Αύξηση της πίεσης στην Ελλάδα για εξωτερική χρηματοδότηση ● Μπλεγμένη σε αντικρουόμενα «προτάγματα» πολιτικής η ΕΚΤ ● Γιατί πέφτει και πού «πιάνει πάτο» το ευρώ ● Οι συνέπειες για την Ευρώπη και τα διαφορετικά συμφέροντα των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης ● Ο «αποκλεισμός» τραπεζών από τη χρηματοδότηση μέσω έκδοσης ομολόγων και το «φάντασμα» του Μηχανισμού Παροχής Εκτακτης Ρευστότητας.
Στα μέσα του 2021, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών κινούνταν σε αισιόδοξο τέμπο: πληθωρισμός και ανάπτυξη θα επανέρχονταν στην «κανονικότητα» από το φθινόπωρο του περασμένου έτους.
Στα μέσα του 2021, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών κινούνταν σε αισιόδοξο τέμπο: πληθωρισμός και ανάπτυξη θα επανέρχονταν στην «κανονικότητα» από το φθινόπωρο του περασμένου έτους.
Σε πλήρη αντίθεση με αυτή τη διαβεβαίωση, έναν χρόνο αργότερα όλα... βαίνουν κακώς: ο πληθωρισμός είναι αχαλίνωτος, οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι η ύφεση χτυπά την πόρτα των ΗΠΑ και της Ευρώπης, το «κοσμοσύστημα» των κρατών, εταιρειών και νοικοκυριών-«ζόμπι» είναι στα πρόθυρα να αρχίσει να βυθίζεται στη χρεοκοπία. Και όχι μόνον αυτό: μια αλυσίδα γεωπολιτικών αναταράξεων ακολουθεί τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυξάνοντας επικίνδυνα τη γεωπολιτική εύφλεκτη ύλη και προσφέροντας μια γεωπολιτική στέρεη βάση στη διαιώνιση του προβλήματος των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Σε αυτό το τρικυμιώδες οικονομικό και πολιτικό σύμπαν, μόνο κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλό χρέος σε δολάρια είναι σε χειρότερη κατάσταση από την Ευρώπη και την Ελλάδα, που ετοιμάζονται για τον πιο σκληρό χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών...
Ποιος θα «μαζέψει το χρήμα»...
Σε τέτοιες συνθήκες, όποιος πιστέψει ότι θα... θριαμβεύσει η διεθνής αλληλεγγύη, θα πρέπει να ελεγχθεί για πολιτική αφέλεια. Ο αγώνας «όλων εναντίον όλων» που διεξάγεται αμείλικτος. Μία από τις κορυφαίες του διακυβεύσεις είναι η παγκόσμια ρευστότητα: ποιος θα καλύψει με τον καλύτερο τρόπο τα δικά του προβλήματα χρηματοδότησης και, περαιτέρω, θα «μαζέψει το χρήμα» της διεθνούς ρευστότητας στο δικό του νόμισμα.
Αυτή είναι η κορυφαία οικονομική μάχη της τρέχουσας συγκυρίας και διεξάγεται με τα όπλα του νομισματικού πολέμου – κυρίως με την πολιτική επιτοκίων. Μετοχές και ομόλογα, ως κύριες μορφές τοποθέτησης σε ένα νόμισμα, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του «πολέμου». Από τις δυο, πιο θεμελιώδεις για τη δύναμη ενός νομίσματος είναι οι τοποθετήσεις σε ομόλογα που έχουν εκδοθεί στο συγκεκριμένο νόμισμα.
Εδώ η Ευρώπη -και το ευρώ- υστερούν χαρακτηριστικά, επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) «υστερεί» στον πόλεμο των επιτοκίων. 40 κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν μπει στην «κούρσα» της αύξησης των επιτοκίων, ενώ στις δυτικές οικονομίες οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Μ. Βρετανίας και -οσονούπω- των ΗΠΑ μπαίνουν πολύ δυναμικά σε αυτόν. Ακόμη και τη νομισματική... μακαριότητα της Ελβετίας τάραξε πρόσφατα μια αύξηση επιτοκίων.
ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Καναδάς ασκούν μια έντονα επιθετική πολιτική, πιέζοντας την ΕΚΤ να ακολουθήσει. Ωστόσο, η ΕΚΤ είναι μπλεγμένη στις δικές της αντιφάσεις: πρέπει να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της υπερχρεωμένης ευρωζώνης, καθώς ο ευρωπαϊκός Νότος δεν αντέχει μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού, η δε Ιταλία -και ο Ντράγκι- «δεν αισθάνεται καλά τελευταία»...
Ελλάδα: πληθωρισμός, πρόβλημα εξωτερικής χρηματοδότησης, τράπεζες εκτός αγορών
Δεν επηρεάζονται όλες οι χώρες-μέλη το ίδιο αρνητικά από την υποτίμηση του ευρωνομίσματος. Η Ελλάδα όμως έχει την τιμητική της όσον αφορά τις αρνητικές συνέπειες:
■ Οι εξαγωγές της προς «χώρες του δολαρίου» (ΗΠΑ, αλλά και Καναδάς, που ακολουθεί επίσης επιθετική επιτοκιακή πολιτική) είναι μικρό ποσοστό των συνολικών της εξαγωγών, ενώ εξίσου μικρό είναι και το μερίδιο των τουριστών που πληρώνουν σε δολάρια. Μένουν έτσι οι αρνητικές συνέπειες από την υποτίμηση του ευρώ και πρώτα απ’ όλα η πίεση από τον εισαγόμενο πληθωρισμό: κάθε πτώση της ισοτιμίας του ευρώ μεταφράζεται σε ενίσχυση του πληθωρισμού – και η Ελλάδα είναι ήδη «πρωταθλήτρια» στον πληθωρισμό μεταξύ των χωρών-μελών.
■ Η υποτίμηση του ευρώ και ο υψηλός εισαγόμενος πληθωρισμός συντηρούν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα (περί -ή και πάνω από- 6% του ΑΕΠ), παρά την εντυπωσιακή ανάκαμψη των τουριστικών εσόδων το 2022 στα επίπεδα του 2019. Αυτό το έλλειμμα πρέπει να καλυφθεί με εξωτερική χρηματοδότηση, κυρίως με επενδύσεις χαρτοφυλακίου, σε μετοχές και ομόλογα. Ωστόσο, οι προβλέψεις για το ελληνικό χρηματιστήριο μετοχών δεν είναι ευνοϊκές, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αναγκάζεται να παίζει «κρυφτούλι» με τις αγορές ομολόγων, όσο για τα εταιρικά ομόλογα η συγκυρία είναι ακόμη πιο αρνητική.
■ Συνέπεια των προηγούμενων είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν τεθεί (προσωρινά; και πόσο προσωρινά;) εκτός αγορών: η απόδοση των senior ομολογιακών τους εκδόσεων κυμαίνεται (ή και ξεπερνάει) το 7%, επίπεδο απαγορευτικό για έξοδο στις αγορές (Οπότε αυτό το επιτόκιο έχει μόνο αποτιμητική σημασία για το χαρτοφυλάκιό τους.) Δεν είναι επίσης καθόλου εύκολο, στη δεδομένη συγκυρία, να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου. Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις διεθνών θεσμικών ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού θα συνεχιστεί και το 2023 και οι τράπεζες αποκλειστούν σε μονιμότερη βάση από τις αγορές, τότε θα υπάρξει σοβαρή πίεση όχι μόνο στις αποτιμήσεις των μετοχών τους (που βρίσκονται στο επίκεντρο των πωλήσεων στο Χ.Α.), αλλά και στα εποπτικά τους κεφάλαια, αφού είναι γνωστό ότι πρέπει να αντλήσουν από τις αγορές περί τα 5 δισ. ευρώ μέχρι και το 2025.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όχι μόνο τα κρατικά ομόλογα, αλλά και η χρηματοδότηση των τραπεζών θα καλυφθεί με την άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με ενέχυρο κρατικά ομόλογα (όσα δεν έχουν ήδη ενεχυριαστεί) - επαναφέροντας το «φάντασμα» του Μηχανισμού Παροχής Εκτακτης Ρευστότητας (ELA) των χρόνων 2015-2016...
♦️ Οταν μιλούν οι αποδόσεις
Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν και καθορίζουν τη δύναμη ενός νομίσματος, αλλά σε συνθήκες όπως οι σημερινές, υψηλών πιέσεων και αδυναμίας αξιόπιστων προβλέψεων πέραν του... διμήνου, οι αποδόσεις είναι ο πιο σίγουρος οδηγός των επενδύσεων στα ομόλογα – που «εξ ορισμού» είναι προεξοφλητικός μηχανισμός της πορείας των επιτοκίων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το ευρώ πέφτει χωρίς σταματημό: η απόδοση του αμερικανικού κρατικού δεκαετούς ομολόγου αναφοράς, που μέχρι τα μέσα του 2020 βρισκόταν περί το 0,50%, τώρα κυμαίνεται περί το 3%, ενώ πρόσκαιρα είχε εκτιναχτεί και στο 3,5%. (βλ. σχετικό γράφημα) Την ίδια στιγμή, η απόδοση του γερμανικού 10ετούς κρατικού ομολόγου αναφοράς (που «εκπροσωπεί» το ευρώ), που στα μέσα του 2020 κυμαινόταν στο -0,50%, τώρα βρίσκεται περί το 1%. Σε τέτοιους καιρούς, μια διαφορά 2% στην απόδοση, με δεδομένο μάλιστα το πλεονέκτημα του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, είναι αναπόφευκτα καταδικαστική για το ευρώ. Η απόδοση 3% του αμερικανικού 10ετούς είναι πλέον ανταγωνιστική ακόμη και με τις αποδόσεις των ομολόγων της Ιταλίας – προσφέροντας όμως και ασύγκριτα μεγαλύτερη ασφάλεια.
Ετσι, το ευρώ... πέφτει χωρίς αλεξίπτωτο, ταλαντευόμενο σε μια ισοτιμία με το δολάριο περί το 1:1. Πού θα φτάσει; Μόνο μια στροφή της ΕΚΤ σε επιθετική επιτοκιακή πολιτική θα μπορούσε να ανακόψει την πτώση του. Αυτή η πολιτική όμως έχει ήδη προαναγγελθεί και θα είναι συντηρητική τουλάχιστον μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, η πτώση αναμένεται να συνεχιστεί. Και το νέο «στοίχημα» είναι αν θα προσεγγίσει τα ιστορικά χαμηλά του 0,85:1 του 2001...
Πάνος Κοσμάς
Πηγή: efsyn.gr
Σε αυτό το τρικυμιώδες οικονομικό και πολιτικό σύμπαν, μόνο κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλό χρέος σε δολάρια είναι σε χειρότερη κατάσταση από την Ευρώπη και την Ελλάδα, που ετοιμάζονται για τον πιο σκληρό χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών...
Ποιος θα «μαζέψει το χρήμα»...
Σε τέτοιες συνθήκες, όποιος πιστέψει ότι θα... θριαμβεύσει η διεθνής αλληλεγγύη, θα πρέπει να ελεγχθεί για πολιτική αφέλεια. Ο αγώνας «όλων εναντίον όλων» που διεξάγεται αμείλικτος. Μία από τις κορυφαίες του διακυβεύσεις είναι η παγκόσμια ρευστότητα: ποιος θα καλύψει με τον καλύτερο τρόπο τα δικά του προβλήματα χρηματοδότησης και, περαιτέρω, θα «μαζέψει το χρήμα» της διεθνούς ρευστότητας στο δικό του νόμισμα.
Αυτή είναι η κορυφαία οικονομική μάχη της τρέχουσας συγκυρίας και διεξάγεται με τα όπλα του νομισματικού πολέμου – κυρίως με την πολιτική επιτοκίων. Μετοχές και ομόλογα, ως κύριες μορφές τοποθέτησης σε ένα νόμισμα, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του «πολέμου». Από τις δυο, πιο θεμελιώδεις για τη δύναμη ενός νομίσματος είναι οι τοποθετήσεις σε ομόλογα που έχουν εκδοθεί στο συγκεκριμένο νόμισμα.
Εδώ η Ευρώπη -και το ευρώ- υστερούν χαρακτηριστικά, επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) «υστερεί» στον πόλεμο των επιτοκίων. 40 κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν μπει στην «κούρσα» της αύξησης των επιτοκίων, ενώ στις δυτικές οικονομίες οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Μ. Βρετανίας και -οσονούπω- των ΗΠΑ μπαίνουν πολύ δυναμικά σε αυτόν. Ακόμη και τη νομισματική... μακαριότητα της Ελβετίας τάραξε πρόσφατα μια αύξηση επιτοκίων.
ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Καναδάς ασκούν μια έντονα επιθετική πολιτική, πιέζοντας την ΕΚΤ να ακολουθήσει. Ωστόσο, η ΕΚΤ είναι μπλεγμένη στις δικές της αντιφάσεις: πρέπει να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της υπερχρεωμένης ευρωζώνης, καθώς ο ευρωπαϊκός Νότος δεν αντέχει μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού, η δε Ιταλία -και ο Ντράγκι- «δεν αισθάνεται καλά τελευταία»...
Ελλάδα: πληθωρισμός, πρόβλημα εξωτερικής χρηματοδότησης, τράπεζες εκτός αγορών
Δεν επηρεάζονται όλες οι χώρες-μέλη το ίδιο αρνητικά από την υποτίμηση του ευρωνομίσματος. Η Ελλάδα όμως έχει την τιμητική της όσον αφορά τις αρνητικές συνέπειες:
■ Οι εξαγωγές της προς «χώρες του δολαρίου» (ΗΠΑ, αλλά και Καναδάς, που ακολουθεί επίσης επιθετική επιτοκιακή πολιτική) είναι μικρό ποσοστό των συνολικών της εξαγωγών, ενώ εξίσου μικρό είναι και το μερίδιο των τουριστών που πληρώνουν σε δολάρια. Μένουν έτσι οι αρνητικές συνέπειες από την υποτίμηση του ευρώ και πρώτα απ’ όλα η πίεση από τον εισαγόμενο πληθωρισμό: κάθε πτώση της ισοτιμίας του ευρώ μεταφράζεται σε ενίσχυση του πληθωρισμού – και η Ελλάδα είναι ήδη «πρωταθλήτρια» στον πληθωρισμό μεταξύ των χωρών-μελών.
■ Η υποτίμηση του ευρώ και ο υψηλός εισαγόμενος πληθωρισμός συντηρούν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα (περί -ή και πάνω από- 6% του ΑΕΠ), παρά την εντυπωσιακή ανάκαμψη των τουριστικών εσόδων το 2022 στα επίπεδα του 2019. Αυτό το έλλειμμα πρέπει να καλυφθεί με εξωτερική χρηματοδότηση, κυρίως με επενδύσεις χαρτοφυλακίου, σε μετοχές και ομόλογα. Ωστόσο, οι προβλέψεις για το ελληνικό χρηματιστήριο μετοχών δεν είναι ευνοϊκές, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αναγκάζεται να παίζει «κρυφτούλι» με τις αγορές ομολόγων, όσο για τα εταιρικά ομόλογα η συγκυρία είναι ακόμη πιο αρνητική.
■ Συνέπεια των προηγούμενων είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν τεθεί (προσωρινά; και πόσο προσωρινά;) εκτός αγορών: η απόδοση των senior ομολογιακών τους εκδόσεων κυμαίνεται (ή και ξεπερνάει) το 7%, επίπεδο απαγορευτικό για έξοδο στις αγορές (Οπότε αυτό το επιτόκιο έχει μόνο αποτιμητική σημασία για το χαρτοφυλάκιό τους.) Δεν είναι επίσης καθόλου εύκολο, στη δεδομένη συγκυρία, να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου. Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις διεθνών θεσμικών ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού θα συνεχιστεί και το 2023 και οι τράπεζες αποκλειστούν σε μονιμότερη βάση από τις αγορές, τότε θα υπάρξει σοβαρή πίεση όχι μόνο στις αποτιμήσεις των μετοχών τους (που βρίσκονται στο επίκεντρο των πωλήσεων στο Χ.Α.), αλλά και στα εποπτικά τους κεφάλαια, αφού είναι γνωστό ότι πρέπει να αντλήσουν από τις αγορές περί τα 5 δισ. ευρώ μέχρι και το 2025.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όχι μόνο τα κρατικά ομόλογα, αλλά και η χρηματοδότηση των τραπεζών θα καλυφθεί με την άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με ενέχυρο κρατικά ομόλογα (όσα δεν έχουν ήδη ενεχυριαστεί) - επαναφέροντας το «φάντασμα» του Μηχανισμού Παροχής Εκτακτης Ρευστότητας (ELA) των χρόνων 2015-2016...
♦️ Οταν μιλούν οι αποδόσεις
Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν και καθορίζουν τη δύναμη ενός νομίσματος, αλλά σε συνθήκες όπως οι σημερινές, υψηλών πιέσεων και αδυναμίας αξιόπιστων προβλέψεων πέραν του... διμήνου, οι αποδόσεις είναι ο πιο σίγουρος οδηγός των επενδύσεων στα ομόλογα – που «εξ ορισμού» είναι προεξοφλητικός μηχανισμός της πορείας των επιτοκίων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το ευρώ πέφτει χωρίς σταματημό: η απόδοση του αμερικανικού κρατικού δεκαετούς ομολόγου αναφοράς, που μέχρι τα μέσα του 2020 βρισκόταν περί το 0,50%, τώρα κυμαίνεται περί το 3%, ενώ πρόσκαιρα είχε εκτιναχτεί και στο 3,5%. (βλ. σχετικό γράφημα) Την ίδια στιγμή, η απόδοση του γερμανικού 10ετούς κρατικού ομολόγου αναφοράς (που «εκπροσωπεί» το ευρώ), που στα μέσα του 2020 κυμαινόταν στο -0,50%, τώρα βρίσκεται περί το 1%. Σε τέτοιους καιρούς, μια διαφορά 2% στην απόδοση, με δεδομένο μάλιστα το πλεονέκτημα του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, είναι αναπόφευκτα καταδικαστική για το ευρώ. Η απόδοση 3% του αμερικανικού 10ετούς είναι πλέον ανταγωνιστική ακόμη και με τις αποδόσεις των ομολόγων της Ιταλίας – προσφέροντας όμως και ασύγκριτα μεγαλύτερη ασφάλεια.
Ετσι, το ευρώ... πέφτει χωρίς αλεξίπτωτο, ταλαντευόμενο σε μια ισοτιμία με το δολάριο περί το 1:1. Πού θα φτάσει; Μόνο μια στροφή της ΕΚΤ σε επιθετική επιτοκιακή πολιτική θα μπορούσε να ανακόψει την πτώση του. Αυτή η πολιτική όμως έχει ήδη προαναγγελθεί και θα είναι συντηρητική τουλάχιστον μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, η πτώση αναμένεται να συνεχιστεί. Και το νέο «στοίχημα» είναι αν θα προσεγγίσει τα ιστορικά χαμηλά του 0,85:1 του 2001...
Πάνος Κοσμάς
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου