Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και η ελάχιστη βάση εισαγωγής

Ανήκω στη γενιά που άρχισε να δουλεύει στο πανεπιστήμιο όταν αυτό άνοιγε τις πόρτες του και φεύγω τώρα που τις κλείνει. Αν δεν είχαν ανοίξει για τη δική μου γενιά, πιθανό να έπρεπε να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου, όπως συμβαίνει εδώ και καιρό με πολλούς/ές νέους/ες επιστήμονες που δεν θα βρουν θέση στο πανεπιστήμιο ή θα ταλαιπωρούνται στις παρυφές του.
Τα πανεπιστήμια άνοιξαν σε μια περίοδο αισιοδοξίας για το μέλλον την οποία τροφοδοτούσε και η κοινωνική κινητικότητα φοιτητών και διδασκόντων, με ένα όραμα για λιγότερο άνισες κοινωνίες να μοιάζει εφικτό και με στήριξη από κινήματα μέσα και πέρα από τις ακαδημαϊκές κοινότητες. Το άνοιγμα έφερε στο πανεπιστήμιο πολύ ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και συνέβαλε αποφασιστικά στη μεγέθυνση των μεσαίων στρωμάτων στις δυτικές κοινωνίες.
Τα πράγματα άλλαξαν στην πορεία: οι αναπτυξιακές προοπτικές έγιναν δυσοίωνες, το ιδεολογικό κλίμα πολύ πιο συντηρητικό και τα οράματα για πιο δίκαιες κοινωνίες ξεθώριασαν. Στα πανεπιστήμια, ωστόσο, εξακολούθησε να φυσάει ένας προοδευτικός αέρας, σαν κάποιος να ξέχασε μερικά παράθυρα ανοιχτά.
Πέρα από την αδράνεια στάσεων και αντιλήψεων που δεν εξαφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη, τα διοικητικά όργανα και οι συλλογικότητες του πανεπιστημίου αντιστέκονται συχνά στις αλλαγές που τους επιφυλάσσουν οι συντηρητικές πολιτικές εξουσίες επειδή καλούνται να διαχειριστούν τα ιδρύματά τους με πόρους που τα υποβαθμίζουν, με τρόπους που ανεξέλεγκτα αλλάζουν τους στόχους τους και με πρακτικές που υπονομεύουν το ρόλο και την ίδια τους την υπόσταση.
Το τρέχον νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμιο κινείται σε μια λογική πειθάρχησης και «εξορθολογισμού». Η πειθάρχηση συνδέεται με πολυσυζητημένα ζητήματα που ορισμένοι προβάλλουν ως βασικά προβλήματα του πανεπιστημίου (άσυλο, ανομία, ασφάλεια). Χωρίς να διαφωνώ ότι υπάρχουν προβλήματα ασφάλειας και πρέπει να αντιμετωπίζονται, θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση κυρίως αποσπούν την προσοχή από τον επιχειρούμενο «εξορθολογισμό» του πανεπιστημίου με τη θεσμοθέτηση ελάχιστης επίδοσης στις Πανελλήνιες για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το Υπουργείο υποστηρίζει ότι με τη θεσμοθέτηση της ελάχιστης βάσης αντιμετωπίζει πιο ορθολογικά και δίκαια την προσπάθεια των νέων να σπουδάσουν. Θα μπορούν τα πανεπιστήμια να λειτουργήσουν με φοιτήτριες/τριες που θα μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις. Θα δικαιώνονται όσοι προσπάθησαν, βλέποντας εκείνους που δεν προσπάθησαν αρκετά να μην έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Δεν θα δίνονται φρούδες ελπίδες σε εκείνους που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τριτοβάθμιας και θα οδηγούνται σε άλλους δρόμους (όπως του ψυκτικού).
Προφανώς κάθε πανεπιστημιακό Τμήμα θα δούλευε καλύτερα με φοιτητές/τριες που θα είχαν περισσότερη όρεξη, εντονότερο ενδιαφέρον και περισσότερες γνώσεις από εκείνες/ους που διαθέτει. Τα εκπαιδευτικά συστήματα, ωστόσο, δεν είναι αυτοαναφορικά. Αποτελούν τμήμα ενός συστήματος κοινωνικής αναπαραγωγής και ο αριθμός των εισακτέων στα Τμήματα και τις Σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολιτική απόφαση που θεωρητικά παίρνεται με βάση συνολικότερες κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους, συνυπολογίζοντας και τις πολιτικές της επιπτώσεις.
Από τη δεκαετία του 1960, η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα βασίζεται σε ένα ενιαίο σύστημα επιλογής, όπου οι υποψήφιες/οι –απόφοιτοι της προηγούμενης βαθμίδας με τα τυπικά προσόντα και προαπαιτούμενα– διαγωνίζονται για την κατάληψη μιας από τις προσφερόμενες θέσεις σε όλα τα ιδρύματα της χώρας. Το σύστημα αυτό αντικατέστησε τις προηγούμενες ξεχωριστές διαδικασίες εισαγωγής σε κάθε ίδρυμα και συνέβαλε στην αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας στην ελληνική κοινωνία τις επόμενες δεκαετίες.
Η ελάχιστη βάση μας γυρίζει πίσω και θέτει πολλά ερωτήματα. Αν η βάση που θα θέτει κάθε Τμήμα αντιπροσωπεύει το ελάχιστο επίπεδο που πρέπει να έχει η/ο υποψήφια/ος για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, πώς θα ερμηνεύεται ότι για να σπουδάσεις Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ θα θέλεις τουλάχιστον 16 και στη Ξάνθη 13;
Με το σημερινό σύστημα, η διαφορά στο βαθμό εισαγωγής του τελευταίου εισακτέου υπάρχει και είναι μεγάλη. Αλλά οφείλεται στην προσφορά και ζήτηση μεταξύ θεωρητικά ίσων Τμημάτων και υποψηφίων και όχι σε μια εκ των προτέρων ιεράρχηση των Τμημάτων, την οποία θα εντείνει η δυνατότητα του ενός να επιδιώκει μια όλο και πιο εκλεκτική επιλογή «πελατείας» και η ανάγκη του άλλου να κατεβάζει τη βάση του για να επιβιώσει. Αν στόχος είναι η κοινωνική και γεωγραφική ιεράρχηση των πανεπιστημιακών Τμημάτων, τότε το προτεινόμενο μέτρο είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Αν, επίσης, η ελάχιστη βάση εισαγωγής είναι δικλείδα ασφαλείας για την ποιότητα των σπουδών, γιατί δεν συζητείται ανάλογη ρύθμιση για τα ιδιωτικά κολλέγια που η κυβερνώσα παράταξη προσπαθεί διακαώς εδώ και χρόνια να αναβαθμίσει σε πανεπιστήμια;
Η εισαγωγή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής κρύβει μία καθαρά πολιτική επιλογή για την αλλαγή της λογικής του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πίσω από μια φαινομενικά ορθολογική διευθέτηση του «παραλογισμού» να εισάγονται στο πανεπιστήμιο υποψήφιοι με πολύ χαμηλές επιδόσεις. Πέρα από την ένταση της ιεράρχησης μεταξύ ιδρυμάτων και Τμημάτων, θα επιφέρει σημαντική μείωση του αριθμού των εισακτέων (δείτε εδώ την τεκμηριωμένη ανάλυση) με αρνητικές επιπτώσεις για τους υποψήφιους/ες από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Αυτή η προσπάθεια να αλλάξει το σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο συμβαίνει σε συνθήκες αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας. Η πρόσβαση στο ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν και είναι άνιση. Υποψήφιες/οι από υψηλά κοινωνικά στρώματα και επίλεκτα ιδιωτικά σχολεία διέθεταν πάντοτε πολύ περισσότερες πιθανότητες εισαγωγής από τον μέσο υποψήφιο και, ακόμη περισσότερο, από τους υποψήφιους/ες που προέρχονται από εργατικά στρώματα και από δημόσια λύκεια με χαμηλές επιδόσεις. Οι αποστάσεις αυξάνονται πολύ όταν εξετάσουμε τα Τμήματα και τις Σχολές υψηλής ζήτησης.
Παράλληλα, όμως, το φοιτητικό σώμα –ακόμη και στις Σχολές υψηλής ζήτησης– αποτελείται κυρίως από υποψήφιους/ες που προέρχονται από δημόσια λύκεια μέσης ή ακόμη και χαμηλής επίδοσης. Με την έννοια αυτή, η σύνθεση του φοιτητικού σώματος των ελληνικών πανεπιστημίων αντικατοπτρίζει έναν κοινωνικό συμβιβασμό, με βάση τον οποίο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν προνομιακή πρόσβαση, χωρίς όμως να αποκλείονται οι υπόλοιποι.
Ο κοινωνικός αυτός συμβιβασμός διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000.
Η κρίση αύξησε τις ανισότητες. Στο διάστημα 2010-2014 οι πιθανότητες πρόσβασης των υποψήφιων με γονείς πανεπιστημιακής μόρφωσης αυξήθηκαν, ενώ εκείνων με γονείς μέσης ή χαμηλότερης εκπαίδευσης μειώθηκαν. Το πανεπιστήμιο την τελευταία δεκαετία έγινε ταξικά πιο επιλεκτικό και το τωρινό νομοσχέδιο έρχεται όχι απλώς να σφραγίσει και να νομιμοποιήσει (με κάθε έννοια) αυτή την πορεία, αλλά και να ανοίξει νέους δρόμους στην κοινωνικά όλο και πιο άνιση πρόσβαση.
Η ελάχιστη βάση εισαγωγής αποτελεί μέτρο που νομιμοποιεί τη μείωση του αριθμού των εισακτέων στη βάση μιας ταξικά παραμορφωμένης και παραμορφωτικής αξιοκρατίας. Με δεδομένες τις υψηλότερες επιδόσεις των υποψηφίων από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, η μείωση του αριθμού των εισακτέων θα μειώσει περαιτέρω την πρόσβαση σε ένα –έστω και ψαλιδισμένο– διαβατήριο κοινωνικής κινητικότητας για εκείνες και εκείνους που προέρχονται από χαμηλότερα στρώματα.
Δυστυχώς, το κλίμα της εποχής εξακολουθεί να ευνοεί τις προσπάθειες που βασίζονται στην αντίληψη ότι όλοι έχουμε ίσες ευκαιρίες εφόσον έχουμε το δικαίωμα να διεκδικήσουμε κάτι, με επακόλουθο ότι καθένας πρέπει να φροντίζει τον εαυτό του και, σε τελική ανάλυση, είναι άξιος της τύχης του.

Θωμάς Μαλούτας - Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: