H αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και στη συνέχεια περαιτέρω αύξηση έως ότου ο κατώτατος μισθός καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης είναι η πρόταση που θα μπορούσε στοιχειωδώς να βελτιώσει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, όταν η αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά 6,2% τον Ιανουάριο (και 7,2% τον Φεβρουάριο) είναι η μεγαλύτερη από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη και ταυτόχρονα η υψηλότερη των τελευταίων 25 ετών.
Η αύξηση στο 60% του διαμέσου μισθού είναι και η πρόταση που υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα ευρωπαϊκά συνδικάτα (ΣΕΣ) και το Ευρωκοινοβούλιο στην προ πολέμου συζήτηση που άνοιξε στην ΕΕ για ένα ενιαίο πλαίσιο κατώτατου μισθού και αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του εξαμήνου της γαλλικής προεδρίας.
Αυτή η πρόταση αποτελεί και τον πυρήνα της θέσης της ΓΣΕΕ, την οποία παρουσίασε χθες αναλυτικά το Ινστιτούτο Εργασίας του συνδικάτου. Πρόταση η οποία αποτελεί το κεντρικό αίτημα στην πανελλαδική απεργία και κινητοποίηση στις 6 Απριλίου, σε μία από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις που φιλοδοξούν να πραγματοποιήσουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις με ομόφωνες αποφάσεις.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε δυο φάσεις και με ενεργοποίηση της διαδικασίας συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπου τον πρώτο ρόλο θα έχουν οι εκπρόσωποι παραγωγικών φορέων και των εργαζομένων κι όχι οι επιστημονικοφανείς γραφειοκρατίες και οι κρατικοί εντεταλμένοι, είναι ένα αίτημα δίκαιο και πρέπει να «αποτελέσει πρωταρχικό στόχο της οικονομικής πολιτικής της χώρας μας, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, θα βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και θα μειωθεί η ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας. Aλλωστε ο κατώτατος μισθός προστατεύει ένα τμήμα της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση και την ίδια στιγμή είναι ένας προωθητικός μηχανισμός της μακροοικονομικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης με παράλληλη μείωση των ανισοτήτων», αναφέρει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Κι αυτή η πεποίθηση ενισχύεται από τα εξής στοιχεία του:
■ Το ποσοστό των μισθωτών στην Ελλάδα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης είναι 46%, το υψηλότερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
■ Aπό την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης στην Ελλάδα θα βελτιωθούν οι υλικές συνθήκες του 34,4% των μισθωτών.
■ Η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι η 7η χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. Το 2021 η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ήταν 1% χαμηλότερη από της Πορτογαλίας και 43% από της Ιρλανδίας. Τον Ιανουάριο του 2022 η διαφορά ανήλθε σε 5% και 45% αντίστοιχα.
■ Ενώ η Επιτροπή προτείνει η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης να συνοδεύεται από μια αύξηση στο ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο επίπεδο του 70%, η Ελλάδα έχει μια από τις χειρότερες επιδόσεις -το 4ο χαμηλότερο- στην Ε.Ε. και απέχει από τον στόχο που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά περίπου 56 ποσοστιαίες μονάδες.
■ Αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1% και οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών στα περισσότερα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης κυμαίνονται μεταξύ 11% και 22%.
Εξαφανίστηκαν 525.000 άνεργοι
Κατά 525.000 λιγότερους ανέργους από τον ΟΑΕΔ ανακοίνωσε, χθες, η ΕΛΣΤΑΤ, εμφανίζοντας το ποσοστό ανεργίας τον Ιανουάριο στο 12,8% (587.152 άνεργοι). Στον ΟΑΕΔ, για τον ίδιο μήνα, η εγγεγραμμένη ανεργία ανήλθε στο 24,1%.
Σύμφωνα με το δελτίο της έρευνας εργατικού δυναμικού (σημειωτέον ότι έγινε σε συνθήκες πανδημίας, με περιορισμένη την πρόσβαση των ερευνητών στις πηγές), οι απασχολούμενοι σημείωσαν, στο 12μηνο, αύξηση κατά 312.199 άτομα (+8,5%), έναντι Ιανουαρίου 2021, και μείωση κατά 68.799 άτομα (-1,7%) σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2021.
Οι άνεργοι, στο ίδιο χρονικό διάστημα, σημείωσαν μείωση κατά 123.563 άτομα (-17,4%), σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του ’21, ενώ μείωση είχαν κατά 68.799 άτομα και έναντι του Δεκεμβρίου ’21.
Χριστίνα Κοψίνη
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου