόνο πολύτιμο που της αναγνώριζαν ήταν αυτή η αξιοπρέπεια που πήγαζε από τη σιωπή και την υπακοή. Μια σιωπή και μια υπακοή που όλοι τη λογάριαζαν και όλοι την αποτιμούσαν.
Ο καθένας ανάλογα με το σύστημά του, άλλοι σε στρέμματα, άλλοι σε λιόδεντρα, άλλοι σε κοινωνική αναγνώριση. Σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένας κατάλογος αξιών αντιστρόφως ανάλογων με τη δική της ευτυχία. Αξιών, που την έσπαγαν σε μικρά κομμάτια και την τιμολογούσαν αντιστοίχως για τον κάθε αγοραστή. Ο σύζυγος θα αγόραζε την σιωπηλή, υπάκουη και αμόλυντη μητέρα των παιδιών του. Το αφεντικό θα αγόραζε την σιωπηλή, υπάκουη και ακούραστη εργαζόμενη. Για όλους σιωπηλή και υπάκουη, ιδανική περίπτωση για πάσης φύσεως αφεντικά.
Καμιά φορά, όταν έμενε μόνη της στην αυλή και το βλέμμα της στεκότανε σε εκείνο το λάστιχο για το πότισμα, σκεφτότανε ότι ολόκληρη η ύπαρξή της είχε θαφτεί κάτω από τις μαρμάρινες πλάκες μιας μόνιμης κατάφασης, μέσα σε κάθε «μάλιστα» που εκστόμιζε θυσίαζε και ένα μέρος του εαυτού της…σαν να μην υπήρχε η ίδια πουθενά πια, ούτε στον νου της, ούτε στα χέρια της, ούτε στα μάτια της… παντού κρυμμένη, παντού ξένη…
Έτσι, ξένη μέσα στην αυλή που μεγάλωσε, σηκώθηκε και περπάτησε για τελευταία φορά προς την εξώπορτα. Την ώρα που την άνοιγε άκουσε ξανά τους παλιούς μεντεσέδες να τρίζουν… όχι, δεν ήταν της πόρτας οι μεντεσέδες, ήταν του κόσμου οι μεντεσέδες που έτριξαν όταν εκείνος γύρισε και πάλι στη θέση του.
Σοφία Χουδαλάκη
Πηγή: imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου