Η περίπτωση της «εξαπάτησης» της Μενδώνη θυμίζει εν πολλοίς τη δικανική (και σε προέκταση και πολιτική) πρακτική που, όταν κάποιος θέλει να αποσείσει ευθύνες ή συνενοχή, επικαλείται την «ευήθεια» ή κοινώς λόγους βλακείας για την απαλλαγή του. Και στο παρελθόν πολλοί προτίμησαν να τους αποκαλέσουν βλάκες παρά συνενόχους σε πολιτικά κρίματα (π.χ. ο Παπανδρέου «δεν φαντάστηκε» τι θα επέφερε το Μνημόνιο, ο Χρυσοχοΐδης «δεν το διάβασε» κ.λπ.).
Η Μενδώνη, λοιπόν, και λοιποί εξαπατήθηκαν και προτιμούν να δηλώσουν βλάκες και ευήθεις παρά να αναλάβουν πολιτικές ή άλλες ευθύνες. Παραδεχόμενη ότι παρασύρθηκε η Μενδώνη εμμέσως αυτοκατηγορήθηκε ότι ενδίδει σε συναισθηματισμούς και φρεναπάτες, επιβεβαιώνοντας τη βασική διάκριση του Χιουμ ανάμεσα στο «είναι» και το «πρέπει να είναι» (is/ought), όπου τα συναισθήματα υπερτερούν της κρίσης, προβάλλοντας μία ατελή και ψυχολογική δικαιολογία.
Μόνο που, πέρα από την ψυχολογική πτυχή και τα κίνητρά της, η έννοια της απάτης στη φιλοσοφία ευρέως και άρρηκτα συνδέεται (Davidson, Bach, Funkhouser, Merle, Pedrini, κοκ) με την έννοια της αυτο-εξαπάτησης (self-deception) και τη βαθιά προθεσιακή (motivational) και εσκεμμένη (intentional) παράμετρό της.
Και τούτο διότι σε περιπτώσεις που δεν εμπλέκεται η ακαριαία ανάγκη απόφασης, ο απατημένος τρόπον τινά συναινεί, αποδεχόμενος την υπόθεση και τον πυρήνα της απάτης που ικανοποιεί τις δικές του ιδιοτελείς επιθυμίες, κίνητρα και ευσεβείς πόθους (wishful thinking). Ο (αυτο)εξαπατώμενος επιθυμεί ένα συγκεκριμένο καθεστώς του κόσμου και της σκέψης του και διαρκώς εφευρίσκει λόγους για να «αποφεύγει» την αντικειμενική πραγματικότητα και να πιστοποιεί και στον εαυτό του και τους άλλους ότι το Α που πιστεύει και επιθυμεί είναι όντως Α.
Συνεπώς, ο εξαπατών (συνήθως με κολακεία) επικυρώνει ουσιαστικά τον κρυφό πόθο του εξαπατημένου να είναι ο κόσμος έτσι όπως τον θέλει. Ο εξαπατημένος υποκύπτει εσκεμμένα σε εκείνον που ικανοποιεί τη φιλαυτία ή μοιάζει να υπηρετεί τα δικά του συμφέροντα, «αποφεύγοντας» διαρκώς το κύρος της πραγματικότητας. Μάλιστα τείνει να εκλογικεύει (ή μυθοποιεί-confabulation) τη φρεναπάτη τούτη, προβάλλοντάς την ως προϊόν της συνειδητής κρίσης της. Για τη φιλοσοφία, όμως, το γεγονός ότι ο (αυτο)εξαπατημένος «αποφεύγει» (την αντικειμενικότητα) αποδεικνύει ότι, κατά βάθος και με κάποιο τρόπο, και εκείνος γνώριζε την αλήθεια που αποφεύγει.
Αν ο Λιγνάδης εξαπάτησε τη Μενδώνη, προφανώς κέντρισε για να τον εμπιστευτούν κάποιες δικές της επιθυμίες και «οράματα», υπερτόνισε τη δική της θεωρία και προθέσεις. Εάν δεν ίσχυε τούτο, γιατί η Μενδώνη ανέθεσε απ’ ευθείας στον Λιγνάδη τη διεύθυνση, ακυρώνοντας τον σχετικό διαγωνισμό – που, άλλωστε, γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει: για να παρέχει αντικειμενικά και κατόπιν έρευνας τις απαραίτητες εγγυήσεις για την ικανότητα και το ήθος των προσώπων.
Η Μενδώνη παραβίασε εκείνο που στη φιλοσοφία ονομάζεται «αξίωση πλήρους ένδειξης», προτιμώντας τη μερικότητα των αποδείξεων: μέγιστη αστοχία για άνθρωπο της διοίκησης. Αποδέχθηκε δε την αρχική τούτη «αδυναμία των εγγυήσεων» (στην οποία ενυπάρχουν στοιχεία που ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν και υποσκάπτουν την υπόθεση) ακόμη και όταν άρχισε να εκτυλίσσεται το σκάνδαλο, υπερασπιζόμενη σθεναρά τον Λιγνάδη, κρίνοντας πως η πίστη της (στο ότι μπορεί να μην έχει συνέχεια) είναι πιο πιθανή από απίθανη. Ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να αποσείσει τις ευθύνες δημιουργώντας ένα «φαινόμενο αχλύος», όπου η αντίληψη για ένα καθορισμένο υποκείμενο (η αφελής εξαπατημένη) καθορίζεται από την ένταση των χαρακτηριστικών ενός άλλου υποκειμένου (του «επικίνδυνου» απατεώνα).
Μόνο που η «αδυναμία να αναζητούμε επαρκείς εγγυήσεις» έχει την ίδια λογική δομή με την «αδυναμία της βούλησης», την από αρχαιοτάτων χρόνων καταδικαστέα αδυναμία χαρακτήρα της «ακρασίας». Χαρακτηριστικό της ακρασίας είναι να δρας αντίθετα από την κρίση σου και τα τεκμήρια, παραβιάζοντας την «αρχή της εγκράτειας» (που εμπεριέχει συνοχή σκέψης, αξιολόγηση και πράξη). Αρα, η Μενδώνη αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων και ιδιοσυγκρασιακά, καθώς έδειξε πως ενεργεί επί τη βάσει των ελάχιστων εγγυήσεων, συναισθηματικά και παρά την «καλή της κρίση» και με βάση ιδιοτελή κίνητρα. Ιδιότητες που βάσει των διακηρυγμένων «αξιών» από την κυβέρνηση δεν αρμόζουν σε μία υπουργό.
Γιώργης-Βύρωνας Δάβος - δημοσιογράφος, διδάκτoρας Γλωσσολογίας/Φιλοσοφίας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου