Η συμμετοχή της Ελλάδας στις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας εξαιτίας της εισβολής στην Ουκρανία και η αποστολή στρατιωτικής βοήθειας έχουν συνδεθεί με το αφήγημα ότι «ανήκουμε στη Δύση». Η πατρότητα της φράσης «ανήκουμε στη Δύση», ως γνωστόν, ανήκει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο είχε προσδιορίσει τη θέση της Ελλάδας στον Ψυχρό Πόλεμο. Σήμερα, σε μια αναβίωση της ψυχροπολεμικής ρητορικής, ο πόλεμος στην Ουκρανία παρουσιάζεται ως μια σύγκρουση μεταξύ της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του αυταρχισμού, μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, στην οποία η Ελλάδα αυτονόητα συντάσσεται με την πρώτη.
Οι περισσότεροι από όσους επαναλαμβάνουν ότι «ανήκουμε στη Δύση» γνωρίζουν (ή θα έπρεπε να γνωρίζουν) ότι η Δύση δεν είναι κάτι δεδομένο, ότι είναι μια κατασκευή της οποίας η σημασία και το περιεχόμενο αλλάζουν. Ο ορισμός της Δύσης εξαρτάται από τους ιστορικούς, πολιτισμικούς, πολιτικούς ή άλλους όρους που θα υιοθετήσει κανείς. Ακόμη κι αν περιοριστούμε στη σημερινή συγκυρία, θα συναντούσαμε δυσκολίες να συμφωνήσουμε ποιος ανήκει στη Δύση. Η Πολωνία ανήκει στη Δύση; Εάν ναι, ισχύει το ίδιο και για την Ουγγαρία; Για τη Σερβία; Η Τουρκία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ανήκει στη Δύση; Το Ισραήλ ή η Ιαπωνία; Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο εύπλαστη είναι η έννοια της Δύσης.
Στην πραγματικότητα η επίκληση της Δύσης χρησιμεύει για να κατασκευαστούν διχοτομικά σχήματα. Εκκινώντας από την αλαζονική θέση που έχει μετατραπεί σε αξίωμα ότι η Δύση εκπροσωπεί τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» (και αποσιωπώντας την κληρονομιά του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας) κατασκευάζεται ο εκάστοτε αντίπαλος: πριν από μερικές δεκαετίες ήταν η Σοβιετική Ενωση, πριν από μερικά χρόνια ήταν το Ισλάμ, σήμερα είναι η Ρωσία και ο «ασιατικός δεσποτισμός». Βέβαια, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η επίκληση της Δύσης (και όχι της Ευρώπης, όπως θα ανέμενε κανείς) σηματοδοτεί τη μεγάλη επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, η οποία συνοδεύεται από τη στοίχιση των ευρωπαϊκών χωρών πίσω από τη στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η αντίληψη ότι «ανήκουμε στη Δύση» ωραιοποιεί τη σχέση μεταξύ «Δύσης» και Ελλάδας. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε από το παρελθόν παραδείγματα ωμής επέμβασης των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και των Ηνωμένων Πολιτειών στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μόλις πριν από δέκα χρόνια και με αφορμή τη χρεοκοπία, η Ελλάδα αντιμετωπιζόταν ως παρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ως ένα κράτος-απατεώνας που είχε ξεγελάσει τους «σωστούς» Ευρωπαίους, ενώ οι Ελληνες παρουσιάζονταν τεμπέληδες και διεφθαρμένοι. Γενικότερα, το να υποστηρίζει κανείς ότι η Ελλάδα είναι «ισότιμος συνιδιοκτήτης» της Ευρωπαϊκή Ενωσης ή ότι είναι απλά «εταίρος» των Ηνωμένων Πολιτειών όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά και αποκρύπτει τις σχέσεις ανισότητας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την πλήρη ευθυγράμμιση της ελληνικής κυβέρνησης με την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Το ζήτημα σήμερα δεν είναι να διακηρύττουμε ότι «ανήκουμε στη Δύση» ή ότι «είμαστε Ευρώπη». Οπως η Δύση δεν είναι κάτι σταθερό ή δεδομένο, με τον ίδιο τρόπο η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη δεν είναι στατική. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια κατρακυλά σε όλους τους δείκτες. Οσο και εάν στερεότυπα επαναλαμβάνεται ότι ανήκει στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στην πραγματικότητα είναι στην περιφέρειά της. Δεν συναγωνίζεται το Βέλγιο ή την Ισπανία αλλά τις χώρες της Αν. Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τη Βουλγαρία, οι μισθοί είναι ανάλογοι με αυτούς της Πολωνίας και της Λιθουανίας, οι θάνατοι από την πανδημία στην Ελλάδα συγκρίνονται με αυτούς στη Σλοβενία και τη Λετονία, ενώ στους λεγόμενους «ποιοτικούς» δείκτες, αναφορικά, για παράδειγμα, με την ισότητα των φύλων ή την ελευθερία του Τύπου, η Ελλάδα είναι ουραγός.
Ισως και μόνο η δήλωση του εκπροσώπου της UNICEF στην Ελλάδα, Λουτσιάνο Καλεστίνι, πριν από δύο μήνες, ότι «η Ελλάδα είναι η χειρότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση για να είσαι παιδί», θα έπρεπε να ήταν αρκετή για να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση για το δυσοίωνο μέλλον της χώρας, για την απόκλισή της από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή για τις προτεραιότητες που θα πρέπει να θέσει η πολιτεία. Αυτό, δυστυχώς, δεν έγινε. Τέτοια θέματα δεν ταιριάζουν με την τεχνητή αισιοδοξία και τον αυτοθαυμασμό τού «πόσο καλά τα έχουμε καταφέρει» που συστηματικά καλλιεργεί η κυβέρνηση. Αλλωστε, ας μην ξεχνάμε, και το ίδιο το αφήγημα ότι «ανήκουμε στη Δύση» πρωτίστως για εσωτερική κατανάλωση προορίζεται για να δημιουργεί την ψευδαίσθηση ισχύος και υπεροχής.
Πολυμέρης Βόγλης - Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου