Ακόμα μια θλιβερή πρωτιά για την Ελλάδα. Ένας στους τρεις κατοίκους δίνει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των αναγκών στέγασης.
Δυσβάστακτο παραμένει το ζήτημα της στέγασης για πάνω από το 1/3των νοικοκυριών στην Ελλάδα, τα οποία είναι υποχρεωμένα προκειμένου να καλύψουν τα έξοδα που σχετίζονται με το ακίνητο στο οποίο μένουν (όπως π.χ. ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου, λογαριασμούς ΔΕΚΟ κ.ά.) να δαπανούν άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Δυσβάστακτο παραμένει το ζήτημα της στέγασης για πάνω από το 1/3των νοικοκυριών στην Ελλάδα, τα οποία είναι υποχρεωμένα προκειμένου να καλύψουν τα έξοδα που σχετίζονται με το ακίνητο στο οποίο μένουν (όπως π.χ. ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου, λογαριασμούς ΔΕΚΟ κ.ά.) να δαπανούν άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Αποκαλυπτική της οριακής αυτής κατάστασης είναι η τελευταία έκθεση της Eurostat, που αφορά στο 2020, και αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί «ουραγό» στην Ε.Ε. των 27 χωρών-μελών, καθώς το 33,3% των νοικοκυριών εντάσσεται στην κατηγορία των υπερβολικά επιβαρυμένων οικονομικά σε ό,τι αφορά στη στέγασή τους -δηλαδή ξοδεύουν πάνω από το 40% των εισοδημάτων τους. Στο κόστος της στέγασης περιλαμβάνεται το ενοίκιο ή η δόση του στεγαστικού δανείου, καθώς και τα κοινόχρηστα και οι δαπάνες θέρμανσης,ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων.
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν ότι το κόστος ζωής στην Ελλάδα είναι δυσβάσταχτο για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης μειώθηκε στο 67,4% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2018, από 93,3% που ήταν 2008.
Την ίδια στιγμή, ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι μόλις7,8%, ενώ η αμέσως επόμενη χώρα μετά την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία,όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 14,4%. Συγκεκριμένα, σε 13κράτη-μέλη το ποσοστό αυτό ανερχόταν κάτω από 5%. Χαμηλότερο ήταν το ποσοστό στην Κύπρο (1,9%), στη Λιθουανία (2,7%), τη Μάλτα (2,8%) και τη Σλοβακία (3,2%). Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δανία (14,1%), τη Βουλγαρία (14,4%) και πρώτη με διαφορά ήταν η Ελλάδα (33,3%).
Χειρότερη εικόνα το 2022
Αυτό που κάνει όμως ακόμη χειρότερη την κατάσταση στην ελληνική οικονομία είναι το γεγονός ότι τα παραπάνω στοιχεία αφορούν μια περίοδο κατά την οποία ναι μεν τα ενοίκια είχαν αυξηθεί σημαντικά, αλλά δεν είχε συμβεί το ίδιο και με τους λογαριασμούς του ρεύματος.
Πρακτικά όπως εξηγούν οικονομολόγοι είναι προφανές ότι όταν δημοσιευθούν τα στοιχεία για το 2022, όπου το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολλαπλάσιο, ενδέχεται να ξεπεραστεί ακόμα και το ιστορικά υψηλό ποσοστό που είχε σημειωθεί το 2015, όταν το 45,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα δαπανούσε πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του.
Σε δεινή θέση οι ενοικιαστές
Ακόμη χειρότερη είναι η εικόνα για όσους ενοικιάζουν το ακίνητο στο οποίο μένουν, καθώς με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των ενοικιαστών στην Ελλάδα που ξοδεύουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για τις στεγαστικές ανάγκες τους διαμορφώθηκε το 2020 σε 79,2% από 83,2% το 2019. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην Ε.Ε. ο μέσος όρος μεταξύ των ενοικιαστών που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση δεν ξεπερνάει το 21,1%, είναι δηλαδή σχεδόν τέσσερις φορές χαμηλότερος. Η αμέσως επόμενη χώρα, μετά την Ελλάδα,είναι η Ουγγαρία, με το 46,7% των ενοικιαστών να δαπανούν πάνω από το 40% των εισοδημάτων τους για τις στεγαστικές ανάγκες τους, ενώ ακολουθεί η Βουλγαρία με 44,8%.
Την ίδια στιγμή ο αριθμός των ενοικιαστών αυξάνεται συνεχώς. Το 2020 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα είχε μειωθεί σε 73,9%, από 77,2% που ήταν το 2010. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό των ενοικιαστών πανελλαδικά βρισκόταν στο 26,1% το 2020, από 22,8% το 2010 και ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα εκτιμάται ότι προσεγγίζει το 40%.
Η εικόνα της Ελλάδας είναι αποκαρδιωτική ακόμα και μεταξύ όσων κάνουν ιδιόχρηση του ακινήτου τους και δεν επιβαρύνονται με δαπάνες, όπως π.χ. ένα στεγαστικό δάνειο. Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα, καθώς αποτελεί το62% του συνόλου του πληθυσμού. Στη συγκεκριμένη κατηγορία το 22,7% βρίσκεται να ξοδεύει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη δαπανών ΔΕΚΟ και θέρμανσης, που επίσης αποτελεί το χειρότερο ποσοστό στην Ε.Ε., με τη δεύτερη Βουλγαρία να βρίσκεται στο 13,1%. Ο δε μέσος όρος στην Ε.Ε. δεν ξεπερνάει το 4,3%! Εν ολίγοις, το ποσοστό στην Ελλάδα είναι πενταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Κώστας Παπαγρηγόρης
Πηγή: news247.gr
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν ότι το κόστος ζωής στην Ελλάδα είναι δυσβάσταχτο για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης μειώθηκε στο 67,4% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2018, από 93,3% που ήταν 2008.
Την ίδια στιγμή, ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι μόλις7,8%, ενώ η αμέσως επόμενη χώρα μετά την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία,όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 14,4%. Συγκεκριμένα, σε 13κράτη-μέλη το ποσοστό αυτό ανερχόταν κάτω από 5%. Χαμηλότερο ήταν το ποσοστό στην Κύπρο (1,9%), στη Λιθουανία (2,7%), τη Μάλτα (2,8%) και τη Σλοβακία (3,2%). Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δανία (14,1%), τη Βουλγαρία (14,4%) και πρώτη με διαφορά ήταν η Ελλάδα (33,3%).
Χειρότερη εικόνα το 2022
Αυτό που κάνει όμως ακόμη χειρότερη την κατάσταση στην ελληνική οικονομία είναι το γεγονός ότι τα παραπάνω στοιχεία αφορούν μια περίοδο κατά την οποία ναι μεν τα ενοίκια είχαν αυξηθεί σημαντικά, αλλά δεν είχε συμβεί το ίδιο και με τους λογαριασμούς του ρεύματος.
Πρακτικά όπως εξηγούν οικονομολόγοι είναι προφανές ότι όταν δημοσιευθούν τα στοιχεία για το 2022, όπου το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολλαπλάσιο, ενδέχεται να ξεπεραστεί ακόμα και το ιστορικά υψηλό ποσοστό που είχε σημειωθεί το 2015, όταν το 45,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα δαπανούσε πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του.
Σε δεινή θέση οι ενοικιαστές
Ακόμη χειρότερη είναι η εικόνα για όσους ενοικιάζουν το ακίνητο στο οποίο μένουν, καθώς με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των ενοικιαστών στην Ελλάδα που ξοδεύουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για τις στεγαστικές ανάγκες τους διαμορφώθηκε το 2020 σε 79,2% από 83,2% το 2019. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην Ε.Ε. ο μέσος όρος μεταξύ των ενοικιαστών που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση δεν ξεπερνάει το 21,1%, είναι δηλαδή σχεδόν τέσσερις φορές χαμηλότερος. Η αμέσως επόμενη χώρα, μετά την Ελλάδα,είναι η Ουγγαρία, με το 46,7% των ενοικιαστών να δαπανούν πάνω από το 40% των εισοδημάτων τους για τις στεγαστικές ανάγκες τους, ενώ ακολουθεί η Βουλγαρία με 44,8%.
Την ίδια στιγμή ο αριθμός των ενοικιαστών αυξάνεται συνεχώς. Το 2020 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα είχε μειωθεί σε 73,9%, από 77,2% που ήταν το 2010. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό των ενοικιαστών πανελλαδικά βρισκόταν στο 26,1% το 2020, από 22,8% το 2010 και ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα εκτιμάται ότι προσεγγίζει το 40%.
Η εικόνα της Ελλάδας είναι αποκαρδιωτική ακόμα και μεταξύ όσων κάνουν ιδιόχρηση του ακινήτου τους και δεν επιβαρύνονται με δαπάνες, όπως π.χ. ένα στεγαστικό δάνειο. Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα, καθώς αποτελεί το62% του συνόλου του πληθυσμού. Στη συγκεκριμένη κατηγορία το 22,7% βρίσκεται να ξοδεύει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη δαπανών ΔΕΚΟ και θέρμανσης, που επίσης αποτελεί το χειρότερο ποσοστό στην Ε.Ε., με τη δεύτερη Βουλγαρία να βρίσκεται στο 13,1%. Ο δε μέσος όρος στην Ε.Ε. δεν ξεπερνάει το 4,3%! Εν ολίγοις, το ποσοστό στην Ελλάδα είναι πενταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Κώστας Παπαγρηγόρης
Πηγή: news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου