Τι μπορεί να σημαίνει το άνοιγμα των 2,6 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ του ελληνικού και του ευρωπαϊκού πληθωρισμού; Είναι τυχαίο γεγονός ή απεικονίζει πολιτικές επιλογές που υπαγορεύονται από «φιλίες», «συμπάθειες» και «εξαρτήσεις»; Υποκρύπτει κυβερνητικές «αβλεψίες» ή την απροκάλυπτη απροθυμία να θιγούν αυτοί που αξιολογεί ως «χρήσιμους ισχυρούς»; Υποδηλώνει αυτάρεσκη αλαζονεία ή πρόδηλη απαξίωση;
Η άνοδος των τιμών, δηλαδή ο πληθωρισμός που σημειώνεται τους τελευταίους μήνες, δεν συνδέεται με τη ζήτηση αλλά με την προσφορά. Για να το πούμε απλά, οι τιμές δεν αυξάνονται επειδή οι Ελληνες καταναλώνουν περισσότερο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μειώνουν την κατανάλωση επειδή εισπράττουν λιγότερα. Σύμφωνα με τον ΕΦΚΑ «τον Μάιο του 2021, οι μέσες μηνιαίες τακτικές αποδοχές των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, ήταν χαμηλότερες κατά 14% σε σύγκριση με το 2008.
Ο μέσος μισθός για εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης τον Μάιο ήταν 1.274,74 ευρώ (μικτά) όταν 14 χρόνια πριν, με βάση την ίδια μεθοδολογία στατιστικής καταγραφής, ήταν 1.478,43 ευρώ (μικτά). Επίσης από ίδια στοιχεία προκύπτει ότι ένας στους τρεις μισθωτούς (751.235 εργαζόμενοι με μερική απασχόληση) είχε τον Μάιο του ’21 μέσες μηνιαίες αποδοχές ύψους 408,88 ευρώ (340 ευρώ καθαρά)».
Και δεν έχουν μόνο μικρότερα εισοδήματα αλλά έχουν να αντιμετωπίσουν και τις τιμές που συρρικνώνουν ακόμα περισσότερο την αγοραστική αξία του εισοδήματός τους. Από το 2007 μέχρι το 2021 ο πληθωρισμός, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, κατέγραψε αύξηση κατά 13,7%. Αν συνυπολογίσουμε και τη μείωση στους μισθούς, τότε η σωρευτική απώλεια της αγοραστικής δύναμης που υπέστη ένας άνθρωπος του μεροκάματου μέχρι τον Δεκέμβριο πλησίασε το 30% και μέχρι τον Απρίλιο 2022 ξεπέρασε το 35%. Αυτό σημαίνει ότι το «καλάθι» τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν κατά 30% ελαφρύτερο σε σχέση με το 2007 και τον Απρίλιο του 2022 κατά 35%.
Με τα δεδομένα αυτά, ακόμα και ο πιο αδαής στα οικονομικά αντιλαμβάνεται ότι οι ευθύνες για την άνοδο των τιμών βαραίνουν αποκλειστικά την... προσφορά. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις αυξήσεις στις διεθνείς τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων αλλά ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί γιατί οι ανατιμήσεις στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Μήπως οι εγχώριοι «εμπορευόμενοι» σαν τον «λύκο» που «χαίρεται στην αναμπουμπούλα» βρήκαν την ευκαιρία και άρχισαν να ορμούν επί δικαίους και αδίκους;
Αν γυρίσουμε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι οι άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο έμαθαν να συμβιώνουν με τον πληθωρισμό. Αρθρα του Δημήτρη Καλλιτσουνάκη που δημοσιεύτηκαν το 1923, παρουσιάζουν τόσο την έκρηξη κερδοσκοπίας που καταγράφηκε από το 1912 μέχρι και το 1923 όσο και την άρνηση των τότε κυβερνήσεων να αναπληρώσουν μέρος των απωλειών της αγοραστικής δύναμης των μεροκαματιάρηδων.
Από το 1925, όταν συστάθηκε η Στατιστική Υπηρεσία και η καταγραφή της μεταβολής των τιμών συστηματοποιήθηκε, οι ανατιμήσεις ήταν ο κανόνας και η σταθερότητα η εξαίρεση. Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι μία από τις πιο σοβαρές όψεις της διαπλοκής ήταν η κερδοσκοπία. Η «αγορά», έχοντας εξασφαλίσει «ασυλία» από τους πολιτικούς, αξιοποιούσε ή επινοούσε καταστάσεις (πόλεμοι, συναλλαγματικές κρίσεις, πολιτικές εντάσεις κ.ά.) για να ανεβάζει τις τιμές. Οι κυβερνήσεις όταν η δυσαρέσκεια κορυφωνόταν, για να δείξουν ότι κάτι κάνουν, μάζευαν μερικούς μανάβηδες, μπακάληδες και χασάπηδες και τους παρέπεμπαν στη Δικαιοσύνη με την κατηγορία της «αισχροκέρδειας». Κυνηγούσαν τη «μαρίδα» και άφηναν τους «μεγάλους» στα απυρόβλητο.
Οι ομοιότητες με το σήμερα, συγκλονιστικές. Ο κ. Μητσοτάκης, αν κρίνουμε τις μέχρι στιγμής επιλογές του, εστιάζει στο αν θα χορτάσουν οι «λύκοι» και όχι στο πώς θα επιβιώσουν τα «πρόβατα». Αφήνει ανενόχλητες τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, τους πετρελαιάδες και τους σουπερμαρκετάδες να συσσωρεύουν κέρδη και να κάνουν ό,τι θέλουν, όπως το θέλουν και όταν το θέλουν. Εχετε δει την Επιτροπή Ανταγωνισμού να κάνει κάποια έρευνα για «καρτέλ», για εκμετάλλευση της «δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά», για παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού, για εναρμόνιση των τιμών; Εχετε δει τις Αρχές να ελέγχουν σε μεγάλες επιχειρήσεις «κοστολογικά στοιχεία»; Εχετε ακούσει για επιπλέον φορολόγηση των «έκτακτων κερδών»; Εχετε ακούσει για έρευνες που αφορούν τριγωνικές συναλλαγές με εξωχώριες εταιρείες-φαντάσματα; Εχετε ακούσει να κληθεί κάποια πολυεθνική να δώσει εξηγήσεις γιατί το ίδιο προϊόν στο Μόναχο και στο Παρίσι πωλείται 20% φτηνότερα; Εχετε ακούσει να έχει γίνει κάτι με τους εμπόρους των ζαρζαβατικών, που μέχρι η μελιτζάνα να φτάσει από την Κόρινθο στο ράφι του σούπερ μάρκετ έχουν τριπλασιάσει την τιμή της;
Λένε ότι γίνονται έλεγχοι. Σε ποιους; Λένε ότι ενδιαφέρονται για την εργασία. Πώς; Με τους νόμους του Χατζηδάκη και με την εκκωφαντική άρνηση σε κάθε εύλογο αίτημα για αναπροσαρμογή της αμοιβής της;
Η διαφορά μεταξύ του πληθωρισμού στην Ελλάδα και του αντίστοιχου των μητροπόλεων του ευρωπαϊκού καπιταλισμού δεν είναι θέμα πολιτικής. Είναι ζήτημα προσχημάτων. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν να κρατήσουν τα προσχήματα. Εδώ η κυβέρνηση, πιστή στις «εκλεκτικές της συγγένειες», όχι μόνο δεν το βρίσκει αναγκαίο αλλά με τα κραυγαλέα μεροληπτικά νομοθετήματα και με την εκκωφαντική αδράνεια φροντίζει να καταστήσει σαφές ποιους θεωρεί σημαντικούς και ποιους εξαρτήματα της μηχανής παραγωγής κέρδους.
Και να ήταν μόνο αυτό; Με προσεκτικά μεθοδευμένες παρεμβάσεις φροντίζει να αποκαθάρει τους λύκους της κερδοσκοπίας εμφανίζοντάς τους ως «προστάτες», «ευεργέτες», «χορηγούς», «φιλάνθρωπους». Στο ίδιο έργο θεατές; Ναι. Η διαφορά του τότε με το τώρα είναι ότι τότε οι κυβερνήτες προσπαθούσαν να αποτρέψουν, ενώ σήμερα η κυβέρνηση βιάζεται να καταργήσει ό,τι παραχώρησαν -ή και διατήρησαν- οι προηγούμενοι, όταν συνειδητοποίησαν τη δύναμη της... ανέχειας.
Γιάννης Σιώτος - Δημοσιογράφος, συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου