Οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι είναι αυτοί που καλούνται να πληρώσουν αντί των ρυπαινόντων. Αντί δηλαδή να εξυπηρετηθεί η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», αυτό δε συμβαίνει πάντα στην ΕΕ, όπως αναφέρει σε έκθεση που δημοσιεύει σήμερα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ). Συχνά, η εφαρμογή της αρχής αυτής είναι ανομοιογενής μεταξύ τομέων και κρατών μελών, με αποτέλεσμα ορισμένες φορές οι δράσεις απορρύπανσης να χρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα και όχι από τους ρυπαίνοντες, όπως επισημαίνουν οι ελεγκτές.
Στην Ε.Ε. εκτιμάται ότι περί τις 3 εκατ. τοποθεσίες έχουν μολυνθεί, ως επί το πλείστον εξαιτίας κάποιας βιομηχανικής δραστηριότητας και της επεξεργασίας και διάθεσης αποβλήτων. Έξι στα δέκα συστήματα επιφανειακών υδάτων, όπως ποταμοί και λίμνες, δεν βρίσκονται σε καλή χημική και οικολογική κατάσταση.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση, ένας σοβαρός κίνδυνος για την υγεία στην Ε.Ε., βλάπτει επίσης τη βλάστηση και τα οικοσυστήματα. Όλα αυτά συνεπάγονται σημαντικό κόστος για τους πολίτες της ΕΕ. Κατ' εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», οι ρυπαίνοντες είναι υπεύθυνοι για τη ρύπανση και την περιβαλλοντική ζημία που προκαλούν και, θεωρητικά, είναι αυτοί που πρέπει να καλύπτουν το σχετικό κόστος και όχι οι φορολογούμενοι.
«Προκειμένου να εκπληρωθούν οι φιλοδοξίες της πράσινης συμφωνίας της ΕΕ κατά τρόπο αποδοτικό και δίκαιο, οι ρυπαίνοντες οφείλουν να πληρώνουν για την περιβαλλοντική ζημία που προκαλούν», δήλωσε ο Viorel Ștefan, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση. «Ωστόσο, μέχρι σήμερα, οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι έχουν πολλάκις αναγκαστεί να επωμιστούν το κόστος που θα όφειλαν να έχουν καλύψει οι ρυπαίνοντες».
Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» είναι μία από τις βασικές αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η νομοθεσία και οι πολιτικές της ΕΕ για το περιβάλλον, εφαρμόζεται ωστόσο ανομοιογενώς και σε διαφορετικό βαθμό, όπως διαπιστώνουν οι ελεγκτές. Ενώ η οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές καλύπτει τις περισσότερες ρυπογόνες εγκαταστάσεις, στην πλειονότητα των κρατών μελών δεν προβλέπεται ευθύνη των βιομηχανιών στις περιπτώσεις που η περιβαλλοντική ζημία έχει προκληθεί από επιτρεπτές, βάσει της άδειάς τους, εκπομπές.
Επίσης, η οδηγία δεν υποχρεώνει τις βιομηχανίες να καλύπτουν το κόστος του αντίκτυπου της υπολειμματικής ρύπανσης, το οποίο ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Ομοίως, η νομοθεσία της ΕΕ για τα απόβλητα ενσωματώνει την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», παραδείγματος χάριν μέσω της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού. Ωστόσο, οι ελεγκτές επισημαίνουν ότι προκειμένου να γεφυρωθεί το χρηματοδοτικό χάσμα, είναι συχνά απαραίτητες σημαντικές επενδύσεις με δημόσιους πόρους.
Οι ρυπαίνοντες δεν βαρύνονται ούτε με το πλήρες κόστος της ρύπανσης των υδάτων. Συνήθως, τα νοικοκυριά της ΕΕ καταβάλλουν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους αυτού, παρότι καταναλώνουν μόλις το 10 % του νερού. Η εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» παραμένει δυσχερής στην περίπτωση ρύπανσης από διάχυτες πηγές, και ιδίως από τη γεωργία.
Πολύ συχνά, η ρύπανση τοποθεσιών συνέβη τόσο παλιά ώστε οι ρυπαίνοντες να μην υφίστανται πλέον, να μη μπορούν να ταυτοποιηθούν ή να μην υπέχουν πλέον ευθύνη. Πρόκειται για την «ορφανή ρύπανση», έναν από τους λόγους για τους οποίους η ΕΕ έχει χρειαστεί να χρηματοδοτήσει έργα αποκατάστασης που θα έπρεπε να έχουν καλυφθεί οικονομικά από τους ρυπαίνοντες. Ακόμη χειρότερα, δημόσιοι πόροι της ΕΕ έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί αντίθετα προς τα όσα προστάζει η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», παραδείγματος χάριν σε περιπτώσεις παράλειψης των κρατών μελών να εφαρμόσουν την περιβαλλοντική νομοθεσία και να εξαναγκάσουν τους ρυπαίνοντες να πληρώσουν.
Τέλος, οι ελεγκτές υπογραμμίζουν ότι, στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις δεν διαθέτουν επαρκή χρηματοοικονομική ασφάλεια (π.χ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο που να καλύπτει την περιβαλλοντική ευθύνη), υπάρχει ο κίνδυνος να επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι με το κόστος καθαρισμού του περιβάλλοντος. Μέχρι στιγμής, μόνο επτά κράτη μέλη (Τσεχική Δημοκρατία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Πορτογαλία και Σλοβακία) απαιτούν την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας προς κάλυψη ορισμένων ή όλων των περιβαλλοντικών υποχρεώσεων.
Σε ενωσιακό επίπεδο, ωστόσο, οι εγγυήσεις αυτές δεν είναι υποχρεωτικές, πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι αναγκάζονται να καλύψουν το κόστος της απορρύπανσης σε περίπτωση που η εταιρεία που προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημία περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
Μαρία Ψαρρά
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου