Η Ν.Δ. «γαργάλισε» ξεχασμένα ανακλαστικά απληστίας με υποσχέσεις για μείωση όχι μόνο των φόρων, αλλά και των ελέγχων, όμως σήμερα η αποκαλούμενη με στόμφο «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας… ξεκοκαλίζεται καταιγιστικά μπροστά στα μάτια μας.
Ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας
Αυτή η «Προσωπική Υπόθεση» δεν είναι ακριβώς προσωπική. Είναι απρόσωπη ή πολυπρόσωπη, με τη φιλοδοξία να σκιαγραφήσει το πορτρέτο των εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων, επιχειρηματιών ή αυτοαπασχολούμενων, που η πανδημία, τα λοκντάουν και οι κυβερνητικοί πειραματισμοί τούς αναγκάζουν να ζουν με την αγωνία της χρεοκοπίας. Φυσικά, «μέσοι όροι» ανθρώπων δεν υπάρχουν.
Υπάρχουν οικονομικές τάσεις και κοινωνικά φαινόμενα, που κάθε άνθρωπος βιώνει μοναδικά. Επομένως, το πορτρέτο του Ελληνα μικρομεσαίου είναι προϊόν αφαίρεσης με μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας, αλλά με ρεαλιστική πρόθεση.
Πώς ορίζεται ο μικρομεσαίος; Ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα είναι υπεύθυνος τρομακτικών συγχύσεων για το τι εστί μεσαία τάξη και μεσαίος χώρος, στα όρια της (αντι)επιστημονικής λαθροχειρίας. Η «Μεσαιοχώρα» είναι μια πολιτική επινόηση που επέτρεψε στον άλλοτε κραταιό δικομματισμό να ψηφοθηρεί σε στρώματα που βρίσκονται σε απόσταση σχετικής ασφάλειας από τη φτώχεια.
Ωστόσο, η συντριβή που υπέστη στη δεκαετία των μνημονίων το συνονθύλευμα του μεσαίου χώρου περιόρισε δραστικά τις καιροσκοπικές βουτιές του πολιτικού συστήματος σ’ αυτήν την κοινωνική κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Τα κριτήρια
Ο ορισμός του μικρομεσαίου επιχειρηματία είναι σχετικός και τα κριτήρια μεταβλητά από χώρα σε χώρα. Στην Ελλάδα του ατελούς καπιταλισμού είναι μάλλον λογικό να υιοθετήσουμε ως κριτήριο την απασχόληση μέχρι 50 εργαζομένων. Με βάση αυτό (κατά την ΕΛΣΤΑΤ) η χώρα διαθέτει 1,1 εκατ. μικρομεσαίους που απασχολούν 2,2 εκατ. εργαζομένους. Κυριαρχούν οι έμποροι (220.000 επιχειρήσεις με 500.000 εργαζομένους), ακολουθούμενοι από επιχειρήσεις τουρισμού και εστίασης (104.000 με 500.000 εργαζομένους).
Είναι μάταιο να αντιμετωπίζει κανείς αυτή τη στοιχειώδη στατιστική ως μία σταθερά. Οι μεταβολές είναι ραγδαίες και η αποκαλούμενη με στόμφο «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας… ξεκοκαλίζεται καταιγιστικά μπροστά στα μάτια μας. Αν ο κύκλος ζωής μιας πολυεθνικής επιχείρησης υπερβαίνει τον μισό αιώνα, μια μικρομεσαία επιχείρηση θεωρείται τυχερή αν πιάσει τη δεκαετία, εξ ου και ορισμένες υπογραμμίζουν με περηφάνια στις μαρκίζες τους ότι υπάρχουν π.χ. «από το 1970», εξαιρετικά σπάνιο πια.
Οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων εμφανίζονται πιο θυμωμένοι από ποτέ. Φοβούνται ότι η ανεξέλεγκτη «αγορά» σε συνεργασία ή με πρόσχημα την πανδημία θα κάνει αιματηρά αυτό που η έκθεση Πισσαρίδη διακηρύσσει ως στόχο: τη δραστική συρρίκνωση του αριθμού των επιχειρήσεων, στο όνομα της εξασφάλισης βιώσιμων μεγεθών. Παρ’ ότι τα κυβερνητικά στελέχη δεν έχουν τολμήσει να υιοθετήσουν ευθέως αυτόν τον στόχο, η σπουδή τους να ψηφιστεί ο νέος πτωχευτικός νόμος προδίδει την πρόθεση νέας βίαιης αναδιάρθρωσης της επιχειρηματικής βάσης της οικονομίας, κυρίως εις βάρος των μικρών. Κι αυτό είναι κάτι που εξεγείρει ακόμα και γαλάζιους εκπροσώπους των μικρομεσαίων.
Η αλήθεια είναι ότι, παρά την ακατάσχετη φιλοεπιχειρηματική φλυαρία της, η Ν.Δ. ουδέποτε είχε βαθιές σχέσεις με τους μικρομεσαίους. Εβλεπε στη μικροεπιχειρηματική διάρθρωση του εγχώριου καπιταλισμού εμπόδια στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και στην επέκταση των μεγάλων εγχώριων ομίλων.
Ηταν το ΠΑΣΟΚ που, κατά κάποιον τρόπο, έφερε τους μικρομεσαίους στο πολιτικό προσκήνιο μέσα από το σχήμα των «μη προνομιούχων» - αντίπαλον δέος στη ρητορική της Αριστεράς για την «εργατική τάξη και τους συμμάχους της». Η «Αλλαγή», δηλαδή η μακρά διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, εκτός από πολιτική εκπροσώπηση έδωσε και ευρείες οικονομικές ευκαιρίες στους μικρομεσαίους. Η διακήρυξη του Ανδ. Παπανδρέου για «νέα τζάκια» απέναντι στη δεξιοκρατούμενη τότε επιχειρηματική ελίτ εκλήφθηκε ως σύνθημα αναρρίχησης με κάθε δυνατό μέσο.
Επιδοτήσεις
Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ένας πακτωλός ευρωπαϊκών και κρατικών επιδοτήσεων -μαζί με την εκρηκτική επέκταση του τραπεζικού συστήματος, τη χρηματιστηριακή φρενίτιδα και την ανοχή της φοροδιαφυγής- έγινε μοχλός όχι μόνο ενίσχυσης του οικονομικού ρόλου των μικρομεσαίων, αλλά κι ενός ιδιότυπου εκμαυλισμού τους. Η καρικατούρα του νεόπλουτου που, με «μια τρύπα 50 τετραγωνικών», κατάφερνε να αποκτήσει μεζονέτα στα Βόρεια, εξοχικό με πισίνα, ακριβά αυτοκίνητα 4x4 ενώ ταυτόχρονα «έχτιζε» βωμούς από γαρίφαλα στα νυχτομάγαζα της παραλιακής, έχει φυσικά στοιχεία υπερβολής, αλλά απηχεί υπαρκτές καταστάσεις.
Το εκτόπισμα που απέκτησαν οι μικρομεσαίοι τις προ μνημονίων δεκαετίες απορρόφησε εξαντλητικά το ενδιαφέρον του ανταγωνισμού ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. Ολη η κοινωνία μεταμορφώθηκε σε θολό «μεσαίο χώρο» και τα προγράμματα των κομμάτων ανταγωνίζονταν στην επιχείρηση κολακείας και προσέλκυσής του.
Μέχρι που ήρθαν η χρεοκοπία και η τρόικα. Παρ’ ότι η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» είχε πρώτο στόχο τη μισθωτή εργασία, επέδρασε ισοπεδωτικά στη μικρή επιχειρηματικότητα. Γέμισε τις πόλεις κλειστά μαγαζιά κι επιχειρηματικά κουφάρια. Η εκτεταμένη καταστροφή της μεσαίας τάξης αποτέλεσε τη βάση κατάρρευσης του δικομματισμού και της ριζικής αναδιάταξης του κομματικού συστήματος. Μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι τόσο με την προσδοκία ανάκτησης της παλιάς αίγλης, όσο με την αγωνία της επιβίωσης.
Υποσχέσεις
Η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, όμως, ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών από την απλή επιβίωση στην αύξηση των κερδών τους. «Γαργάλισε» ξεχασμένα ανακλαστικά απληστίας με υποσχέσεις για μείωση όχι μόνο των φόρων, αλλά και των ελέγχων. Παρ’ ότι ο μέσος μικρομεσαίος στήριξε αποφασιστικά τη Ν.Δ., η διάψευση ήρθε ταχύτατα. Δεν την προκάλεσε η πανδημία, απλώς την επιτάχυνε.
Η διάψευση συμπυκνώνεται σε τρία πράγματα: Στην κραυγαλέα προσήλωση του Μαξίμου στους μεγάλους εγχώριους και πολυεθνικούς ομίλους. Στη ζοφερή στρατηγική της έκθεσης Πισσαρίδη για δραστική μείωση των μικρομεσαίων. Και στον νέο Πτωχευτικό που παραδίδει τους υπερχρεωμένους επιχειρηματίες βορά στον τραπεζικό Λεβιάθαν. Οπως θα έλεγε ο ήρωας του Αρ. Μίλερ στον «Θάνατο του Εμποράκου», ο Γουίλι Λόμαν: «Η προδοσία είναι η μόνη αλήθεια που μένει».
Γιατί τον επιλέξαμε
ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ μια τεράστια κοινωνική ομάδα που δοκιμάζεται από την πανδημία, τις καραντίνες, τους κυβερνητικούς πειραματισμούς, τον ανελέητο ανταγωνισμό των μεγάλων ομίλων και την πολιτική εξαπάτηση.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου