Συχνά, αυτό το τίποτε απαξιώνεται. Αδυνατούμε να το κατανοήσουμε, να το αξιολογήσουμε και να συνομιλήσουμε μαζί του ως στοιχείο που μπορεί να ορίσει το μέλλον μας. Αυτό έπαθε και ο Ρίζος Ραγκαβής με την ποίηση του Σολωμού, χαρακτηρίζοντας την ποιητική του γλώσσα, τη νεοελληνική, «ένα είδος ιδιώματος της παρακμής». Ηγουν ένα τίποτε για την εποχή του. Νιώθει ανασφάλεια μπρος στην ορμητικότητα του καινούριου, οπότε το κατακεραυνώνει και το απαξιώνει.
Η λέξη «τίποτε» εισέβαλε βιαίως στον δημόσιο λόγο την προηγούμενη βδομάδα. Γράφτηκε σε «σούπερ» τηλεοπτικού σταθμού χαρακτηρίζοντας όσες και όσους κατήγγειλαν σεξουαλική κακοποίηση και βάναυση συμπεριφορά. Από τη μια μεριά οι «σπουδαιοφανείς» με τα σιρίτια και τους λουφέδες κι από την άλλη το τίποτε, δηλαδή οι αναξιόπιστοι που τα θέλει ο πισινός τους. Το τίποτε όμως συχνά μετατρέπεται σε μπούμερανγκ, ακόμη και η συγγνώμη δεν μπορεί να το σταματήσει.
Το «τίποτα» που εκτοξεύθηκε από τον σταθμό συναντάει το παν του ποιητή. Είναι η αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην επιλογή. Είναι η επαγγελματική ηθική, το κορμί, το «γεμάτο με ησυχία» (Σινόπουλος). Αυτές τις ημέρες έσπασε το σπυρί και φάνηκε το πολιτισμικό πύον που μαζεύτηκε τόσα χρόνια. Που φτιάχτηκε από τους φόβους και τις αγωνίες της τσαλαπατημένης ψυχής των παντός είδους κακοποιημένων.
Είμαστε, λοιπόν, με το τίποτε, γιατί αυτό κουβαλάει την αντίσταση στην ισοπέδωση. Γιατί κουβαλάει τη σιωπή που εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Είμαστε με το τίποτε, γιατί «το λίγο λίγο γίνεται πολύ». Γιατί αυτό το λίγο που θεωρήθηκε παρωνυχίδα αφέθηκε να γίνει κανόνας για μερικούς που βρίσκονται σε κάποια πολυθρόνα.
Η εκτόξευση του «τίποτα», λοιπόν, είναι η αλαζονεία του ισχυρού. Η προσπάθεια αγνόησης της ουσίας των πραγμάτων. Αυτής της βαθύτερης ουσίας που μπορεί στο παρελθόν να ήταν το παν ή να γίνει στο μέλλον. Σαν το δημοτικό τραγούδι, δεν θεωρήθηκε ποίηση. Τέτοια αντιμετώπιση έχουν κάποιες γλώσσες.
Σαν τη βλάχικη. Η δαιμονοποίησή της ως κερκόπορτας για αμφισβήτηση των ελληνικότητας των Βλάχων οδηγεί σε τέτοιους χαρακτηρισμούς. Είναι ένα «τίποτα» είχε χαρακτηριστεί από αρθρογράφο σε τοπικό έντυπο. Αναδιατυπωμένο επαναλήφθηκε το επιχείρημα από πρώην υπουργό σε κυριακάτικη εφημερίδα. Δεν έχει η βλάχικη γλώσσα τη δύναμη να διατυπώσει αφηρημένες έννοιες. Να εκφράσει βαθύτερα νοήματα. Και η ψυχή των προγόνων. Το βυζί της μάνας που τάισε; Τα μοιρολόγια και οι χαρές; Οι παροιμίες; Ολα αυτά είναι ένα τίποτα;
Ευάγγελος Αυδίκος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου