Στον «πάτο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται η Ελλάδα με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως αποκαλύπτουν τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, της Eurostat. Η χώρα μας, δηλαδή, με όρους αγοραστικής δύναμης, κατατάσσεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ!Παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που εμφανίζει η ελληνική οικονομία, εντούτοις με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων, η χώρα μας κατατάσσεται στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «27», ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία!
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) διαμορφώθηκε το 2021, στο 64,6% της ΕΕ-27 και κατέλαβε την προτελευταία θέση, μεταξύ των «27» ήτοι την 26η θέση, πάνω από τη Βουλγαρία που ήταν 27η και πίσω από τις 25 άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε σύγκριση με το 2009, που η Ελλάδα ήταν στην 14η θέση, στα 12 χρόνια που μεσολάβησαν με τα μνημόνια, η χώρα μας έχασε 12 θέσεις και κατρακύλησε στην προτελευταία.
Όπως σχολιάζει η Eurobank, στην εβδομαδιαία ανάλυσή της, απαιτούνται ρυθμοί μεγέθυνσης υψηλότεροι κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες προσεγγιστικά από τους αντίστοιχους της ΕΕ-27 έτσι ώστε σε μια δεκαετία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας να βρίσκεται στο 80% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-27 (2,7 ποσοστιαίες μονάδες αν η σύγκριση γίνει με την Ευρωζώνη).
Επίσης, σημειώνουν οι αναλυτές της τράπεζας, λαμβάνοντας υπόψιν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας λόγω του δημογραφικού προβλήματος, τα προαναφερθέντα σενάρια προϋποθέτουν μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Ακόμη, ο στόχος της σύγκλισης, έστω και μερικής, του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας (64,6) με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-27 (100) ή της Ευρωζώνης (105,5) είναι σημαντικό να επιτευχθεί με ένα παραγωγικό υπόδειγμα που να την καθιστά διατηρήσιμη (αξιοπιστία, ανταγωνιστικότητα, ποιότητα θεσμών, δημοσιονομική πειθαρχία), ενώ τονίζουν με νόημα, πως «η εμπειρία της δεκαετίας του 2000 είναι ακόμα νωπή».
Τονίζουν επίσης, πως η ενίσχυση της αξιοπιστίας αποτελεί επένδυση καθότι δημιουργεί κεφάλαιο και αποτελεί σημαντική συνθήκη έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε ένα μονοπάτι πολυετούς μεγέθυνσης με στόχο να καλύψει σε έναν βαθμό την απόσταση που τη χωρίζει από την ΕΕ-27 σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Ανάπτυξη, αλλά…
Υπενθυμίζεται ότι το ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 7% σε ετήσια βάση, ενώ συνολικά το 2021 η μέση αύξηση ανήλθε στο 8,3, μετά από τη «βουτιά» του 8,7% το 2020, λόγω της πανδημίας.
Ωστόσο, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι ρυθμοί αυτοί δεν φτάνουν, αλλά το πιθανότερο είναι πως η ανάπτυξη της οικονομίας δεν φτάνει στα νοικοκυριά.
Πηγή: sofokleousin.gr
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) διαμορφώθηκε το 2021, στο 64,6% της ΕΕ-27 και κατέλαβε την προτελευταία θέση, μεταξύ των «27» ήτοι την 26η θέση, πάνω από τη Βουλγαρία που ήταν 27η και πίσω από τις 25 άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε σύγκριση με το 2009, που η Ελλάδα ήταν στην 14η θέση, στα 12 χρόνια που μεσολάβησαν με τα μνημόνια, η χώρα μας έχασε 12 θέσεις και κατρακύλησε στην προτελευταία.
Όπως σχολιάζει η Eurobank, στην εβδομαδιαία ανάλυσή της, απαιτούνται ρυθμοί μεγέθυνσης υψηλότεροι κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες προσεγγιστικά από τους αντίστοιχους της ΕΕ-27 έτσι ώστε σε μια δεκαετία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας να βρίσκεται στο 80% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-27 (2,7 ποσοστιαίες μονάδες αν η σύγκριση γίνει με την Ευρωζώνη).
Επίσης, σημειώνουν οι αναλυτές της τράπεζας, λαμβάνοντας υπόψιν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας λόγω του δημογραφικού προβλήματος, τα προαναφερθέντα σενάρια προϋποθέτουν μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Ακόμη, ο στόχος της σύγκλισης, έστω και μερικής, του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας (64,6) με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-27 (100) ή της Ευρωζώνης (105,5) είναι σημαντικό να επιτευχθεί με ένα παραγωγικό υπόδειγμα που να την καθιστά διατηρήσιμη (αξιοπιστία, ανταγωνιστικότητα, ποιότητα θεσμών, δημοσιονομική πειθαρχία), ενώ τονίζουν με νόημα, πως «η εμπειρία της δεκαετίας του 2000 είναι ακόμα νωπή».
Τονίζουν επίσης, πως η ενίσχυση της αξιοπιστίας αποτελεί επένδυση καθότι δημιουργεί κεφάλαιο και αποτελεί σημαντική συνθήκη έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε ένα μονοπάτι πολυετούς μεγέθυνσης με στόχο να καλύψει σε έναν βαθμό την απόσταση που τη χωρίζει από την ΕΕ-27 σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Ανάπτυξη, αλλά…
Υπενθυμίζεται ότι το ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 7% σε ετήσια βάση, ενώ συνολικά το 2021 η μέση αύξηση ανήλθε στο 8,3, μετά από τη «βουτιά» του 8,7% το 2020, λόγω της πανδημίας.
Ωστόσο, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι ρυθμοί αυτοί δεν φτάνουν, αλλά το πιθανότερο είναι πως η ανάπτυξη της οικονομίας δεν φτάνει στα νοικοκυριά.
Πηγή: sofokleousin.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου