Στη διάρκεια της πανδημίας της ισπανικής γρίπης το 1918, που σκότωσε σχεδόν εκατό εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, ο επίσκοπος της ισπανικής πόλης Zamora αψήφησε τις υγειονομικές αρχές και οργάνωσε μια εννιαήμερη ολονυχτία προς τιμήν του Αγίου Rocco, προστάτη για την πανώλη και τον λοιμό. Οι πιστοί μαζεύονταν στην εκκλησία, φιλούσαν τα λείψανα του αγίου, ενώ γύρω τους κορυφωνόταν η επιδημία. Η Zamora είχε το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας στην Ισπανία και ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Οπως θυμίζει η Laura Spinney, συγγραφέας βιβλίου για την ισπανική γρίπη, το 1918 η θεωρία ότι οι αρρώστιες μεταδίδονται από μικρόβια δεν ήταν γνωστή.
Σήμερα είναι. Εγινε μεγάλη συζήτηση για τις προειδοποιήσεις των επιδημιολόγων να μην ανοίξουν οι εκκλησίες της Θεσσαλονίκης για τον εορτασμό του Αγίου Δημητρίου, οι οποίες απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση λόγω «σεβασμού στην Ορθοδοξία». Οι εκκλησίες άνοιξαν τα Θεοφάνια παρά την απαγόρευση, πιστοί εκκλησιάστηκαν και κοινώνησαν, όπως έχουν κάνει επανειλημμένα και δεξιοί πολιτικοί που απαιτούν από τους πολίτες να συμμορφωθούν. Η Ιεραρχία διαπίστωσε ότι η κατανοητή αγανάκτηση των πιστών για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις τής δίνει μια ευκαιρία να επιδείξει τη δύναμή της απέναντι στο κράτος και να επιβεβαιώσει την επιρροή της στο «ποίμνιο». Ετσι, δήλωσε επιφανειακά συμμόρφωση με τα μέτρα ενώ υπόγεια έκλεινε το μάτι στους συνωμοσιολόγους, τους ακροδεξιούς και τους αρνητές.
Η πίστη ότι φυσικά φαινόμενα όπως η μετάδοση λοιμώξεων σε συναθροίσεις ή με το σάλιο αναστέλλονται σε εκκλησιαστικές εκδηλώσεις αποτελεί κοσμικά δεισιδαιμονία και θεολογικά μορφή ειδωλολατρίας. Γιατί αποτελεί «ειδωλολατρία» η πίστη ότι αντικείμενα και ανθρώπινες πράξεις αποκτούν υπερφυσικά χαρακτηριστικά και αδιαφορούν για τους φυσικούς νόμους. Ιερείς και αρχιερείς αρρώστησαν και απεδήμησαν εις Κύριον. Μεταξύ αυτών και ο αρχιεπίσκοπος που φαίνεται να θεώρησε την αποθεραπεία του –αποτέλεσμα της μεγάλης προσπάθειας των λοιμωξιολόγων και ειδικών φαρμάκων– «θαύμα». Οπως υποστήριξε πρόσφατα ο ιερέας Χαράλαμπος Κοπανάκης, υπάρχει «14 φορές μεγαλύτερη θνητότητα» μεταξύ των εκκλησιαζομένων απ’ ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό.
Ισως η υποχώρηση της κυβέρνησης στην απαίτηση να ανοίξουν οι εκκλησίες τα Θεοφάνια και η περίεργη πίστη της Ιεραρχίας στις «θαυματουργές» ικανότητες να έδωσαν θάρρος στον αρχιεπίσκοπο να πει κάτι που είναι απαράδεκτο για θρησκευτικό ηγέτη: «Το Ισλάμ, οι πολίτες του, δεν είναι θρησκεία, είναι πολιτικό κόμμα, είναι πολιτική επιδίωξη και είναι οι άνθρωποι του πολέμου, οι άνθρωποι της εξαπλώσεως, αυτό είναι χαρακτηριστικό του Ισλάμ, το λέει και η διδασκαλία του Μωάμεθ». Σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα υπήρχε άμεση καταδίκη από την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία και θα δημιουργούνταν θέμα αντικατάστασης του υβριστή μιας μεγάλης θρησκείας, εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί της οποίας ζουν στη χώρα.
Στην Ελλάδα είχαμε χλιαρές αντιδράσεις από επίσημα χείλη. Φαίνεται ότι η Εκκλησία εξαιρείται όχι μόνο από τους νόμους της φύσης αλλά και από κάθε κανονιστικό πλαίσιο πέρα από εκείνο που βάζει στον εαυτό της.
Η δεξιά στροφή της κυβέρνησης, η επέκταση της καταστολής και της αστυνομοκρατίας συμπλέει εδώ με την αντιδραστική ιδεολογία. Πολιτικοί που διαφήμισαν τον προοδευτικό ευρωπαϊσμό τους δεν τόλμησαν να κατακρίνουν αυτές τις ανατριχιαστικές απόψεις, βουτηγμένες στην καταστροφική ιδεολογία της «σύγκρουσης των πολιτισμών». Γιγαντώνουν από τη μια την ακροδεξιά, ρατσιστική και ισλαμοφοβική ιδεολογία και, από την άλλη, το συνηθισμένο της συμπλήρωμα: τον θρησκευτικό φανατισμό και φονταμενταλισμό. Οι δύο φανατισμοί αλληλοτρέφονται παρά την επιφανειακή αντιπαράθεσή τους.
Αλήθεια και εμπιστοσύνη
Η σχέση θρησκείας και επιστήμης παραμένει γεμάτη εντάσεις και συγκρούσεις. Από την πλευρά των οπαδών του ορθολογισμού, η θρησκευτική πίστη αποτελεί αναχρονιστική και αντιδραστική δεισιδαιμονία. Για τους πιστούς, η επιστήμη πρέπει να υποτάσσεται στις «αλήθειες» της θρησκείας. Η κοσμολογία της «Γένεσης» πρέπει να διδάσκεται τουλάχιστον εξίσου με αυτήν περί της «Εξέλιξης των ειδών» του Δαρβίνου. Η διαφοροποίηση θρησκείας και επιστήμης είναι επομένως επιστημολογική. Η θρησκεία διδάσκει «πίστευε και μη ερεύνα», η επιστήμη στηρίζεται σε παρατήρηση, έρευνα και αποδείξεις.
Και όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η επιστημονική έρευνα και πρόοδος επηρεάζονται από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Οι επιστήμονες ζουν στην ίδια κοινωνία και επηρεάζονται από τις κυρίαρχες ιδέες, ακόμα και τις θρησκευτικές. Οπως κάθε πολίτης, έχουν τις ιδεολογικές και πολιτικές τους απόψεις. Για τη μεγάλη πλειονότητα, η αλήθεια της επιστήμης είναι αναπόφευκτα πράξη πίστης. Οι πιο πολλοί δεν έχουμε παρακολουθήσει πετυχημένα πειράματα ούτε και θα τα κατανοούσαμε αν το κάναμε. Ετσι, εμπιστευόμαστε άλλους για σημαντικά πράγματα για τα οποία δεν γνωρίζουμε – πόσοι ξέρουμε τι θα κάνει ακριβώς ο χειρουργός πριν αρχίσει η εγχείρηση;
Τα βιβλία που εκλαϊκεύουν την επιστήμη είναι απαραίτητα για να δημιουργούν αυτήν την εμπιστοσύνη. Πιστεύουμε ότι οι επιστήμονες δεν κρύβουν τα αποτελέσματα της έρευνας παρ’ ότι δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις. Η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα στηρίχτηκε στην αρχή ότι η γνώση δεν πρέπει να είναι ούτε μυστηριώδης σαν τα μυστικά των αλχημιστών του Μεσαίωνα αλλά ούτε και να στηρίζεται στην παράδοση και τα βιβλία των αρχαίων. Σήμερα αυτό δεν ισχύει πια. Η πίστη στην επιστημονική αλήθεια είναι αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης στην επιστημονική κοινότητα, όχι της κατανόησης του έργου της.
Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, γιατρός και θρησκευόμενος, μου έλεγε ότι δεν υπάρχει αντιπαράθεση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας. Η επιστήμη προσπαθεί να τεκμηριώσει τον πραγματικό χαρακτήρα του κόσμου και να αναπτύξει θεωρίες που εξηγούν τα φυσικά φαινόμενα. Η θρησκεία λειτουργεί στο σημαντικό αλλά διαφορετικό πεδίο των ανθρώπινων σκοπών, εννοιών και αξιών – θέματα που φωτίζει η επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να απαντήσει πλήρως. Αποτελούν προσωπική απόφαση. Αν οι δύο παραμένουν στον χώρο τους, τότε δεν υπάρχει αντίθεση. Αλλά αν η μία υπεξαιρεί τα θέματα της άλλης, μπαίνουν σε εμπόλεμη κατάσταση. Και οι δύο ισχυρίζονται ότι λένε αλήθειες. Αλλά αυτό που εννοούν ως «αλήθεια», είναι ριζικά διαφορετικό.
Η επιστήμη με τα εργαλεία της –παρατήρηση, πειραματισμό, διαψευσιμότητα των θεωρητικών της υποθέσεων– διατυπώνει προτάσεις για τη φυσική πραγματικότητα. Ο χριστιανισμός με τα δικά του εργαλεία –την Αποκάλυψη, τα κείμενα των Γραφών και των ερμηνευτών τους– υποστηρίζει «αλήθειες» για θέματα μεταφυσικά: την ύπαρξη Θεού, την ενσωμάτωση του Χριστού, την Ανάσταση, τη μετά θάνατον ζωή. Αλλά γι’ αυτά δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, εμπειρική απόδειξη. Οπως προειδοποιεί ο Παύλος τους Κορινθίους, «αν δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών, τότε ο Χριστός δεν αναστήθηκε, κι αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε το κήρυγμά μας είναι μάταιο και η πίστη μάταιη». Είναι επομένως θέματα πίστης για όσους πιστεύουν, γι’ αυτό τα λέμε «δογματικά».
Αν αποδεχόταν η Εκκλησία ότι ο ιός μεταδίδεται σε συνωστισμένους πιστούς όπως και με την κοινή χρήση του κοχλιαρίου της μετάληψης, αυτό δεν θα αναιρούσε ούτε θα εξασθένιζε τις αλήθειες της που, όπως λέει ο Χριστός, «δεν είναι του κόσμου τούτου». Εκτός αν θέλει να δημιουργήσει νεομάρτυρες που βάζουν την πίστη τους πάνω από την επιστημονική αλήθεια. Και να τους βάλει στην υπηρεσία μιας κυβέρνησης που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να διατηρήσει την ιδεολογική της ηγεμονία.
Κώστας Δουζίνας - Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πρόεδρος του Ιδρύματος «Νίκος Πουλαντζάς»
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου