Τις τελευταίες μέρες ξεκινούσε από το σπίτι του για την πλατεία ανήσυχος. Προορισμός ο ίδιος πάντα: «Το καφενείο των κυνηγών». Αγνωστο γιατί το ονόμασαν έτσι, αφού οι θαμώνες εκεί ούτε κυνηγοί ήταν, ούτε καραμπίνα είχαν πιάσει ποτέ στα χέρια τους. Το πολύ πολύ να είχανε πιάσει καμιά πετονιά, ίσως και κανά ψαροντούφεκο. Η πλατεία βλέπεις ήταν δυο βήματα από το λιμάνι. Ας ξαναγυρίσουμε όμως σε εκείνον, που ανήσυχος τραβούσε για την πλατεία με ένα χαρτί στο χέρι.
Ηταν το χαρτί με το ραντεβού του εμβολιασμού του για τον κορονοϊό. Το είχε καθυστερήσει όσο μπορούσε γιατί ήταν αλλεργικός από μικρός και φοβόταν. Τώρα όμως τ’ αποφάσισε. Πλησίαζε πια τα ογδόντα κι αν ήταν να πεθάνει ας πέθαινε κι από την αλλεργία, έλεγε στα παιδιά του που επέμεναν να εμβολιαστεί. Το ραντεβού κλείστηκε και με το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι είδε από μακριά τους φίλους τους να έχουν στρώσει τα καφεδάκια τους στο τραπέζι και να τον χαιρετούν: «Αντε βρε αδερφέ, που είσαι; Αργησες».
Κάθησε δίπλα τους και η σερβιτόρα από την Ουκρανία που κάθε μέρα τούς πείραζε, αλλά ανεχόταν και τις παραξενιές τους, ήρθε κοντά και του είπε με επισημότητα «Το πιστοποιητικό του εμβολιασμού, παρακαλώ». Εκείνος δείχνει το ραντεβού κι ένα ράπιντ τεστ που είχε κάνει πριν από τρεις μέρες. «Δεν κάνει αυτό», του λέει εκείνη, «δεν θα κάτσεις για καφέ». Χιόνισε ξαφνικά στο τραπέζι κι ας ήταν παραέξω χαρά θεού. Σηκώθηκε πικραμένος να φύγει. Φαρμακώθηκε και η σερβιτόρα. «Πού πας;» τον ρωτούν με μια φωνή οι φίλοι.
«Σπίτι μου. Τι να κάνω...», λέει.
«Δεν είσαι καλά που θα σ’ αφήσουμε. Ντανιέλα, βάλε τους καφέδες μας σε πλαστικά ποτήρια».
Ο Π., ο πιο γρήγορος της παρέας, έτρεξε γρήγορα κι έπιασε δυο αντικριστά παγκάκια λίγο παραπέρα, στην αγκαλιά της πλατείας. Η κοπέλα έφυγε να βάλει τους καφέδες στα πλαστικά. «Πηγαίντε», τους είπε, «θα σας τους φέρω εγώ εκεί τους καφέδες σας, μα μη με μαρτυρήσετε στο αφεντικό». Σηκώθηκαν οι γέροντες και σαν να ήταν μικρά παλικαράκια, δεκαεξάχρονα που έκαναν την επανάστασή τους, έκατσαν στα παγκάκια. Γύρω από τον φίλο τους, που δεν είχε ακόμη εμβολιαστεί. Η σερβιτόρα κατέφθασε με τους καφέδες και με επιπλέον κουλουράκια. «Καταραμένε κορόνας γιε, μας διαλύσεις», είπε με σπαστά ελληνικά κι έφυγε τρέχοντας για το πόστο της. Να όμως που σήμερα αυτή η παρέα βρήκε έναν τρόπο να μη διαλυθεί. Ισως τελικά να ήταν πραγματικά κυνηγοί. Οχι βέβαια των πουλιών και των ζώων. Αλλά της ζωής, της φιλίας, της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας.
Κυριακή Μπεϊόγλου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου