Η πανδημία ανέδειξε όχι μόνο την ισχύ της ιατρικής αλλά και τα όριά της. Προκειμένου να μετρηθούν η αποτελεσματικότητα και οι βλάβες που μπορεί να προκαλέσουν οι παρεμβάσεις δημόσιας υγείας (μάσκες, καραντίνα, κλείσιμο σχολείων, εμβόλια), έπρεπε να γίνουν μελέτες και να χρησιμοποιηθούν επιστημονικά τεκμήρια. Καθόλου κακό θα λέγαμε. Αντίθετα, τις καλύτερες αποφάσεις τις λαμβάνουμε, όταν έχουμε στη διάθεσή μας τα πιο αξιόπιστα από αυτά.
Ομως, για να βρούμε τα καλύτερα τεκμήρια, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κι αυτό γιατί α) η ποικιλομορφία και ανομοιομορφία των επιδημιολογικών μοντέλων και των κλινικών μελετών που χρησιμοποιούν οι ερευνητές (ελεγχόμενες μελέτες versus παρατηρήσεων, εργαστηριακές μελέτες versus επιδημιολογικές), β) η αποσύνδεση της ιατρικής από τις αξίες και τις προτιμήσεις που φέρουν διαφορετικές κοινωνίες και άτομα και γ) η σφοδρή επιθυμία της ιατρικής να επιβάλει κοινούς κανόνες από την μια άκρη της ανθρωπότητας στην άλλη σαν η ιατρική να είναι μια άψογη επιστήμη, όλα αυτά δυσκόλεψαν τόσο πολύ την εξήγηση και την πρόβλεψη της πορείας της πανδημίας, που μετέτρεψαν τις επιστημονικές αποφάσεις, κατά τη γνώμη μου, σε απλή άσκηση πολιτικής δύναμης.
Επιπλέον, η άποψη της ιατρικής ελίτ είναι ξεκάθαρη: οι ανθρώπινοι οργανισμοί διέπονται από καθολική βιολογική ανταπόκριση. Δηλαδή, ο οργανισμός ενός 55χρονου –καπνιστή, άνδρα, αγρότη– από τη Χιλή θα συμπεριφερθεί το ίδιο με τον οργανισμό μιας 15χρονης μαθήτριας από τα Τρίκαλα, όταν δεχτούν την ίδια ιατρική παρέμβαση. Αυτή η πεποίθηση τούς οδήγησε να επιβάλουν ίδια μέτρα παντού και δημιούργησαν μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται πήγαν να λύσουν. Ενώ η μάσκα, η απόσταση και η υγιεινή μοιάζουν τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής μετάδοσης της νόσου, οι διεθνείς ιατρικοί οργανισμοί και οι τοπικές κυβερνήσεις δεν έλαβαν υπόψη ότι αυτό που ονομάζουμε κόστος/όφελος δεν είναι σταθερό από περιοχή σε περιοχή και από χώρα σε χώρα, αλλά αντίθετα αλλάζει διαρκώς.
Αν αναλογιστούμε τον μόνιμο υποσιτισμό στον τρίτο κόσμο, που επιδεινώθηκε από την απώλεια θέσεων εργασίας παγκοσμίως, αλλά και την ήδη προβληματική πρόσβαση σε παροχές υγείας, τότε θα έπρεπε να είχαμε αναθεωρήσει τα lockdown και τις πρακτικές αποκλεισμού ατόμων από άτομα. Οταν ο διάμεσος χρόνος ζωής στην Αφρική είναι τα 18 χρόνια (έναντι 42 των Ευρωπαίων), όταν μόνο το 3% θα ξεπεράσει τα 65 χρόνια (έναντι 20% των Ευρωπαίων), οι συνέπειες που θα αφήσουν τα lockdown μοιάζουν τρομακτικές: θα τους σκοτώσει και η φτώχεια που προκάλεσαν τα lockdown και ο ίδιος ο Covid19 που τους βρίσκει ευάλωτους (1).
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια μετακίνηση της θνητότητας από τους ηλικιωμένους των αναπτυγμένων χωρών προς στους νέους των αναπτυσσόμενων. Στη Δύση, ο Covid19 προσβάλλει τις μεγαλύτερες ηλικίες και ίσως θα πρέπει να αρχίσει να θεωρείται «νόσος της αφθονίας» και όχι μια απλή μεταδοτική νόσος. Νόσοι αφθονίας μέχρι σήμερα θεωρούνται η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά προβλήματα, ο διαβήτης τύπου II, ο καρκίνος. Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες χώρες η ελονοσία, η πνευμονία και οι επιπλοκές στον τοκετό προκαλούν κάθε χρόνο 5 εκατομμύρια θανάτους σε παιδιά κάτω των πέντε ετών. Για την ακρίβεια, προσβάλλονται οι πιο ευάλωτοι του πληθυσμού, που δεν είναι άλλοι από τα υποσιτισμένα παιδιά. Επομένως, η ιατρική θα πρέπει να αναθεωρήσει τις πρακτικές της και να ξεχωρίζει τα προβλήματα που απασχολούν τις κοινωνίες: είναι άλλο να βάζεις καραντίνα (ή να κάνεις εμβόλιο) τους καταυλισμούς των Ρομά και των μεταναστών και άλλο το Πανόραμα Θεσσαλονίκης.
Αν όλα αυτά ισχύουν, πώς γίνεται ακόμα και σήμερα οι γιατροί να μιλούν αποκλειστικά με βιολογικούς όρους, όταν κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές συνθήκες επηρεάζουν τόσο την υγεία όσο και την ποιότητα ζωής; Η αναστολή εργασίας, που αποφασίστηκε πρόσφατα για τους ανεμβολίαστους, πέρα από την απειλή της υγείας που προκαλεί η φτώχεια, καλλιεργεί τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον στιγματισμό και το μίσος. Ακόμα κι αν οι πολιτικοί και η ιατρική ελίτ ισχυρίζονται ότι είναι απόφαση του καθενός αν θα εμβολιαστεί, δηλαδή ότι οι ανεμβολίαστοι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την απώλεια του εισοδήματός τους, την ίδια στιγμή δεν δίνουν καμία άλλη επιλογή, πλην της στέρησης εισοδήματος, για να τους πείσουν να εμβολιαστούν. Αυτή η εκβιαστική υπευθυνότητα, εκτός από στέρηση εισοδήματος, άρα συνθηκών ζωής, άρα σωματικής και ψυχικής υγείας, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για μόνιμο μίσος. Και αυτό το μίσος των μεν προς τους δε δεν αντιμετωπίζεται με μαγικά εμβόλια, καραντίνα και μάσκες. Θα εκδηλωθεί -αν δεν εκδηλώνεται- με τον πιο βίαιο τρόπο.
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου