Οι «βάρβαροι» σημερινοί Ταλιμπάν, με τα γένια, τα σανδάλια και το βιβλικό λουκ, είναι τα ορφανά παιδιά και εγγόνια των «ηρωικών», στα μάτια της Δύσης, μουτζαχεντίν, που πολέμησαν κι έδιωξαν τους άθεους Σοβιετικούς τη δεκαετία του 1980. Και μπορεί οι σκοταδιστικές απόψεις τους να έρχονται κατευθείαν από τον Μεσαίωνα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολεμάνε για την ελευθερία του τόπου τους και για τη συνέχιση της κουλτούρας και του τρόπου ζωής τους, όσο απεχθής κι αν φαίνεται αυτός σε μας τους «φωτισμένους» Δυτικούς ●● Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για τους μικρούς λαούς από τις υπαρξιακές ανασφάλειες των υπερδυνάμεων, αλλά και την αυτάρεσκη ανάγκη τους να δημιουργούν πολιτικά και πολιτιστικά «αντίγραφά» τους εκεί που δεν τους σπέρνουν.
Στον περίφημο «Οριενταλισμό» του, ένα από τα επιδραστικότερα πολιτικά βιβλία του 20ού αιωνα, ο μακαρίτης Παλαιστίνιος σοφός Εντουαρντ Σαΐντ ανέλυσε διεξοδικά τον μηχανισμό μέσα από τον οποίο οι «πολιτισμένοι» Δυτικοί δικαιολόγησαν και δικαιολογούν μέχρι και σήμερα τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματά τους σε βάρος των «βαρβάρων». Ολοι αυτοί οι καθυστερημένοι Ανατολίτες, λέει το διαχρονικό αποικιοκρατικό αφήγημα, δεν καταλαβαίνουν όπως εμείς τι θα πει πρόοδος, ελευθερία, κουλτούρα, παιδεία, επιστήμη, πολιτισμός· γι’ αυτό πρέπει κι εμείς να τους αντιμετωπίσουμε σαν μικρά παιδιά, να επέμβουμε επί τούτω και να τους διδάξουμε όλα τα καλά και τα σπουδαία που εκείνοι αρνούνται να αυτο-διδαχτούν.
Στον πυρήνα αυτού του αφηγήματος, που ακόμη ζει και βασιλεύει στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, εδράζεται ο στερεοτυπικός –και βαθύτατα κομπλεξικός– τρόπος που έχουμε μάθει εμείς οι λευκοί χριστιανοί Ευρωπαίοι να βλέπουμε τους άλλους, τους «κατώτερους» λαούς: η Ανατολή είναι εξωτική, μυστηριώδης, διεφθαρμένη και οπισθοδρομική, σε αντίθεση με τη γνώριμη, δυναμική και δημοκρατική Δύση, το κέντρο υποτίθεται της ηθικής και της επιστημονικής προόδου. Οπότε, είναι καθήκον μας, ημών των πολιτισμένων, να πάμε εκεί με τα όπλα και τα εργαλεία και τις ιδέες και τις Βίβλους μας, και να τους δείξουμε πώς πρέπει να ζουν.
Είπαμε όμως, όλα αυτά είναι ένα αφήγημα, ένα παραμύθι για να δικαιολογήσει μακρινούς πολέμους, κατοχές και επεμβάσεις. Και μάλιστα ένα αφήγημα που, κατά διαβολική σύμπτωση, εφαρμόζεται επιλεκτικά μόνο σε περιοχές του πλανήτη που έχουν ιδιαίτερο οικονομικό ή γεωπολιτικό ενδιαφέρον για τους... πολιτισμένους οριενταλιστές. Ο κόσμος δεν είναι ασπρόμαυρος – σε αυτό το ορεινό γουέστερν δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Οι «βάρβαροι» σημερινοί Ταλιμπάν, με τα γένια, τα σανδάλια και το βιβλικό λουκ, είναι τα ορφανά παιδιά και εγγόνια των «ηρωικών», στα μάτια της Δύσης, μουτζαχεντίν, που πολέμησαν κι έδιωξαν τους άθεους Σοβιετικούς στη δεκαετία του 1980. Και μπορεί οι σκοταδιστικές απόψεις τους να έρχονται κατευθείαν από τον Μεσαίωνα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολεμάνε για την ελευθερία του τόπου τους και για τη συνέχιση της κουλτούρας και του τρόπου ζωής τους, όσο απεχθής κι αν φαίνεται αυτός σε μας τους «φωτισμένους» Δυτικούς.
Αυτή είναι νομίζω η πραγματική τραγωδία του Οριενταλισμού: στο όνομα του δήθεν εκπολιτισμού και εκδημοκρατισμού μετέρχεται τόση βία, γεννά τέτοιες κολοσσιαίες εσωτερικές αντιδράσεις και ζυμώσεις, ώστε ακόμη και λαοί με μακραίωνο πολιτισμό –όπως οι Αφγανοί ή νωρίτερα οι Πέρσες με την ισλαμική επανάσταση του 1979– να στρέφονται στις πιο «μαύρες» και οπισθοδρομικές αντιλήψεις προκειμένου να διώξουν τους εκάστοτε κατακτητές. Με αποτέλεσμα να μετατρέπονται οι χώρες τους εκτός από Νεκροταφεία Αυτοκρατοριών και σε νεκροταφεία για τους άμοιρους πολίτες τους, όσους τουλάχιστον μένουν πίσω ανάμεσα στα ερείπια και δεν επιλέγουν τον δρόμο της προσφυγιάς, και οι οποίοι βρίσκονται ξαφνικά να πηδούν πολιτικοκοινωνικά από τον 20ό ή τον 21ο κατευθείαν πίσω στον... όγδοο αιώνα!
Από τον έναν Αλέξανδρο στον άλλο
Στην περίπτωση του Αφγανιστάν, αίφνης, η σύγχρονη «οριενταλιστική» φάση ξεκινά πριν από σχεδόν 200 χρόνια, όταν οι Βρετανοί αποικιοκράτες (που μαζί με τους Γάλλους είχαν μόλις συμβάλει... κατά λάθος και από την «καραμπόλα» στο Ναβαρίνο στην ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας από τους παρακμάζοντες Οθωμανούς, προκειμένου ακριβώς να μην επιτρέψουν την περαιτέρω επέκταση προς Νότο της τσαρικής Ρωσίας) άρχισαν να ανησυχούν για την πιθανότητα χρήσης αυτού του περίκλειστου, ορεινού και πάμφτωχου εμιράτου της Κεντρικής Ασίας ως εφαλτήριου για την κατάκτηση της Ινδίας από τους πονηρούς Ρώσους...
Επρόκειτο βέβαια για μια παρανοϊκή ιδέα, που όλα δείχνουν πως δεν είχε περάσει ποτέ σοβαρά από τα μυαλά των Ρώσων, οι οποίοι είχαν άλλωστε μόλις βγει από δυο μεγάλους πολέμους (με τους Οθωμανούς και τους Πέρσες), έχοντας μάλιστα κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του Καυκάσου και των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας. Αντιθέτως, οι Ρώσοι φοβούνταν πως οι Βρετανοί θα χρησιμοποιούσαν το Αφγανιστάν για να τους επιτεθούν... Από τη στιγμή όμως που οι Βρετανοί άρχισαν να πιστεύουν στον ρωσικό κίνδυνο, μπήκε σε κίνηση μια τεράστια αόρατη μηχανή ολέθρου, που στην πορεία ονομάστηκε «Μεγάλο Παιχνίδι» (Great Game) και με τις διάφορες... πίστες του κρατάει ώς και σήμερα. Και ο πρώτος «παίχτης» σε αυτό το Παιχνίδι ήταν ένας Αλέξανδρος – όχι ο δικός μας, ο Μέγας, που όντως διακρίθηκε για τη βαρβαρότητα που επέδειξε κατακτώντας τις συγκεκριμένες επαρχίες, τις αρχαίες Βακτριανή και Σογδιανή, αλλά ενός Σκοτσέζος τυχοδιώχτης ονόματι Αλεξάντερ Μπερνς.
Ο εν λόγω καλός κύριος, μια πραγματικά μυθιστορηματική, τζεϊμσμποντική θα λέγαμε φιγούρα, εργαζόταν από τα 16 του στον ιδιωτικό στρατό της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, φτάνοντας τον βαθμό του λοχαγού. Καθώς γνώριζε περσικά και ούρντου, επιλέχτηκε για να «εξερευνήσει» το Αφγανιστάν, και πρωτίστως να ελέγξει κατά πόσο ευσταθούσαν τα περί ρωσικής απειλής. Ετσι, το 1831 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος στη Λαχώρη και από εκεί στη θρυλική Μπουχάρα και την Καμπούλ, καταγράφοντας ό,τι έβλεπε σε ένα ταξιδιωτικό οδοιπορικό που τον έκανε διάσημο στη Βρετανία. Ομως η πραγματική του αποστολή ήταν όπως είδαμε η κατασκοπία – και ο Μπερνς έβαλε μπροστά τη φονική μηχανή συμβουλεύοντας τον κυβερνήτη της Ινδίας, λόρδο Οκλαντ, να παρέμβει στην πολιτική ζωή του Αφγανιστάν υποστηρίζοντας οικονομικά και στρατιωτικά τον εμίρη Ντοστ Μοχάμεντ απέναντι στους διεκδικητές του θρόνου της Καμπούλ.
Η ένοπλη «επέμβαση» έγινε πράγματι το 1839, αλλά με άλλο αποτέλεσμα: ο δήθεν φιλο-Ρώσος Ντοστ εκπαραθυρώθηκε και στον θρόνο τοποθετήθηκε ένας άλλος πρώην εμίρης-μαριονέτα, ο Σαχ Σούτζα, που άρχισε να κυβερνά τυραννικά, ενώ ο Μπερνς εγκαταστάθηκε στην Καμπούλ ως ντε φάκτο αρμοστής, έχοντας λάβει στο μεταξύ και τίτλο ευγενείας από τη βασίλισσα Βικτορία. Ομως δεν του βγήκε σε καλό: οι Αφγανοί της Καμπούλ, που στην αρχή τον καλοδέχτηκαν, έκαναν ντου ένα βράδυ του 1841 στο περιτοιχισμένο σπίτι του και τον έσφαξαν, μαζί με τον αδελφό του και ακόμη έναν συνεργάτη του.
Στη σύγκρουση που ακολούθησε, οι Βρετανοί βρήκαν την ευκαιρία να εισβάλουν ξανά και να καταλάβουν την αφγανική πρωτεύουσα, αλλά τον Γενάρη του 1842 αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, με αποτέλεσμα να πέσουν σε ενέδρα στα βουνά και να υποστούν πραγματική πανωλεθρία, με περίπου δεκαπέντε χιλιάδες νεκρούς. Δικαιώνοντας έτσι τον Δούκα του Γουέλινγκτον, τον νικητή του Βατερλό, που τρία χρόνια νωρίτερα σε ομιλία του στη Βουλή των Λόρδων είχε πει προφητικά (και διαχρονικά) πως η εισβολή ήταν μεν επιτυχημένη και εύκολη, αλλά η όλη επιχείρηση ήταν «βλακώδης», αφού κανένας τακτικός στρατός δεν μπορεί να ελέγξει μια τόσο δύσβατη χώρα χωρίς σύγχρονο οδικό δίκτυο: μια χώρα που όπως είπε αποτελείται μόνο από «βράχια, άμμο, ερήμους, πάγο και χιόνι»!
Οπως και σήμερα, έτσι και το 1840 το Εμιράτο του Αφγανιστάν ήταν μια φεουδαρχική, κατακερματισμένη και πολυφυλετική κοινωνία που ελεγχόταν από τοπικούς πολέμαρχους, με τον «βασιλιά» της Καμπούλ να κυβερνάει στην πραγματικότητα μόνο την πρωτεύουσα, αφού δεν διέθετε καν δικό του στρατό. Ο πληθυσμός απαρτιζόταν από (σουνίτες) Παστούν, που ήταν και η μεγαλύτερη ομάδα, Τατζίκους, Ουζμπέκους και (σιίτες) Χαζάρους, που με τη σειρά τους χωρίζονταν σε πάσης φύσεως φατρίες και υπο-ομάδες, με έναν και μόνο συνεκτικό κρίκο: το Ισλάμ. Και όλοι αυτοί, ξεκινώντας από τους περήφανους πολεμιστές Παστούν, βρίσκονταν σε έναν αδιάκοπο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τους, που σταματούσε προσωρινά μόνο όταν εμφανιζόταν μια ισχυρή εξωτερική απειλή. Σας θυμίζει κάτι;
Ομως κανείς στο Λονδίνο ή στην Καλκούτα δεν άκουσε τότε τον γερο-Γουέλινγκτον, ούτε μερικές δεκαετίες αργότερα τον πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Ντισραέλι, που είχε πει επανειλημμένα πως «δεν υπάρχει κανένα όφελος» από τη συνέχιση της αφγανικής περιπέτειας. Και βέβαια κανείς ιμπεριαλιστής καρεκλοκένταυρος δεν δέχτηκε ποτέ τις παρασκηνιακές προτάσεις της Ρωσίας και του τότε υπουργού Εξωτερικών της, κόμη Νέσελροντ, ήδη από το 1838, για υπογραφή μιας ρωσο-βρετανικής συνθήκης που θα καθόριζε αυστηρά τις «σφαίρες επιρροής» στην Κεντρική Ασία και θα τερμάτιζε το «Μεγάλο Παιχνίδι» προτού καν αρχίσει. Κι αυτό, γιατί ο τότε Βρετανός ΥΠΕΞ λόρδος Πάλμερστον και το επιτελείο του εκτιμούσαν –όπως ακριβώς και οι Αμερικανοί σχεδιαστές της «αφγανικής παγίδας» 130 χρόνια αργότερα– ότι κρατώντας απασχολημένη τη ρωσική αρκούδα στην Ασία, αποδυνάμωναν τη στρατιωτική και διπλωματική παρουσία της στην Ευρώπη, που ήταν και το πραγματικό πεδίο του «ψυχρού πολέμου» ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις. Οπως και στο «μασκάρισμα» στο μπιλιάρδο ή το «κατενάτσιο» στο ποδόσφαιρο, έτσι και στη γεωπολιτική όταν δεν μπορείς να κερδίσεις με την αξία σου, το μόνο που σου μένει είναι να κερδίσεις χρόνο μπλοκάροντας τις κινήσεις του αντιπάλου...
Αυτός ήταν και ο πραγματικός, αδήριτος λόγος που οι Βρετανοί «παρενέβησαν» στρατιωτικά στο Αφγανιστάν άλλες τρεις φορές μέσα στον 19ο αιώνα, προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον ντόπιο πληθυσμό, με χειρότερη όλων την εισβολή του 1878, για να αποχωρήσουν λίγο αργότερα από μόνοι τους και ταπεινωμένοι, αφού ποτέ δεν μπόρεσαν να ελέγξουν πλήρως τα ορεινά περάσματα και την απάτητη ενδοχώρα. Το «Μεγάλο Παιχνίδι» στην κεντρική Ασία τερματίστηκε στην πράξη στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ρωσική Επανάσταση άλλαξαν άρδην τα δεδομένα. Από την ντε φάκτο ανεξαρτητοποίηση του 1919, όταν η Καμπούλ έπαψε ουσιαστικά να είναι προτεκτοράτο του Λονδίνου, ξεκίνησε η μία και μοναδική περίοδος σχετικής ειρήνης και ευημερίας στην ιστορία του Αφγανιστάν, που κράτησε σχεδόν εξήντα χρόνια.
Είπαμε όμως: η χώρα αυτή έχει τη γεωγραφική ατυχία να βρίσκεται πάνω στην αόρατη τεκτονική πλάκα που χωρίζει τις σφαίρες επιρροής δυο αυτοκρατοριών – της χερσαίας ρωσικής/σοβιετικής υπερδύναμης και της θαλασσοκράτειρας βρετανικής, που μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο «κληρονομήθηκε» από τους Αμερικανούς. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για τους μικρούς λαούς από τις υπαρξιακές ανασφάλειες των υπερδυνάμεων, αλλά και την αυτάρεσκη ανάγκη τους να δημιουργούν πολιτικά και πολιτιστικά «αντίγραφά» τους εκεί που δεν τους σπέρνουν. Ξέρετε, η γνωστή παροιμία με τα βουβάλια και τα βατράχια...
Από αυτή την άποψη, λίγα άλλαξαν από την εποχή του τυχοδιώκτη Αλέξανδρου Μπερνς μέχρι και σήμερα: πρώτα οι Σοβιετικοί, το 1979-89, και μετά οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους το 2001-2021 ακολούθησαν τα βήματα των Αγγλων, και μοιράστηκαν μαζί τους την ίδια ταπεινωτική μοίρα: εύκολη αρχική επικράτηση, αλλά αδυναμία επικράτησης στον διαρκή ανταρτοπόλεμο φθοράς, τεράστιες απώλειες σε πόρους και ανθρώπους και, στο τέλος, ντροπιαστική αποχώρηση από μια χώρα-απέραντο νεκροταφείο. Μέχρι την επόμενη φορά... Οπως είχε πει σε έναν Βρετανό αξιωματικό και ο κακόμοιρος εμίρης Ντοστ Μοχάμεντ, ο... ορίτζιναλ μουτζαχεντίν που μάταια προσπάθησε το 1842 να τους εκδιώξει από τη χώρα του, «έχω μείνει άναυδος από τους πόρους που διαθέτετε, τα σκάφη σας, τα οπλοστάσιά σας... Αλλά αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί οι ηγέτες μιας τόσο μεγάλης και ακμάζουσας αυτοκρατορίας διέσχισαν τον Ινδό ποταμό για να πάρουν από τα χέρια μου τη φτωχή και άγονη χώρα μου»!
Γιώργος Τσιάρας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου