«Χιόνιζε, καθώς έλεγαν πέρα κει
κι ακούστηκε σ’ ανατολή και δύση
πως μια σταυροφορία από παιδιά
16 άνθρωποι νεκροί χτες βράδυ στα παγωμένα νερά του Αιγαίου. Στην Ελλάδα που αναστενάζει γιατί λέει πρέπει να δουλέψει η αγορά και η εστίαση και η νυχτερινή διασκέδαση κι από Δευτέρα βλέπουμε... 16 άνθρωποι πνίγηκαν πλάι σε μαγαζιά με νέον επιγραφές, μαγαζιά ζεστά, με θαμώνες που συγκινούνται για τους πεινασμένους αναμεταξύ συζητήσεων σε τραπέζια, ανάμεσα σε στοίβες κρέατα κι αποφάγια...
«Στις δημοσιές, κοπάδια πεινασμένα
περιπλανιόνταν τα ορφανά.
Κι άλλα παιδιά επαίρνανε μαζί τους
από τα ρημαγμένα τους χωριά.
Θέλανε να ξεφύγουν τη σφαγή
που εφιάλτης είχε γίνει.
Να φτάσουν σε μια χώρα που
να βασιλεύει ειρήνη»
16 άνθρωποι νεκροί, οκτώ άνδρες, επτά γυναίκες κι ένα βρέφος... Στην Ελλάδα που ζει – καταπώς ζει - τον εικοστό αιώνα ξεχνώντας πως κλείνει ένα κύκλο ενός αιώνα ζωής, έναν αιώνα που της χάρισε ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, εφτά – οκτώ, ποιος ξέρει;, εκατομμύρια μετανάστες σ’ όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα που μεγάλωσε τα παιδιά της με ιστορίες του θείου στη Γερμανία, του παππού στην Αυστραλία, του πατέρα στην Αμερική, στην Ελλάδα που θρέφτηκε με «τσέκια» απ’ το εξωτερικό και που ντύθηκε επί χρόνια με τα ρούχα της βοήθειας που έστελνε η θεία «απέξω».
«Κι ένα σκυλί είχαν εκεί
που το ‘πιασαν για να το φάνε.
Το λυπήθηκαν κι είχε προστεθεί
στα στόματα όπου πεινάνε»
16 άνθρωποι νεκροί χθες βράδυ στα παγωμένα νερά του Αιγαίου. Τους έκλεισαν σε πλαστικές σακούλες νεκροτομείου, φταίνε οι Τούρκοι είπαν. Μόλις προχθές πίσω από το τζάμι, ζεστός, άκουγες για το πώς σώθηκε ένα μωρό σε ένα μεγάλο νοσοκομείο από κορονοϊό. Ζεστός ξανά πριν δυο τρεις μέρες κι άλλες ειδήσεις, για ναυάγια, νεκρούς και ζωντανούς, άνδρες, γυναίκες παιδιά, μωρά παιδιά. Βολόδερναν στο Αιγαίο, στ’ αμπάρια σαπιοκάραβων μιας χρήσης... Φευγάτοι από τις χώρες του πολέμου, της πείνας ή της ανέχειας, αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμί. Όσους έζησαν δε τους θυμόμαστε, όσους κλείστηκαν σε πλαστικές σακούλες νεκροταφείου τους θυμόμαστε για λίγο. Εμείς εδώ στην Ελλάδα θυμόμαστε για λίγο μοναχά όσους πεθαίνουν.
«Ελπίδες είχανε, λοιπόν και πίστη
αλλά δεν είχαν κρέας ούτε ψωμί.
Κι αν κλέβαν ας μην τους κατηγορήσει
όποιος τους πεινασμένους δεν βοηθεί»
Στην Ελλάδα πολλοί δεν θεωρούν καν ανθρώπους αυτούς που φύγανε απ’ τις χώρες του πολέμου, «Πνίξτε τους» λένε κάποιοι συχνά, «στη θάλασσα» απαντάνε κάποιοι άλλοι.... Κάποιες στιγμές αυτούς της γης τους νεοκολασμένους, τους πάμε και τους παρατάμε σε ανθρώπινες χωματερές. Μη μας χαλάν το σκηνικό με τα στολισμένα κατάφωτα δένδρα και τις παραστάσεις με καλλιτέχνες που συχνά σε τηλεοπτικά παιχνίδια θυμούνται πως είναι και ...ευαίσθητοι.
«Όταν τα μάτια μου σφαλνώ
τα παιδιά βλέπω να περιδιαβάζουν
ολημερίς χωρίς σταματημό
και σε καμένες στάνες να φωλιάζουν.
Γυρεύοντας μια χώρα ειρηνική
κι απ’ τους πολέμους ξεχασμένη
κι όχι σαν τη δική τους, τη νεκρή
κι αυτό το πλήθος όλο και πληθαίνει.
Και μες στη σκοτεινιά ξεκρίνω,
κι άλλα παιδιά λογής λογής
σπανιόλους, γάλλους, άσπρους μαύρους
από τα πέρατα της γης.»
16 άνθρωποι νεκροί χτες βράδυ στα παγωμένα νερά του Αιγαίου. Κι ο Ευαγγελιστής των ημερών λέει πως «Μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το Παιδίον, του απολέσαι αυτό».... Τι πάς και μπλέκεις τώρα;
«Εκείνο το Γενάρη κάποιοι Πολωνοί
ένα σκυλί εβρήκαν πεινασμένο
και στον ξεσαρκωμένο του λαιμό
ήταν ένα χαρτόνι κρεμασμένο.
Κι έγραφε πάνω κει: Βοήθεια
χαθήκαμε στο χαλασμό
είμαστε εδώ πενηνταπέντε.
Ο σκύλος θα σας φέρει εδώ»
16 άνθρωποι, 16 ως τα τώρα άφησαν την τελευταία τους πνοή στο παγωμένο Αιγαίο. Κι άλλοι 11 προχθες και άλλοι δυο την ίδια μέρα. πεθαίνουν, παγωμένοι, νηστικοί, αβοήθητοι, αδιαμαρτύρητα...
Φυσάει έξω ο βοριάς, Χριστοπυγεννα, στην Ελλάδα ζεις πριν περάσουν λίγες μέρες θα ‘χεις ξεχάσει κι εσύ ετούτους τους νεκρούς τη νύχτα που ανοίγουν οι ουρανοί. Και τα ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, η «σταυροφορία των παιδιών» που γράφτηκε κοντά ογδόντα χρόνια πριν για κάποια παιδιά που πέθαναν από το κρύο θα έχει επιστρέψει στο ράφι όπου βρισκόταν σαράντα χρόνια τώρα.
«Καλέ μου νεογέννητε Χριστούλη, κάνε το θαύμα σου» σιγοψυθυρίζεις. Γραφιάς είσαι λες, τι άλλο να κάνεις από το να πεις και να γράψεις δυο πράγματα. «Καθάρισα με τη συνείδηση μου» επιμένεις. Καημένε.
«Καλά Χριστούγεννα» επιμένεις, ευτυχώς που ο Χριστός δεν ήταν «λαθρομετανάστης» γιατί θα πέθαινε από το κρύο, στα παγωμένα νερά του Αιγαίου.
Τα μπέρδεψες πάλι....
Αλλά να... καλέ μου νεογέννητε Χριστούλη. Γίνε επιτέλους μια φορά Θεός εκδικητής. Σαν και για εκείνον τον πρώτο Ηρώδη, για μιαν και μόνο φορά, για χάρη μας. Θυμάσαι;
«Κι αν δεν μπορείτε σεις να’ρθείτε
διώξτε το σκύλο μακριά.
Μην τον σκοτώσετε, κανείς άλλος
δεν ξέρει πού είναι τα παιδιά.
Παιδιάστικο ήτανε το χέρι
που έγραψε τα λόγια κείνα.
Τόσα χρόνια έχουνε περάσει.
Κι ο σκύλος πέθανε απ’ τη πείνα».
Στρατής Μπαλάσκας
Πηγή: stonisi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου