Σπουδή στη χρόνια διαπλεκόμενη σχέση πολιτικών και επιχειρηματιών αποτελεί η περιβόητη φορολογική μεταρρύθμιση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, που μείωσε μέσα σε μια νύχτα τη φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων από το 35% στο 21% και χάρισε στους πολύ πλούσιους Αμερικανούς φοροαπαλλαγές δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η σύνταξη του νόμου αυτού αποτελεί παράδειγμα του πώς η τάξη των δισεκατομμυριούχων μπορεί να διαμορφώνει προς όφελός της τους κανόνες για να παρακάμπτει τους φόρους. Ο νόμος του Τραμπ, η μεγαλύτερη αναθεώρηση του φορολογικού κώδικα των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες, γράφηκε σε μεγάλο βαθμό μυστικά, από μια χούφτα αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ και μελών του Κογκρέσου. Πέρασε βιαστικά από τη νομοθετική διαδικασία.
Καθώς το νομοσχέδιο περνούσε από το Κογκρέσο, οι γερουσιαστές που διατηρούσαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις με δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες και τους λομπίστες τους ήταν σε θέση να περνούν φωτογραφικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής προκειμένου να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα. Οι παρεμβάσεις αυτές μεγέθυναν ακόμη περισσότερο τις φοροαπαλλαγές που απολάμβαναν με το νομοσχέδιο οι πολύ πλούσιοι Αμερικανοί, αφαίρεσαν ακόμη περισσότερα φορολογικά έσοδα από το κράτος και είχαν τελικό αποτέλεσμα μια τεράστια ανακατανομή του πλούτου. Οσοι επωφελήθηκαν από τις τροπολογίες του νόμου αυτού, είχαν ξοδέψει νωρίτερα εκατομμύρια για τις προεκλογικές εκστρατείες των «φίλιων» γερουσιαστών και την άσκηση παρασκηνιακών πιέσεων. Ωστόσο τα ποσά που δαπάνησαν ήταν αμελητέα μπροστά σε αυτά που κέρδισαν από τις φοροαπαλλαγές που καρπώθηκαν.
Πρόσφατη ανάλυση της Propublica υπολόγισε ότι το 2018, μόλις έναν χρόνο μετά την υπογραφή του νόμου από τον Τραμπ, μόνο 82 νοικοκυριά δισεκατομμυριούχων απόλαυσαν συνολικές φοροαπαλλαγές μεγαλύτερες του ενός δισ. δολαρίων. Παράλληλα με τη μεγάλη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μεγάλων εισηγμένων επιχειρήσεων, ο νόμος Τραμπ συμπεριέλαβε και ξεχωριστή φορολογική ελάφρυνση για τις εταιρείες pass-through, δηλαδή σχεδόν όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις των ΗΠΑ, από τα κουρεία και τα δικηγορικά γραφεία έως ιδιωτικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς σαν την Bechtel, των οποίων τα κέρδη δεν υπόκεινται σε εταιρικούς φόρους αλλά «περνούν» απευθείας στη φορολογία των ιδιοκτητών τους.
Η αρχική ελάφρυνση επέτρεπε στους ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων να αφαιρούν έως και το 17,4% των κερδών τους από τη φορολογητέα ύλη τους. Οι εισηγητές υποστήριξαν ότι η ελάφρυνση αυτή θα ευνοούσε τις μικρές επιχειρήσεις καθώς θα οδηγούσε σε εξοικονόμηση φορολογικών δαπανών.
Πρόσφατη μελέτη του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών αποκάλυψε ωστόσο ότι περίπου το 60% των δισεκατομμυρίων που εξοικονομήθηκαν από την ελάφρυνση των pass-through εταιρειών το καρπώθηκε το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών. Το 2018 το 1% καρπώθηκε συνολικά εξοικονόμηση φόρου 24,8 δισ. δολαρίων, το υπόλοιπο πλουσιότερο 9% 12,3 δισ. δολάρια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες εταιρειών pass-through μόνο 6 δισ. δολάρια. Παρότι υπάρχουν μυριάδες μικρές επιχειρήσεις pass-through στις ΗΠΑ, αυτό συνέβη επειδή το μεγαλύτερο μέρος των κερδών καταλήγει στους πολύ πλούσιους ιδιοκτήτες μιας μικρής ομάδας μεγάλων εταιρειών.
O ιδιοκτήτης του ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg, Μάικλ Μπλουμπεργκ, 20ός πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, έλαβε, για παράδειγμα, τη μεγαλύτερη έκπτωση φόρου βάσει αυτής της διάταξης, μειώνοντας τον φόρο του κατά 68 εκατ. δολάρια το 2018.
Σε κάποιους όμως δεν έφταναν αυτές οι φοροαπαλλαγές. Ετσι λίγο πριν από την επικύρωση του νόμου τον Νοέμβριο το 2017, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής του Ουισκόνσιν, Ρον Τζόνσον, τα... στύλωσε ξαφνικά, ανακοινώνοντας ότι θα ψηφίσει «όχι». Η άρνησή του πάγωσε τους ηγέτες του κόμματός του που πάλευαν με την περιορισμένη πλειοψηφία που διέθεταν να περάσουν βιαστικά τον νόμο. Το αίτημα που πρόβαλε ο Τζόνσον ήταν ακόμη υψηλότερη ελάφρυνση των εταιρειών pass-through. Η πίεσή του έφερε αποτέλεσμα ύστερα από δυο εβδομάδες. Ο Τραμπ του τηλεφώνησε και η αφαίρεση κερδών από τη φορολόγηση των ιδιοκτητών εταιρειών pass-through αυξήθηκε από το αρχικό 17,4% στο 20%. Ο Τζόνσον είπε το «ναι» και ο νόμος πέρασε.
Τα εμπιστευτικά φορολογικά δεδομένα που απέκτησε η ProPublica αποκάλυψαν ότι αυτή η μανούβρα της τελευταίας στιγμής από τον Τζόνσον ωφέλησε περισσότερο απ’ όλους δυο οικογένειες δισεκατομμυριούχων οι οποίοι «όλως τυχαίως» ήταν μεταξύ των χρηματοδοτών της προεκλογικής του εκστρατείας. Και πιο συγκεκριμένα: η οικογένεια των Ντικ και Λιζ Ουίλεϊν, στους οποίους ανήκει ο κολοσσός συσκευασιών Uline, και της Νταϊάν Χέντρικς, ιδιοκτήτριας της κατασκευαστικής εταιρείας στεγών. Οι δυο οικογένειες είχαν συνεισφέρει συνολικά περί τα 20 εκατ. δολάρια σε ομάδες υποστήριξης της επανεκλογής του Τζόνσον το 2016.
Η παρέμβαση του Τζόνσον επέτρεψε απαλλαγή συνολικών κερδών 215 εκατ. δολαρίων από τη φορολόγησή τους μόνο το 2018. Στην οκταετία που θα ισχύσει ο συγκεκριμένος νόμος η απαλλαγή αυτή, όπως εκτιμάται, θα αποφέρει στα δυο τζάκια συνολικές φοροαπαλλαγές μεγαλύτερες του μισού δισ. δολαρίων.
Ο αγώνας για την εξυπηρέτηση των «ημετέρων» όμως δεν σταμάτησε στην παρέμβαση Τζόνσον. Στο τέλος του 2017 ο νόμος σκάλωσε μεταξύ Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, με αντικείμενο κάποιες... φραστικές διατυπώσεις. Στη μεταξύ των δυο σωμάτων διαδρομή εισέβαλαν στο νομοσχέδιο... 8 λέξεις μέσω των οποίων καλύφθηκαν και οι ιδιοκτήτες της γνωστής από τα συμβόλαια ανοικοδόμησης του Ιράκ κατασκευαστικής και μηχανολογικής εταιρείας Bechtel. Με χειρουργική ακρίβεια, αυτή η μικρή φραστική εισβολή στο νομοσχέδιο εγγυήθηκε στην οικογένεια Μπεχτέλ μια τεράστια μείωση φόρου. Οταν το νομοσχέδιο τέθηκε σε ισχύ το 2018, τα τρία δισέγγονα του ιδρυτή της εταιρείας, διευθύνοντος συμβούλου Μπρένταν Μπεχτελ, απόλαυσαν αφαίρεση 111 εκατομμυρίων δολαρίων από τη φορολόγησή τους σε εισόδημα 679 εκατομμυρίων δολαρίων. Τους μήνες που προηγήθηκαν της ψήφισης του νομοσχεδίου οι Μπέχτελ δαπάνησαν πάνω από 1 εκατ. δολάρια για την άσκηση παρασκηνιακών πιέσεων προς κυβέρνηση και Κογκρέσο... Και δεν ήταν οι μόνοι.
Μπάμπης Μιχάλης
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου