Αλλωστε κι εγώ τις περιμένω πως και πως… Όταν τελειώνουν ανυπομονώ να έρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα. Είναι βλέπετε και ο Αγιος Βασίλης με τα δώρα…
Είναι όμως και οι φίλοι μου, που θέλω να τους δω.
Αλλά για να ξαναγυρίσω στον μπαμπά και τη μαμά, συνέχεια τους άκουγα να μουρμουρίζουν «μην πάμε σε σπίτια, μόνο σε πάρκα, πλατείες και βουνά», «μα πως να πάμε το παιδί να παίξει σε κλειστό χώρο, δεν βλέπεις τί γίνεται;», «να βιαστούμε να εμβολιάσουμε το παιδί», «δεν υπάρχει κράτος και κυβέρνηση (τί είναι πάλι αυτά δεν ξέρω, αλλά έτσι έλεγαν) να μας προστατεύσει, πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας και όλοι μαζί, χωρίς αυτούς (ποιοι είναι οι «αυτοί» πάλι δεν κατάλαβα), «θα ανοίξουν τα σχολεία χωρίς να πάρουν μέτρα προστασίας;».
Εκεί ομολογώ τρόμαξα… διότι νομίζουν ότι τα λένε ψιθυριστά και δεν ακούω, αλλά τα ακούω όλα. Ασε δηλαδή που και να μην ακούω πάλι καταλαβαίνω. Βλέπω το πρόσωπό τους και καταλαβαίνω.
Δηλαδή, τί; Να μην πάμε πάλι σχολείο; Και πότε θα δω τους συμμαθητές μου;
Λένε και κάτι άλλα… που έχουν άγνωστες λέξεις για μένα, αλλά όταν τα λένε μοιάζει σαν να…πώς να το πω; Μοιάζει σαν να ονειρεύονται.
Λένε, ότι η τάξη μου πρέπει να έχει 15 παιδάκια και όχι 25 για να μην στριμωχνόμαστε και να μην κολλάμε κορονοϊό. Τώρα που το σκέφτομαι, πολύ λυπήθηκα που κάποια παιδάκια αρρώστησαν και έμειναν σπίτι πριν τα Χριστούγεννα. Αυτό βέβαια έχει ξανασυμβεί. Εμείς τα παιδάκια αρρωσταίνουμε. Τώρα όμως είναι διαφορετικά. Ολοι φοβούνται. Περισσότερο λυπήθηκα που έβλεπα την αγωνία του μπαμπά και της μαμάς και το φόβο της δασκάλας.
Μας κοιτάζει πολύ προσεκτικά και συνέχεια λέει «μη βγάζετε τις μάσκες», «μέχρι τη μυτούλα οι μάσκες», «μην ανταλλάσσετε παιχνίδια».
Στο σπίτι, λοιπόν, ακούω κι άλλα. Κάθε φορά που με καθίζουν στην καρέκλα για να μου βάλουν αυτό το μακρύ πράγμα στη μύτη μου για να δουν αν έχω κορονοϊό μουρμουρίζουν «αν υπήρχε πρωτοβάθμια υγεία» (τί είναι πάλι αυτό;) θα έπρεπε συνεργεία ειδικών να πηγαίνουν στα σχολεία και να ελέγχουν τα παιδιά και όχι να το κάνουμε εμείς αυτό». Πάλι ονειρεύονται αυτοί σκέφτομαι…
Εγώ πάλι κάθε φορά που βλέπω αυτό το τεστ γκρινιάζω όλο και λιγότερο για να μην τους στενοχωρώ. Αλλά, να, νευριάζω λίγο. Γιατί όλο μου λένε ότι θα τελειώσει αυτός ο κορονοϊός, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Και να σας πως και κάτι άλλο; Το κουβεντιάζουμε και με τους φίλους μας. Οι μεγάλοι νομίζουν ότι δεν ξέρουμε και δεν καταλαβαίνουμε. Αλλά, εμείς έχουμε καταλάβει ότι οι μπαμπάδες και οι μαμάδες έχουν αγωνία και δεν γκρινιάζουμε πια.
Με παρηγορεί, κάπως, που αυτό το μακρύ πράγμα κάθε τρεις και λίγο το βάζουν και στη δική τους μύτη. Αλλά και πάλι κάτι μουρμουρίζουν γι’ αυτή την «πρωτοβάθμια». Προχθές, μιλούσαν με τη θεία που ήταν λίγο άρρωστη και γι’ αυτό πήγαν οικογενειακώς και έκαναν κάτι άλλα τεστ που τα πλήρωναν. Τότε ήταν που ο μπαμπάς έγινε έξαλλος και φώναζε «μα πόσα θα κερδίσουν πιά;», «τίποτα δεν πληρώνει αυτό κράτος».
Γενικά, αυτό ο κορονοϊός τους κάνει όλους να νευριάζουν!
Λένε κι άλλα, να για παράδειγμα, η μαμά έλεγε πως εκείνη η καλή κυρία που μας υποδεχόταν στην πόρτα του σχολείου και ένα πρωί δεν ξανάρθε και δεν την ξαναείδαμε, δεν έπρεπε να φύγει, έπρεπε να είναι πάντα στην πόρτα να μας περιμένει, αλλά τη διώξανε… Γιατί τη διώξανε, άραγε; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι το πρωί όταν πηγαίνω στο σχολείο οι δασκάλες πάνε κι έρχονται πότε στη τάξη, πότε στην πόρτα και έχουν άγχος. Μάλλον, εκείνη η κυρία και σε κάτι άλλο βοηθούσε εκτός από το να μας λέει καλημέρα χαμογελαστά.
Επίσης, γκρινιάζει που το φαγητό μας το τρώμε κρύο. Όχι όλα τα παιδιά. Τα περισσότερα, όμως, ούτε που το ακουμπάμε. Όταν η μαμά στο σπίτι ανοίγει το ταπεράκι μου και βλέπει το φαγητό που δεν έφαγα μουρμουρίζει πάλι «δεν θα έπρεπε να υπάρχει μία γυναίκα να φροντίζει την καθαριότητα και το φαγητό των παιδιών;»
Κι όταν πια η δασκάλα πρέπει να λείψει και να φύγουμε νωρίτερα από το σχολείο, εκεί πια έχουμε μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι «και ποιος θα πάρει το παιδί; Πώς θα πάρω πάλι άδεια από τη δουλειά; Μα τί κατάσταση είναι αυτή. Δεν θα έπρεπε (πάλι ονειρεύονται) να υπάρχουν περισσότεροι δάσκαλοι; Ανθρωποι είναι κι αυτοί; Κάτι τους τυχαίνει…».
Με τούτα και με τ’ άλλα, εγώ πήγα στο σχολείο. Πρώτη μέρα μετά τις διακοπές. Η κυρία της πόρτας δεν ήταν εκεί… Μάλλον δε θα ξανάρθει ποτέ.
Ο μπαμπάς και οι μαμά γέμισαν πάλι το ντουλάπι με αυτά τα αχώνευτα ξυλάκια που μου χώνουν στη μύτη.
Τα θρανία μας είναι σχεδόν κολλητά, αν και η δασκάλα προσπάθησε να τα τακτοποιήσει.
Πάλι μας έλεγε «παιδάκια μη βγάζετε τις μάσκες», «μέχρι τη μυτούλα οι μάσκες», «μην ανταλλάσσεται παιχνίδια»
Αύριο, θα λείψει, είπε. Πάλι οι γονείς θα αναστατωθούν.
Το φαγητό ήταν κρύο και δεν το έφαγα.
Οι γονείς στο σπίτι πάλι μουρμούριζαν αυτά τα λόγια που μου έμοιαζαν σαν να ονειρεύονται.
Αλλά αυτό δεν πειράζει… Αναρωτιέμαι μόνο αν ξέρουν πως να κάνουν τα όνειρά τους αλήθεια.
Ελπίζω να ξέρουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου