Εξήντα χρόνια από την αποχαιρετιστήρια ομιλία του 34ου προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και την περιβόητη αναφορά του στον αυξανόμενο εναγκαλισμό των εταιρειών παραγωγής όπλων του ιδιωτικού τομέα με το Πεντάγωνο, το «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό να ρυθμίζει τις τύχες αρκετών λαών της υφηλίου και να κερδίζει.
Επενδύοντας στον φόβο, στις συγκρούσεις και στον πόλεμο, η συμμαχία αυτή –προϊόν του Β' Παγκοσμίου Πολέμου– διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την αμυντική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, απομυζώντας πόρους από την οικονομία τόσο της υπερδύναμης όσο και δεκάδων χωρών του πλανήτη. Η δημιουργία αντίπαλων στρατοπέδων, ο αέναος ανταγωνισμός των εξοπλισμών, οι στρατιωτικές συγκρούσεις σημαίνουν γι’ αυτήν πωλήσεις, κέρδη, αποδόσεις. Η ειρήνη, αντίθετα, σημαίνει οικονομικό μαρασμό. Γι’ αυτό και είναι ανεπιθύμητη.
«Η ειρήνη δεν πρόκειται να έλθει σύντομα στη Μέση Ανατολή», η περιοχή «παραμένει ένας τομέας όπου θα συνεχίσουμε να βλέπουμε σταθερή ανάπτυξη», διαβεβαίωνε τον περασμένο Ιανουάριο τους μετόχους της Raytheon ο διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού αμυντικού κολοσσού Γκρεγκ Χέιζ.
Η αφοπλιστική του ειλικρίνεια είχε στόχο να καθησυχάσει τους επενδυτές της Raytheon, οι οποίοι ανησυχούσαν για τυχόν ζημιές μετά την απόφαση του Τζο Μπάιντεν να μπλοκάρει προσωρινά τις πωλήσεις όπλων προς τη Σαουδική Αραβία. Κάποιες από τις μετέπειτα κινήσεις του Αμερικανού προέδρου, όπως η αεροπορική επίθεση στη Συρία στα τέλη Φεβρουαρίου και η πρόσφατη επαναφορά της ψυχροπολεμικής ρητορικής, τον δικαίωσαν.
Η Raytheon Technologies μαζί με τις Lockheed Martin, Boeing, Norτthrop Grumman, General Dynamics αποτελούν τον πυρήνα του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ. Είναι οι πρώτες σε πωλήσεις βιομηχανίες κατασκευής οπλικών συστημάτων του κόσμου και συνιστούν μαζί με τις υπόλοιπες εταιρείες του κλάδου τους τον κορυφαίο εξαγωγικό τομέα των ΗΠΑ. Οι τεράστιες σε αξία και όγκο πωλήσεις τους στο εξωτερικό καθιστούν την υπερδύναμη εδώ δεκαετίες μεγαλύτερη εξαγωγέα όπλων στην υφήλιο. Οι εν λόγω βιομηχανίες ήταν στην πενταετία 2016-2020 υπεύθυνες για το 37% των όπλων που πωλήθηκαν σε όλο τον κόσμο.
Οι πωλήσεις τους κατέγραψαν άνοδο 15% σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία (2011- 2015), ενώ τα προϊόντα τους αγοράστηκαν συνολικά από 96 χώρες του πλανήτη. Τα μισά εξ αυτών αγόρασαν οι χώρες της Μέσης Ανατολής, που αποτελούν χάρη στα έσοδά τους από το πετρέλαιο εδώ και χρόνια τις καλύτερες πελάτισσες. Η επικεφαλής του ΟΠΕΚ και δεύτερη μεγαλύτερη πετρελαιο-εξαγωγική χώρα του κόσμου Σαουδική Αραβία απορρόφησε το 25% των συνολικών τους εξαγωγών.
Ωστόσο, παρά τις τεράστιες πωλήσεις τους στο εξωτερικό, οι αμερικανικές βιομηχανίες κατασκευής οπλικών συστημάτων συνεχίζουν να αντλούν μεγάλο μέρος των κερδών τους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το αμερικανικό
Πεντάγωνο ξοδεύει σήμερα περίπου τρεις φορές περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο στρατό στον κόσμο. Ο ύψους 740 δισ. δολαρίων προϋπολογισμός του (μεγάλο μέρος του οποίου δαπανάται για τα όπλα που χρησιμοποιεί ο αμερικανικός στρατός) αποτελεί την τακτική πηγή εσόδων της αμυντικής βιομηχανίας. Γι’ αυτό η κατάρτιση, η επικύρωση και η υλοποίησή του αποτελεί βασικό της μέλημα.
Οι αμερικανικές βιομηχανίες όπλων «επενδύουν» δεκάδες εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προς αυτήν την κατεύθυνση, για τη χρηματοδότηση ενός ατελείωτου δικτύου ομάδων πίεσης (λόμπι), ιθυνόντων και εκλεγμένων αξιωματούχων με στόχο τον επηρεασμό των αποφάσεων της κυβέρνησης που τις αφορούν. Απώτερος στόχος τους είναι οι οποιεσδήποτε μεταβολές στις στρατιωτικές δαπάνες να καθοδηγούνται όχι από τις πραγματικές εθνικές ανάγκες άμυνας και ασφάλειας των ΗΠΑ, αλλά από την αύξηση των κερδών τους.
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του Center for Responsive Politics, οι συνολικές δαπάνες τους για λόμπι την τελευταία εικοσαετία ανήλθαν στα 2,5 δισ. δολάρια. Εξ αυτών, πάνω από 285 εκατ. δολάρια δαπανήθηκαν υπό τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης σε προεκλογικές εκστρατείες Αμερικανών πολιτικών που προωθούν τα συμφέροντά τους. Καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια επηρεασμού των αποφάσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης διαδραματίζει η περιβόητη «περιστρεφόμενη πόρτα» δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Εκατοντάδες από τους λομπίστες που οι εταιρείες όπλων απασχολούν σήμερα έχουν διατελέσει νωρίτερα μέλη ή υπάλληλοι επιτροπών του Κογκρέσου και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, οι οποίες αποφασίζουν για προμήθειες, ελέγχους και χρηματοδότηση των οπλικών συστημάτων.
Η Σαουδική Αραβία, 2η παγκοσμίως σε αγορές αμερικανικών όπλων, πληρώνει αδρά κορυφαίες εταιρείες για να εξασφαλίσει την έγκριση των εξοπλιστικών προγραμμάτων της. Πιέσεις στο Κογκρέσο και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν ασκούν όμως μόνο όσοι πουλούν όπλα και κερδίζουν, αλλά και αυτοί που αγοράζουν. Και πιο συγκεκριμένα οι κυβερνήσεις των
άλλων χωρών του πλανήτη, οι οποίες πληρώνουν αδρά κάποιες αμερικανικές εταιρείες λόμπινγκ προκειμένου να ασκούν πιέσεις στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και στο Κογκρέσο. Στόχος τους, να ανάψει το πράσινο φως για τα πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματα που αυτές αγοράζουν από τη Raytheon, την Βoeing και τους υπόλοιπους κολοσσούς της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας.
Οι αγορές αυτές δημιουργούν συνήθως τεράστιες μαύρες τρύπες και γονατίζουν για χρόνια τα δημόσια οικονομικά μιας χώρας. Από την άλλη πλευρά εξασφαλίζουν τις περισσότερες φορές την ειρήνη, καθώς ισοδυναμούν ουσιαστικά με αγορά προστασίας από την υπερδύναμη. Κορυφαία περίπτωση οι χώρες της Μέσης Ανατολής και ειδικά η Σαουδική Αραβία που από το 2017 αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο αγοραστή αμερικανικών όπλων στον κόσμο. Παράλληλα είναι και ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες των αμερικανικών εταιρειών λόμπι (7η). Κρατικές εταιρείες αυτής, όπως η SABIC, έχουν δαπανήσει από το 2016 πάνω από 108 εκατ. δολάρια για να επηρεάσουν της αποφάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Στην προσπάθειά τους αυτή έχουν προσλάβει κορυφαίες εταιρείες προώθησης συμφερόντων της Ουάσινγκτον, όπως οι Brownstein Hyatt, Squire Patton Boggs και ΒGR Group, οι οποίες ταυτόχρονα όμως αποτελούν και κορυφαίους λομπίστες των αμερικανικών αμυντικών βιομηχανιών που πουλούν όπλα στη Σαουδική Αραβία... Πιο στημένο φαγοπότι δεν γίνεται.
Οι «περιστρεφόμενες πόρτες» του εξοπλιστικού λόμπι
Για την προώθηση των συμφερόντων τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας των ΗΠΑ, οι βιομηχανίες οπλικών συστημάτων αξιοποιούν ένα από τα καλύτερα –σε διασυνδέσεις– λόμπι της Ουάσινγκτον. Βασικό γρανάζι αυτού αποτελεί η «περιστρεφόμενη πόρτα» μέσω της οποίας πρώην κρατικοί αξιωματούχοι περνούν μετά το τέλος της θητείας τους στον ιδιωτικό τομέα και αντίστροφα. Πάνω από το 73% των συνολικά 663 εκπροσώπων ομάδων πίεσης που απασχολούσαν πέρυσι στην αμερικανική πρωτεύουσα οι αμυντικές βιομηχανίες δούλευε παλαιότερα για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
"Τουλάχιστον το 73% των εκπροσώπων των ομάδων πίεσης της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ δούλευαν προηγούμενα στην κυβέρνηση. Το Πεντάγωνο αλλά και το Κογκρέσο αγαπημένες... πύλες εισόδου-εξόδου για τους λομπίστες των αμυντικών εταιρειών"
Κανένας άλλος κλάδος, καμιά άλλη βιομηχανία δεν απασχολεί τόσο υψηλό ποσοστό επαγγελματιών άσκησης πιέσεων που εργάζονταν παλαιότερα σε κυβερνητικές θέσεις. Στο υπουργείο Αμυνας, ειδικά, αυτή η περιστρεφόμενη πόρτα έχει διαστάσεις... πύλης. Παλαιότερη έρευνα του Project of Government Oversight είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι περίπου οι μισοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας που υπέγραφαν τις συμβάσεις προμηθειών διατηρούσαν δεσμούς με τις βιομηχανίες όπλων. Το 2016 καταμετρήθηκαν 95 πρώην αξιωματούχοι του Πενταγώνου οι οποίοι είχαν περάσει μέσω της «περιστρεφόμενης πόρτας» σε καλοπληρωμένες θέσεις του ιδιωτικού τομέα άσκησης πίεσης και προωθούσαν τα συμφέροντα των πέντε μεγαλύτερων εταιρειών όπλων. Η έρευνα του Center for Responsive Politics διαπίστωσε και αυτή ότι εκατοντάδες από τους σημερινούς λομπίστες της αμυντικής βιομηχανίας έχουν προηγουμένως εργαστεί στο υπουργείο Αμυνας. Το Πεντάγωνο, ωστόσο, αποτελεί μόνο ένα μέρος στον οποίο οδηγεί η πόρτα.
Το άλλο –εξίσου σημαντικό– είναι το Κογκρέσο και οι επιτροπές του. Σύμφωνα με την έρευνα του CRP, στα τελευταία 20 χρόνια έχουν περάσει από τις επιτροπές ενόπλων δυνάμεων και διεθνών σχέσεων όπως και τις υποεπιτροπές αμυντικών πιστώσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας τουλάχιστον 250 άτομα που αργότερα συνέχισαν να εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα ή και αντίστροφα. Το 25% αυτών ήταν επίσημα εγγεγραμμένοι εκπρόσωποι ομάδων πίεσης των αμυντικών βιομηχανιών ή των εμπορικών ενώσεών τους.
Ακόμη πιο εντυπωσιακά είναι τα νούμερα για το προσωπικό, τους εμπειρογνώμονες και άλλους υπαλλήλους δηλαδή, που απασχολούν οι σχετικές επιτροπές του Κογκρέσου και τα μέλη τους. Η έρευνα αποκαλύπτει ότι τουλάχιστον 530 άτομα έχουν εργαστεί τόσο για έναν πολιτικό-μέλος κάποιας εκ των έξι κοινοβουλευτικών επιτροπών που σχετίζονται με την άμυνα όσο και ως εκπρόσωποι ομάδων πίεσης που προωθούν τα συμφέροντα των αμυντικών εταιρειών. Αρκετές φορές μάλιστα ταυτόχρονα. Συνολικά το 1/3 των υπαλλήλων που εργάζεται σε αυτές τις επιτροπές και τους πολιτικούς που τις απαρτίζουν ήταν ταυτόχρονα εγγεγραμμένοι λομπίστες, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των αμυντικών εταιρειών.
Οι... περιστρεφόμενοι υπουργοί του Τζο Μπάιντεν
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ συνεργατών που επέλεξε ο Τζο Μπάιντεν για τη νέα του κυβέρνηση ήταν οι Λόιντ Οστιν και Αντονι Μπλίνκεν. Ο μεν πρώτος επιλέχτηκε νέος υπουργός Αμυνας, ενώ ο δεύτερος υπουργός Εξωτερικών. Και οι δύο, ωστόσο, πριν από τον διορισμό τους στη νέα κυβέρνηση είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με την πολεμική βιομηχανία. ∆ιετέλεσαν αμφότεροι σύμβουλοι της εταιρείας ιδιωτικών συμμετοχών Pine Island, η οποία επιδόθηκε πέρυσι σε μπαράζ εξαγορών μικρών εταιρειών παραγωγής οπλικών συστημάτων και αυτοδιαφημιζόταν για την εκτεταμένη «πρόσβαση, δίκτυο και εμπειρία» της στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας.
Ο στρατηγός Οστιν, ειδικά, θεωρείται ο «άνθρωπος της αμυντικής βιομηχανίας στην κυβέρνηση» καθώς μετά την αποστράτευσή του εργάστηκε σε αυτές. Ηταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Pine από τον Ιούλιο, ενώ συμμετείχε και στα διοικητικά συμβούλια αρχικά της United Technologies (από το 2016) και εν συνεχεία της Raytheon Technologies (δημιουργήθηκε τον περσινό Απρίλιο μετά τη συγχώνευση της United με τη Raytheon). Ο νέος υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ κατείχε έως και την ανάληψη καθηκόντων μετοχές αξίας μεγαλύτερης των 500 χιλιάδων δολαρίων στη Raytheon, ενώ για τη συμμετοχή του επί 4 έτη στο ∆.Σ. της United Technologies απόλαυσε αμοιβές συνολικού ύψους 1,4 εκατ. δολαρίων σε ρευστό και μετοχές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκκρεμείς συμβάσεις προμηθειών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τη Raytheon, που είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο για τους πυραύλους «Τόμαχοκ» και «Πάτριοτ» που παράγει, ανέρχονται σήμερα στα 73 δισ. δολάρια.
Ανάλογους δεσμούς με την αμυντική βιομηχανία είχαν και οι τρεις υπουργοί Αμυνας της προηγούμενης κυβέρνησής του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τζιμ Μάτις ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της General Dynamics, ο Πάτρικ Σάναχαν διευθυντικό στέλεχος της Boeing και ο Μαρκ Εσπερ ήταν υψηλόβαθμος λομπίστας της Raytheon. Ο Μάτις, μάλιστα, αμέσως μετά την αποχώρησή του από το υπουργείο Αμυνας επέστρεψε στην παλιά του θέση, στο διοικητικό συμβούλιο της General Dynamics, δείχνοντας ότι η «περιστρεφόμενη πόρτα» που συνδέει τις αμυντικές βιομηχανίες με το υπουργείο Αμυνας δεν σταματά ποτέ να γυρίζει.
Μπάμπης Μιχάλης
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου