Ωστόσο, τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για την Ελλάδα φανερώνουν πως το 43,7% μεταξύ των ηλικιών 25-34 έχει λάβει πτυχίο πανεπιστημίου, ξεπερνώντας τον ευρωπαϊκό στόχο για 40% το 2020. Προπορεύεται οριακά η Φινλανδία με 43,8%, ενώ ακολουθεί -και πάλι οριακά- η Εσθονία με 43,1%. Μάλιστα, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη κοντά στην επίτευξη του 45%, δηλαδή του νέου στόχου που έθεσε πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το 2030. (ΠΙΝΑΚΑΣ 1)
Δεν είναι η πρώτη φορά που το υπουργείο Παιδείας και ειδικά η Νίκη Κεραμέως «συγκρούονται» με την πραγματικότητα των αριθμών. Αξίζει να θυμηθούμε πως, όταν η αραίωση των μαθητών στις τάξεις τέθηκε ως επιτακτικό μέτρο για τον περιορισμό της πανδημίας, η υπουργός Παιδείας σκαρφίστηκε το «μέσο όρο των 17 μαθητών ανά τάξη», για να δικαιολογήσει την απραξία και το όποιο πιθανό κόστος σε υποδομές και προσωπικό.
Σήμερα, η κακή χρήση δεδομένων και στατιστικών είναι και πάλι σκόπιμη, ώστε να αιτιολογηθούν αντικοινωνικά και αντιεκπαιδευτικά μέτρα, όπως η δραστική περικοπή των υποψήφιων φοιτητών και η συρρίκνωση των δημόσιων πανεπιστημίων.
Πώς, λοιπόν, η Νίκη Κεραμέως «υπολογίζει» τον ρυθμό αποφοίτησης από τα δημόσια πανεπιστήμια; Πώς αξιολογεί και χρηματοδοτεί τα ΑΕΙ με βάση τον αριθμό αποφοίτων, αλλά και πώς κατασκευάζει επιχειρήματα του τύπου «δεν μας ενδιαφέρει πόσοι μπαίνουν, αλλά πόσοι βγαίνουν» (… και γι’ αυτό κόβουμε το 30% των μαθητών);
Τα χαμηλά ποσοστά μπορούν να προκύψουν με έναν και μόνο τρόπο, παραπλανητικό και δόλιο. Προσμετρώντας κάθε εγγεγραμμένο φοιτητή, είτε ενεργό είτε ανενεργό, χρησιμοποιώντας τους «αιώνιους» ή «λιμνάζοντες» -κατά τη νεοδημοκρατική φρασεολογία- για να «φουσκώσουν» τα νούμερα που βολεύουν και δικαιολογούν τις κυβερνητικές επιλογές. Δεν είναι τυχαίο πως καμία έκθεση και καμία μελέτη δεν υπολογίζει τον ρυθμό αποφοίτησης με τον συγκεκριμένο τρόπο, ούτε καν ο ΟΟΣΑ. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα, επιστημονικός υπεύθυνος της οποίας ήταν ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος, δηλαδή ο σημερινός γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης της Νίκης Κεραμέως.
Ο απλούστερος και ασφαλέστερος τρόπος για τον υπολογισμό του ρυθμού αποφοίτησης είναι η σύγκριση του αριθμού πτυχιούχων με τον αριθμό πρωτοετών ανά έτος. Τα στοιχεία που προκύπτουν από συνδυασμό δεδομένων της Eurostat και του υπουργείου Παιδείας δείχνουν πως, από το 2013 έως το 2019, το ποσοστό αποφοίτησης κυμαίνεται μεταξύ 61,7% και 78,86%.
Ο ρυθμός αποφοίτησης ή αλλιώς ο λόγος μεταξύ πτυχιούχων/πρωτοετών ανά έτος είναι παραπάνω από ικανοποιητικός, συγκριτικά και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται επιβράδυνση του ρυθμού, με τις αιτίες να ανιχνεύονται στα προγράμματα λιτότητας, στην έλλειψη οικονομικής υποστήριξης των φοιτητών, στην ανάγκη για εργασία παράλληλα με τις σπουδές, ακόμα και στην αποθάρρυνση λόγω των υψηλών ποσοστών ανεργίας και την αβεβαιότητα της αγοράς εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο ρυθμός είναι πολύ καλύτερος από τα παραπλανητικά στοιχεία που παρουσιάζει η υπουργός Παιδείας, το έργο της οποίας κινδυνεύει να καταστεί μια στατιστική ασημαντότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου