Δύο νούμερα είναι αρκετά. Από τη μία, τα 11 δισ. ευρώ που θα κατευθυνθούν μόνο από τον Αναπτυξιακό Νόμο και το Ταμείο Ανάκαμψης στους επιχειρηματικούς ομίλους της Ενέργειας και όχι μόνο. Και από την άλλη τα 375 εκατομμύρια ευρώ της δεύτερης φάσης της επιδότησης για τα καύσιμα, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και που αντιστοιχεί σε 20 ή 25 ευρώ τον μήνα. Με το ζόρι δηλαδή… 10 λίτρα βενζίνης κάθε τριάντα μέρες.
Αλλά μήπως κι αυτά τα λεφτά τα έκοψε η κυβέρνηση από τους επιχειρηματικούς ομίλους για να τα δώσει στον λαό; Κάθε άλλο! Οπως οι ίδιοι ομολογούν, είναι χρήματα που προκύπτουν από την υπέρβαση των στόχων του προϋπολογισμού για τον μήνα Μάη. Που σημαίνει ότι το κράτος τα βγάζει από τη μια τσέπη, ταράζοντας στους φόρους τη λαϊκή οικογένεια, για να της επιστρέψει ένα μικρό μόνο μέρος ως «επιδότηση» για την ακρίβεια, που δεν φτάνει ούτε για «ζήτω».
Μια ματιά στο φορολογικό καλεντάρι της κυβέρνησης είναι αποκαλυπτική: Τα φορολογικά έσοδα τον Μάη ήταν αυξημένα κατά 1,162 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο του προϋπολογισμού, στρώνοντας το έδαφος για επιστροφή στα ληστρικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Κι όχι μόνο αυτό: Τα φορολογικά έσοδα την περίοδο Γενάρη – Μάη, σε συνθήκες δηλαδή πρωτόγνωρου πληθωρισμού και παρατεταμένης ακρίβειας, ξεπέρασαν τα 20 δισ. ευρώ! Πολλά απ’ αυτά μάλιστα αφορούν τους έμμεσους φόρους για τα καύσιμα, που παραμένουν «στο ύψος τους», ενώ τα λαϊκά νοικοκυριά στενάζουν.
«Ακόμα κι έτσι, μια κουτσουρεμένη επιδότηση είναι καλύτερη από το τίποτα», θα σκεφτεί κανείς. Ακόμα κι εδώ, όμως, μόνο λάκκους έχει η φάβα των κυβερνητικών μέτρων για την ακρίβεια.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις επιδοτήσεις για τη μείωση της τιμής του ρεύματος, που απογειώθηκε με τη ρήτρα αναπροσαρμογής: Προτεραιότητα της κυβέρνησης δεν είναι να δώσει πραγματική ανάσα στον λαό που υποφέρει και βουλιάζει στην ενεργειακή φτώχεια, αλλά να ρίξει σωσίβιο στους ομίλους της λιανικής αγοράς Ενέργειας, που κινδυνεύουν από τα «κανόνια» των ανείσπρακτων λογαριασμών και να διασκεδάσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια που μεγαλώνει.
Προς επιβεβαίωση, να τι γράφει σε επιστολή του προς την κυβέρνηση ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας, με θέμα την «ανάγκη άμεσης κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση των ασφυκτικών συνθηκών ρευστότητας στον κλάδο της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας».
Η επιστολή στάλθηκε πριν από λίγες μέρες και με αυτήν οι πάροχοι ζητάνε τη «λήψη μέτρων που θα συμβάλουν στην ανάσχεση των ασφυκτικών πιέσεων που δέχεται ο κλάδος της προμήθειας Ενέργειας, οι οποίες είναι αποτέλεσμα των συνεχώς επιδεινούμενων συνθηκών χρηματοοικονομικής ρευστότητας και της ραγδαίας αύξησης των επισφαλειών που σχετίζονται με τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών των καταναλωτών».
Ανάμεσα σε άλλα, οι εταιρείες ζητούν ρευστότητα με την παροχή κρατικών εγγυήσεων για τον δανεισμό τους όσο διάστημα διαρκεί η κρίση (ποιος θα τις πληρώσει αυτές τις εγγυήσεις, αν όχι ο λαός, μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό;). Αλλά και την «προκαταβολή σε ποσοστό τουλάχιστον 75% του εκτιμώμενου ποσού των επιδοτήσεων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για κάθε μήνα εφαρμογής του μέτρου»!
Δηλαδή, ζητάνε από την κυβέρνηση να προκαταβάλει το επίδομα προς τα λαϊκά νοικοκυριά, για να μπορούν αυτά να αποπληρώνουν έγκαιρα τους λογαριασμούς και να αυξάνει η εισπραξιμότητα των εταιρειών!
Ποια άλλη απόδειξη χρειάζεται λοιπόν για να αποκαλυφθεί ότι τα μέτρα της κυβέρνησης έχουν αρχή, μέση και τέλος την «έγνοια» της για την «αγορά», την ανησυχία της για τα κέρδη των ομίλων και όχι βέβαια τις ανάγκες του λαού; Ο οποίος, είτε με επιδότηση, είτε χωρίς, πληρώνει έτσι κι αλλιώς πανάκριβο το ρεύμα, εξαιτίας της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης».
Την ίδια «έγνοια» έχει βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ, που προτείνει «κοστολογημένα μέτρα» για την ακρίβεια με τα ίδια ακριβώς κριτήρια και στηρίζει «με τα μπούνια» τη στρατηγική της πανάκριβης και εξοντωτικής για τον λαό «πράσινης μετάβασης».
Ως εδώ λοιπόν με την κοροϊδία! Για τα λαϊκά νοικοκυριά άλλος δρόμος για να πάρουν ανάσα από την ακρίβεια στο ρεύμα και σε βασικά αγαθά δεν υπάρχει, από το να παλέψουν για κατάργηση των αντιλαϊκών φόρων και για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, βάζοντας στο στόχαστρο την πολιτική που καταδικάζει τον λαό να ζει σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας τον 21ο αιώνα.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 22 Ιούνη 2022.
Μια ματιά στο φορολογικό καλεντάρι της κυβέρνησης είναι αποκαλυπτική: Τα φορολογικά έσοδα τον Μάη ήταν αυξημένα κατά 1,162 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο του προϋπολογισμού, στρώνοντας το έδαφος για επιστροφή στα ληστρικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Κι όχι μόνο αυτό: Τα φορολογικά έσοδα την περίοδο Γενάρη – Μάη, σε συνθήκες δηλαδή πρωτόγνωρου πληθωρισμού και παρατεταμένης ακρίβειας, ξεπέρασαν τα 20 δισ. ευρώ! Πολλά απ’ αυτά μάλιστα αφορούν τους έμμεσους φόρους για τα καύσιμα, που παραμένουν «στο ύψος τους», ενώ τα λαϊκά νοικοκυριά στενάζουν.
«Ακόμα κι έτσι, μια κουτσουρεμένη επιδότηση είναι καλύτερη από το τίποτα», θα σκεφτεί κανείς. Ακόμα κι εδώ, όμως, μόνο λάκκους έχει η φάβα των κυβερνητικών μέτρων για την ακρίβεια.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις επιδοτήσεις για τη μείωση της τιμής του ρεύματος, που απογειώθηκε με τη ρήτρα αναπροσαρμογής: Προτεραιότητα της κυβέρνησης δεν είναι να δώσει πραγματική ανάσα στον λαό που υποφέρει και βουλιάζει στην ενεργειακή φτώχεια, αλλά να ρίξει σωσίβιο στους ομίλους της λιανικής αγοράς Ενέργειας, που κινδυνεύουν από τα «κανόνια» των ανείσπρακτων λογαριασμών και να διασκεδάσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια που μεγαλώνει.
Προς επιβεβαίωση, να τι γράφει σε επιστολή του προς την κυβέρνηση ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας, με θέμα την «ανάγκη άμεσης κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση των ασφυκτικών συνθηκών ρευστότητας στον κλάδο της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας».
Η επιστολή στάλθηκε πριν από λίγες μέρες και με αυτήν οι πάροχοι ζητάνε τη «λήψη μέτρων που θα συμβάλουν στην ανάσχεση των ασφυκτικών πιέσεων που δέχεται ο κλάδος της προμήθειας Ενέργειας, οι οποίες είναι αποτέλεσμα των συνεχώς επιδεινούμενων συνθηκών χρηματοοικονομικής ρευστότητας και της ραγδαίας αύξησης των επισφαλειών που σχετίζονται με τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών των καταναλωτών».
Ανάμεσα σε άλλα, οι εταιρείες ζητούν ρευστότητα με την παροχή κρατικών εγγυήσεων για τον δανεισμό τους όσο διάστημα διαρκεί η κρίση (ποιος θα τις πληρώσει αυτές τις εγγυήσεις, αν όχι ο λαός, μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό;). Αλλά και την «προκαταβολή σε ποσοστό τουλάχιστον 75% του εκτιμώμενου ποσού των επιδοτήσεων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για κάθε μήνα εφαρμογής του μέτρου»!
Δηλαδή, ζητάνε από την κυβέρνηση να προκαταβάλει το επίδομα προς τα λαϊκά νοικοκυριά, για να μπορούν αυτά να αποπληρώνουν έγκαιρα τους λογαριασμούς και να αυξάνει η εισπραξιμότητα των εταιρειών!
Ποια άλλη απόδειξη χρειάζεται λοιπόν για να αποκαλυφθεί ότι τα μέτρα της κυβέρνησης έχουν αρχή, μέση και τέλος την «έγνοια» της για την «αγορά», την ανησυχία της για τα κέρδη των ομίλων και όχι βέβαια τις ανάγκες του λαού; Ο οποίος, είτε με επιδότηση, είτε χωρίς, πληρώνει έτσι κι αλλιώς πανάκριβο το ρεύμα, εξαιτίας της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης».
Την ίδια «έγνοια» έχει βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ, που προτείνει «κοστολογημένα μέτρα» για την ακρίβεια με τα ίδια ακριβώς κριτήρια και στηρίζει «με τα μπούνια» τη στρατηγική της πανάκριβης και εξοντωτικής για τον λαό «πράσινης μετάβασης».
Ως εδώ λοιπόν με την κοροϊδία! Για τα λαϊκά νοικοκυριά άλλος δρόμος για να πάρουν ανάσα από την ακρίβεια στο ρεύμα και σε βασικά αγαθά δεν υπάρχει, από το να παλέψουν για κατάργηση των αντιλαϊκών φόρων και για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, βάζοντας στο στόχαστρο την πολιτική που καταδικάζει τον λαό να ζει σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας τον 21ο αιώνα.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 22 Ιούνη 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου