Η προστασία και η κοινωνική ένταξη των παιδιών που φιλοξενούνται σε ιδρύματα δεν απασχόλησαν ποτέ σοβαρά και συστηματικά το ελληνικό κράτος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακριβής καταγραφή των φορέων παιδικής προστασίας. Υπολογίζεται ότι λειτουργούν περίπου 100 ιδρύματα στον δημόσιο, ιδιωτικό, κοινωφελή και μη κερδοσκοπικό τομέα και την Εκκλησία. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 στον δημόσιο τομέα λειτουργούσαν 13 Παραρτήματα Προστασίας Παιδιού. Οι διοικήσεις τους με τον Ν. 4109/2013 συγχωνεύτηκαν στα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας των περιφερειών, εποπτεύονται και ελέγχονται από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Σε αυτά φιλοξενούνταν 571 τρόφιμοι και απασχολούνταν 732 άτομα επιστημονικού, φροντιστικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού, πολλά από τα οποία με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Από τη δεκαετία του 1990 και μετά η λειτουργία των δημόσιων ιδρυμάτων παιδικής προστασίας ακολούθησε τις γενικότερες τάσεις φιλελευθεροποίησης, συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και μείωσης των δαπανών συντήρησής τους. Ετσι, τα Παραρτήματα Προστασίας του Παιδιού συνέχισαν να λειτουργούν με τον κανονισμό λειτουργίας των Κέντρων Παιδικής Μέριμνας του 1984, παρά τις μεταβολές που σημειώθηκαν στο δυναμικό τους, με τη φιλοξενία παιδιών των φαναριών, κακοποιημένων και παραμελημένων παιδιών κ.ά. Οι βασικές κατευθύνσεις περιλάμβαναν την εξασφάλιση των ελάχιστων προϋποθέσεων διαβίωσης και συντήρησης, με τη στοιχειώδη κάλυψη των αναγκών σίτισης και στέγασης, μια αντίληψη που διαπέρασε την κρατική πρόνοια και την παιδική προστασία έως σήμερα. Ωστόσο, ακόμα και αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις δεν εξασφαλίζονται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού οι κτιριακές εγκαταστάσεις δεν συντηρούνται, οι πόροι για την επαρκή θερμιδική σίτιση είναι λίγοι, ο εξοπλισμός δεν ανανεώνεται, δεν παρέχονται σύγχρονα μέσα και εργαλεία εκπαίδευσης και εκπαιδευτικής ενίσχυσης, δεν ενισχύονται η απασχόληση του επιστημονικού και φροντιστικού προσωπικού.
Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010 υποβάθμισε περισσότερο τη λειτουργία των Παραρτημάτων και τα περισσότερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υποστελέχωσης, με συνέπεια να διευρυνθούν τα προβλήματα της παραμέλησης και της ελλιπούς κοινωνικοποίησης, να αυξηθούν και να ενταθούν τα φαινόμενα ιδρυματισμού και αντικοινωνικής συμπεριφοράς φιλοξενουμένων. Σε κάποιες περιπτώσεις εκδηλώθηκαν παραβατικές, ακόμα και εγκληματικές συμπεριφορές. Σε αυτές τις συνθήκες τα εκπαιδευτικά κίνητρα είναι ελάχιστα, αφού στα περισσότερα Παραρτήματα δεν απασχολούνται παιδαγωγοί. Η μελέτη των παιδιών επαφίεται στους λιγοστούς φροντιστές ή στους εθελοντές, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα διαρροής, χαμηλών επιδόσεων, συχνών απουσιών και γενικότερων δυσκολιών προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον και τις υποχρεώσεις του. Τα παιδιά δεν ενισχύονται ώστε να αναπτύξουν κίνητρα επιτεύξεων. Οι προσδοκίες και τα πρότυπά τους είναι χαμηλά. Συχνά η κατάσταση αυτή οδηγεί σε διαγνώσεις μαθησιακών δυσκολιών, ακόμα και σε προβλήματα ανεπαρκούς νοητικής λειτουργίας. Οι περιπτώσεις όσων συνεχίζουν τη φοίτησή τους στο Λύκειο είναι περιορισμένες, ενώ ο αριθμός όσων φοιτούν σε ΙΕΚ, ΤΕΙ και ΑΕΙ είναι ήδη αμελητέος ως ποσοστό. Είναι, μάλιστα, παραβίαση του κανόνα.
Στην παραπάνω εικόνα θα πρέπει να προστεθεί η χωρίς προϋποθέσεις και κριτήρια λειτουργία των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας από τον κοινωφελή και μη κερδοσκοπικό τομέα και την Εκκλησία, αφού εκκρεμεί ακόμα η έκδοση της υπουργικής απόφασης που προβλέπεται στον Ν. 2345/95 σχετικά με την άδεια και τη λειτουργία τους, αλλά και η πλημμελής εποπτεία, αξιολόγηση και έλεγχος από τους εμπλεκόμενους αρμόδιους φορείς, την Αυτοδιοίκηση και το υπουργείο. Με αυτούς τους τρόπους η «θεσμική παραμέληση» των Ιδρυμάτων Παιδικής Προστασίας του δημόσιου, κοινωφελούς και μη κερδοσκοπικού τομέα και της Εκκλησίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε ο όρος στην Ειδική Εκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα (2015), ενισχύει την ιδρυματοποίηση. Συχνότατα παρατηρείται η παράταση της φιλοξενίας ατόμων που έχουν ενηλικιωθεί και δεν συνεχίζουν σπουδές. Σε κάποιες περιπτώσεις απασχολούνται περιστασιακά ή εποχικά, συντηρώντας τους δεσμούς εξάρτησης από το ιδρυματικό περιβάλλον, αφού δεν απέκτησαν κοινωνικές δεξιότητες και δεν κοινωνικοποιήθηκαν ώστε να συνεχίσουν μια αυτόνομη πορεία ζωής ως ενήλικες.
Η κοινωνική και επαγγελματική αποκατάσταση των φιλοξενουμένων στα Ιδρύματα Παιδικής Προστασίας με όρους σεβασμού των δικαιωμάτων και ίσων ευκαιριών έχει βασικά προαπαιτούμενα: πρώτα την επίλυση των εκκρεμών θεσμικών ζητημάτων και τη δραστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, ώστε να εξασφαλίζεται η φροντίδα και η σωματική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών, και μετά την αποϊδρυματοποίησή τους. Σε διαφορετική περίπτωση το προωθούμενο προτεσταντικό πρότυπο της κοινωνικής ένταξης μέσω της παροχής εργασίας των παιδιών των ιδρυμάτων θα εντείνει την εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης τους και τη θυματοποίησή τους, αφού το τραύμα της εγκατάλειψης, της παραμέλησης και της κακοποίησης στο οικογενειακό και ιδρυματικό περιβάλλον καθίσταται διαρκές.
Στέλλα Νιώτη - κοινωνιολόγος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου