Η διατήρηση της υπουργού Πολιτισμού στη θέση της, μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό, προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση από την αρχική επιλογή της στο κυβερνητικό σχήμα, η οποία ακολούθησε την ανάσυρσή της από τη γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ. Αυτό συμβαίνει διότι η Λίνα Μενδώνη βρίσκεται στο επίκεντρο διαρκούς κριτικής έχοντας έρθει σε ρήξη με το σύνολο του χώρου του «πολιτισμού» που εκπροσωπεί.
Σίγουρα δεν πιστεύει κανείς ότι η υπουργός επιβραβεύτηκε με την παραμονή της στην κυβέρνηση για τους αδέξιους χειρισμούς της στην υπόθεση των αρχαιοτήτων του μετρό της Θεσσαλονίκης, της «ανακαίνισης» της Ακρόπολης (της πλέον πολυσυζητημένης ίσως μετά τις παρεμβάσεις του Δημητρίου Πολιορκητή) ή της πυρκαγιάς στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών (σίγουρα της πιο πολυσυζητημένης μετά την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων). Αντίθετα, διατηρήθηκε στη θέση της διότι λειτουργεί αποτελεσματικά ως απολιτική γραφειοκράτης υπηρετώντας το κομματικό μάλλον παρά δημόσιο συμφέρον, όπως φάνηκε άλλωστε από προηγούμενο ρόλο της στην ανασκαφή της Αμφίπολης.
Η παραμονή της στην κυβέρνηση είναι δυνατό να εξηγηθεί επίσης από τον νέο ρόλο που της έχει ανατεθεί στην αλλαγή του αρχαιολογικού νόμου, όπου μπορεί να απορροφήσει με προσωπικό κόστος τους αναμενόμενους αντιπολιτευτικούς κραδασμούς. Κοινός φόβος είναι ότι οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις θα διευκολύνουν την άλωση του Δημοσίου υπέρ του κομματικού κράτους. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς τη σκοπούμενη μετατροπή των μεγαλύτερων μουσείων της χώρας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) χωρίς προηγούμενο δημόσιο διάλογο για την επίτευξη έστω στοιχειώδους συναίνεσης;
Θα αντέτεινε κάποιος με αφέλεια ότι έχουμε το λαμπρό παράδειγμα του Μουσείου Ακροπόλεως που λειτουργεί υποδειγματικά ως ΝΠΔΔ. Το νέο Μουσείο Ακρόπολης αποτελεί ωστόσο υλοποίηση ενός από τα πλέον φιλόδοξα και πετυχημένα αρχιτεκτονικά σχέδια της σύγχρονης Ελλάδας. Αυτό πιστώνεται πρωτίστως στους αρχιτέκτονές του και στον ελληνικό λαό που ανέλαβε τα υπέρογκα έξοδα. Βεβαίως, τα κατά καιρούς λεγόμενα για αυτονομία του Μουσείου δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι αν ένα σύγχρονο μουσείο με ευρήματα τέτοιας αίγλης θα μπορούσε να είναι το ίδιο επιτυχημένο αν βρισκόταν υπό τον έλεγχο του στενού δημόσιου τομέα.
Οι λιγοστές παρεμβάσεις που έγιναν με σκοπό τη βελτίωση και τον ευπρεπισμό της λειτουργίας του, όπως για παράδειγμα σε θέματα μάρκετινγκ, ή στη συμπεριφορά και την εμφάνιση του προσωπικού, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως επιτεύγματα της αλλαγής στο νομικό πλαίσιο της λειτουργίας του, αλλά ενδεικτικά των αγκυλώσεων του στενού δημόσιου τομέα που άγεται και φέρεται από μικροπολιτικά συμφέροντα. Οι συνειρμοί οδηγούν αναπόφευκτα στην οξύμωρη αντίληψη περί αθεράπευτα κακού Δημοσίου στην Ελλάδα, σύμφωνα με την οποία η χώρα εξαναγκάστηκε πρόσφατα να «ιδιωτικοποιήσει» τον δημόσιο πλούτο της για να τον αγοράσει το γερμανικό Δημόσιο.
Ενα άλλο επιχείρημα που θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος για να υπερασπιστεί τα σχέδια της κυβέρνησης είναι ότι η διαχείριση των μεγαλύτερων μουσείων στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γίνεται από ανεξάρτητες ομάδες διευθυντικών στελεχών. Η σύγκριση αυτή μεταξύ ελληνικών και άλλων ευρωπαϊκών θεσμών είναι τόσο υπεραπλουστευμένη όσο και στερεότυπη.
Αναφέρω σύντομα ως παράδειγμα ένα κολοσσιαίο μουσειακό πρόγραμμα που υλοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες στο κέντρο του Βερολίνου, του οποίου προΐσταται ο Hermann Parzinger, ένας σχετικά νέος αρχαιολόγος με διεθνώς αναγνωρισμένο επιστημονικό έργο (είναι ο ίδιος που υπέγραψε ως πρόεδρος της Europa Nostra επιστολή προς την ελληνική κυβέρνηση για τη διατήρηση των αρχαιοτήτων στο μετρό της Θεσσαλονίκης).
Η επιλογή του Parzinger στη θέση αυτή, όπως και η επιλογή διευθυνόντων συμβούλων σε άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία, γίνεται μέσω συμπεφωνημένων και καθιερωμένων θεσμικών πλαισίων. Νομίζω ότι και οι πιο ακραιφνείς υποστηρικτές της κυβερνητικής πολιτικής θα συμφωνήσουν ότι η ομαλή λειτουργία τέτοιων διοικητικών μοντέλων δεν είναι αυτονόητη και προϋποθέτει δημόσιο διάλογο και εμπειρία.
Δεν είναι λοιπόν αβάσιμες οι υποψίες ότι το σχέδιο της κυβέρνησης για νομοθετικές αλλαγές είναι να θεσμοθετήσει τις κομματικές παρεμβάσεις, που ήδη γίνονται, στην επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τη διεύθυνση των μεγαλύτερων μουσείων της χώρας (π.χ. με απευθείας διορισμό ή μέσω επιτροπών διορισμένων από την κυβέρνηση σύμφωνα με την εμπειρία του ΚΑΣ). Οι αλλαγές αυτές θα εξυπηρετήσουν μεν καλύτερα τα κομματικά συμφέροντα, δεν θα βελτιώσουν όμως τη λειτουργία των μουσείων που χρειάζονται ένα σαφές και δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας.
Τα σχέδια της κυβέρνησης για αλλαγές τέτοιας πιθανόν ποιότητας στον αρχαιολογικό νόμο εξηγούν ίσως και την ανεκτικότητά της με τη δημόσια εικόνα της Λίνας Μενδώνη. Η περιφρόνηση της υπουργού για τους θεσμούς, η αδιαφορία της για δημοκρατικό διάλογο με θεσμικούς φορείς και η ασυνάρτητη μουσειακή πολιτική της είναι κακοί οιωνοί για το μέλλον του ελληνικού μουσείου που άλλοτε προσλαμβάνεται ως εθνικό και άλλοτε ως οικονομικό αγαθό.
Στέφανος Γιματζίδης - διευθυντής ερευνητικών προγραμμάτων, Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, Αυστριακή Ακαδημία των Επιστημών
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου