Τις παιδικές μας αλάνες, της μπάλας και του ματωμένου γόνατου –Αθήνα, Αμπελόκηποι, δεκαετία του ’50– μου θύμισε αυτός ο θάνατος ενός από τους νεότερους, του τελευταίου ίσως από τα «παιδιά της αλάνας», που βασίλεψε (θα πει, φόρεσε τη βασιλική πορφύρα… και έδυσε) πριν από λίγες μέρες. Εγραψα για τα δικά μας παιδιά της αλάνας στο μοναδικό μου αφήγημα, «Ποδηλάτης με Βατραχοπέδιλα» (1987). Το ξαναδούλεψα, για δεύτερη έκδοση (2001). Δεν έγινε, γιατί άλλαξα γνώμη. Απ’ αυτή τη δεύτερη έκδοση παραθέτω απόσπασμα, συντομευμένο κάπως, λόγω χώρου:
«…Αλλες φορές, πάλι τις Κυριακές, τα μεγάλα παιδιά στοιχημάτιζαν τα χαρτζιλίκια τους στο μπακότερμα. Μπακότερμα βάζανε συνήθως κάποιον από εμάς τους μικρότερους. Φρόντιζαν ωστόσο να τοποθετούν τον καλύτερο. Και καλύτερος –όταν δεν βαριόταν που συχνά βαριόταν κι έκανε τον κουφό– ήταν ο Μάξιμος (ξανθουλός, μητέρα Λευκορώσα, πατέρας τσαγκάρης) που περπατούσε πάντα του σκυφτός κλοτσώντας πετραδάκια. Βέβαια η συμμετοχή του γινόταν δεκτή από την άλλη ομάδα υπό όρους: Να μείνει μόνο μπακότερμα και να μην παίζει έξω.
Ακόμα, όσα γκολ βάζει να είναι άκυρα. Γιατί και από μπακότερμα, άμα ήθελε, έβαζε γκολ. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και στον πάνω μαχαλά με έναν άλλο παιχταρά, τον Μιμάκο τον Ολυμπίκο, που αργότερα ξεσήκωνε τα μεγάλα γήπεδα και τον έλεγαν Δομάζο: Οποια ομάδα τον έπαιρνε, έπρεπε πρώτα να δεχτεί όρους σκληρούς, περιορισμούς απίθανους. Αλλιώς το στοίχημα έπαυε να έχει ενδιαφέρον.
»Στη σύγκρισή του με τον Ολυμπίκο ο Μάξιμος –κάτι μικρότερος στα χρόνια– ούτε έχανε ούτε κέρδιζε. Απλώς, αδιαφορούσε. Ποτέ δεν είδε την μπάλα σαν τίποτ’ άλλο πέρα από παιχνίδι, συχνά καταστροφικό. Ο Ολυμπίκος δεν είχε εμβρυακή σχέση με την μπάλα όπως ο Μάξιμος. Ηταν καλλιτέχνης με κίνητρο. Από τότε που ανακάλυψε την μπάλα, την έψαχνε, τη μελετούσε, τη σπούδαζε κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Κι όλο την έφερνε πιο κοντά. Κι όλο κατακτούσε πόντο με πόντο τα μυστικά της, για να φτάσει στις μεγάλες αποστάσεις των μεγάλων γηπέδων. Ηταν μαζί της τρυφερός, χαδιάρης, αγαπησιάρης.
Δεν την κακομεταχειριζόταν ποτέ. Ηταν η ερωμένη του. Για τον Μάξιμο, αντίθετα, από την ώρα που πάτησε στα πόδια του, η μπάλα δεν είχε τίποτα να του φανερώσει. Ολα τα μυστικά της του ήταν γνωστά από την κούνια. Ηταν ο γεννημένος καλλιτέχνης που πλήττει θανάσιμα με το ταλέντο του. Η μπάλα δεν ήτανε γι’ αυτόν παρά ένας ακόμα ομφάλιος λώρος που έπρεπε να τον κόψει. Γι’ αυτό την τραβολογούσε από ’δώ κι από ’κεί. Την κορόιδευε. Την ξεφτίλιζε μπροστά στον κόσμο. Την παρατούσε στη γραμμή του γκολ, όπως σε στάση λεωφορείου. Τη βασάνιζε. Ηταν ο γκόμενος.
»Ο Ολυμπίκος ήταν ο μεγάλος διευθυντής ορχήστρας. Ο Μάξιμος ήταν ο μεγάλος, μοναχικός κλόουν του τσίρκου. Ηταν η ορχήστρα μόνος του.
»[Στην πρώτη γραφή (1987) μόλις ανέτελλε το άστρο του Μαραντόνα. Τώρα (2001) που έδυσε –και με τον τρόπο που έδυσε– μπορώ να υποστηρίξω πως ο Μάξιμος έπαιζε όπως ο Μαραντόνα. Ο Ολυμπίκος είχε το παίξιμο του Πελέ]».
ΥΓ. (2020). Πέθανε ίδια μέρα, 25 Νοεμβρίου, με τον… ομόριζο μιας αλάνας του Μπέλφαστ, Τζορτζ Μπεστ. Ενταφιάστηκε πλάι στον υπέροχο του τάνγκο, Κάρλος Γαρδέλ. Λαϊκοί θρύλοι… Σιωπή.
Πέτρος Μανταίος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου