«Καθρέφτης» των παγκόσμιων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, του οικονομικού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού και της στρατιωτικής δύναμης των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών είναι και φέτος τα στοιχεία της έκθεσης του Διεθνούς Ινστιτούτου Μελετών για την Ειρήνη που εδρεύει στη Στοκχόλμη (SIPRI) σχετικά με τους εξοπλισμούς και τις πωλήσεις όπλων το 2019, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη βδομάδα.
Ετσι, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι αμερικανικές και οι κινεζικές εταιρείες όπλων μοιράστηκαν τη «μερίδα του λέοντος» των πωλήσεων παγκοσμίως το 2019, ενώ η Μέση Ανατολή έκανε την πρώτη της είσοδο στην κατάταξη των 25 μεγαλύτερων εταιρειών εξοπλισμών και στρατιωτικών υπηρεσιών.
Την περασμένη χρονιά, σε αμερικανικές βιομηχανίες όπλων αναλογούσε το 61% των πωλήσεων των 25 μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου παγκοσμίως, μπροστά από την Κίνα, στην οποία αντιστοιχούσε σχεδόν το 16%, σύμφωνα με το SIPRI.
Αυξήθηκαν οι παγκόσμιες πωλήσεις όπλων
Οι πωλήσεις όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών από τις μεγαλύτερες 25 εταιρείες του κλάδου ανήλθαν σε 361 δισ. δολάρια το 2019, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 8,5% σε σχέση με το 2018. Μάλιστα, ο συνολικός τζίρος αυτού του «top 25» είναι ποσό πενταπλάσιο από τον ετήσιο προϋπολογισμό των «ειρηνευτικών» επιχειρήσεων των Ηνωμένων Εθνών, όπως σχολιάζει η έκθεση. Στην πραγματικότητα, οι ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ συνοδεύουν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις με βάση τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών ή/και αναπτύσσονται πάνω στα αποκαΐδια του οικονομικού και στρατιωτικού ανταγωνισμού των επιχειρηματικών κολοσσών του κόσμου.
Εξι αμερικανικές και τρεις κινεζικές εξοπλιστικές εταιρείες φιγουράρουν στην πρώτη δεκάδα του καταλόγου. Από τους ευρωπαϊκούς ομίλους, μόνο ο βρετανικός «BAE Systems» καταλαμβάνει θέση στη δεκάδα (7η).
Οπως σημειώνει η διευθύντρια του προγράμματος που παρακολουθεί τους εξοπλισμούς και τις στρατιωτικές δαπάνες στο SIPRI, «η κατάταξη αυτή αντανακλά το γεγονός ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι οι δύο χώρες που κάνουν τις υψηλότερες δαπάνες για εξοπλισμούς στον κόσμο, με εταιρείες κομμένες και ραμμένες γι’ αυτό».
Είναι η άμεση συνέπεια του ανελέητου ανταγωνισμού, που έχει οξυνθεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια, για τις νέες τεχνολογίες, τις αγορές, την Ενέργεια, για την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Το 2019 οι πέντε κορυφαίες εταιρείες όπλων έδρευαν όλες στις ΗΠΑ – «Lockheed Martin», «Boeing», «Northrop Grumman», «Raytheon» και «General Dynamics» – με ετήσιες πωλήσεις όπλων αξίας 166 δισ. δολαρίων.
Δεκαεννέα από τις 25 κορυφαίες εταιρείες όπλων αύξησαν τις πωλήσεις το 2019 σε σύγκριση με το 2018. Η μεγαλύτερη απόλυτη αύξηση των εσόδων από όπλα καταγράφηκε από τη «Lockheed Martin», «κατά 5,1 δισ. δολάρια, που ισοδυναμεί με 11% σε πραγματικούς όρους».
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στις ετήσιες πωλήσεις όπλων, 105%, αναφέρθηκε από τη γαλλική βιομηχανία «Dassault Aviation Group», με αλματώδη άνοδο από την 38η στη 17η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το 2019, χάρη στις εξαγωγές των μαχητικών αεροσκαφών «Rafale».
Οι αμερικανικοί όμιλοι «Lockheed Martin», «Boeing», «Northrop Grumman», «Raytheon» και «General Dynamics» μονοπωλούν – με αυτήν τη σειρά – τις πρώτες πέντε θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Οι κινεζικές βιομηχανίες AVIC, CETC και «Norinco» καταλαμβάνουν την 6η, την 8η και την 9η αντίστοιχα.
«Η Ευρώπη παραμένει κάπως κατακερματισμένη (…) Αν συνδυάζατε όμως ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, θα μπορούσατε να φθάσετε σε ευρωπαϊκές εταιρείες του ίδιου επιπέδου» με αυτές των ΗΠΑ και της Κίνας, σύμφωνα με την κα Μπερό – Σιντρό. Μετά τις ΗΠΑ, η Κίνα είχε το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο των πωλήσεων όπλων το 2019 από τις 25 κορυφαίες εταιρείες όπλων, στο 16%. Οι έξι εταιρείες της Δυτικής Ευρώπης μαζί αντιπροσώπευαν το 18%. Οι δύο ρωσικές εταιρείες στην κατάταξη αντιπροσώπευαν το 3,9%.
Για πρώτη φορά, μια εταιρεία από τη Μέση Ανατολή, η EDGE, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, η οποία δημιουργήθηκε με τη συγχώνευση 25 εταιρικών σχημάτων, μπαίνει στην κορυφαία 25άδα.
Η EDGE, που καταλαμβάνει την 22η θέση, «δείχνει πώς ο συνδυασμός μεγάλης εγχώριας ζήτησης στρατιωτικών προϊόντων και υπηρεσιών με την επιθυμία μείωσης της εξάρτησης από ξένους προμηθευτές γίνεται κίνητρο της ανάπτυξης των εταιρειών εξοπλισμών στη Μέση Ανατολή», σχολιάζει το SIPRI.
Ενας άλλος νεοεισερχόμενος στους κορυφαίους 25 το 2019 ήταν η «L3Harris Technologies» (10η θέση). Δημιουργήθηκε μέσω της συγχώνευσης δύο αμερικανικών εταιρειών που ήταν στις κορυφαίες 25 το 2018, των «Harris Corporation» και «L3 Technologies».
Δύο ρωσικές εταιρείες, οι «Almaz-Antey» (15η) και «United Shipbuilding» (25η) φιγουράρουν επίσης στην κατάταξη, όπως και η ιταλική «Leonardo», 12η σε τζίρο παγκοσμίως.
Οι κινεζικές πωλήσεις αυξάνονται, οι ρωσικές μειώνονται
Στις κορυφαίες 25 πολεμικές βιομηχανίες βρίσκονται επίσης τέσσερις κινεζικές. Τρεις από αυτές βρίσκονται στο top 10: «Aviation Industry Corporation of China» (AVIC, 6η θέση), «China Electronics Technology Group Corporation» (CETC, 8η θέση) και «China North Industries Group Corporation» (NORINCO, 9η θέση).
Τα συνολικά έσοδα των τεσσάρων μεγαλύτερων κινεζικών πολεμικών βιομηχανιών του top 25 – που περιλαμβάνει επίσης την «China South Industries Group Corporation» (CSGC, 24η θέση) – αυξήθηκαν κατά σχεδόν 5% μεταξύ 2018 και 2019, με το SIPRI να σχολιάζει πως «η άνοδος αυτή ανταποκρίνεται στην εφαρμογή εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό από το 2015» και μετά, πρόσθεσε η ερευνήτρια. Η άνοδος της κινεζικής καπιταλιστικής οικονομίας δεν θα μπορούσε να μη συνοδεύεται και από στρατιωτική ισχυροποίησή της για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των κινεζικών ομίλων και το άνοιγμα «νέων δρόμων» για τα κινεζικά κεφάλαια.
Στο μεταξύ, η «ορμή» της ρωσικής πολεμικής βιομηχανίας έχει «επιβραδυνθεί πολύ», παρά τις «καλές επιδόσεις πριν από μερικά χρόνια, χάρη σ’ ένα μεγάλο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του ρωσικού στρατιωτικού υλικού».
Τα έσοδα των δύο ρωσικών εταιρειών του top 25 – «Almaz-Antey» και «United Shipbuilding» – μειώθηκαν και στις δύο μεταξύ 2018 και 2019 κατά 634 εκατ. δολάρια. Μια τρίτη ρωσική εταιρεία, η «United Aircraft», έχασε 1,3 δισ. δολάρια σε πωλήσεις, πέφτοντας από το top 25 το 2019, λόγω «εγχώριου ανταγωνισμού και μειωμένων κυβερνητικών δαπανών για τον εκσυγχρονισμό του στόλου το 2019», όπως εκτιμά το SIPRI.
Για τους ερευνητές του SIPRI, η συρρίκνωση εξηγείται από τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε βάρος της Ρωσίας και την πτώση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, από τις οποίες εξαρτάται η ρωσική οικονομία σε καίριο βαθμό.
«Η Ρωσία αναγκάστηκε να επιβραδύνει τις προσπάθειές της να εκσυγχρονίσει τον στρατιωτικό εξοπλισμό της (…) Κατά συνέπεια γίνονται λιγότερες παραγγελίες από το ρωσικό κράτος, προχωρούν λιγότερα σχέδια και καταγράφεται μείωση εσόδων», αναφέρεται.
Ο χάρτης της πολεμικής βιομηχανίας
Η έκθεση εξετάζει επίσης τη διεθνή παρουσία των 15 μεγαλύτερων πολεμικών βιομηχανιών το 2019. Αυτοί οι όμιλοι έχουν παρουσία σε συνολικά 49 χώρες, μέσω θυγατρικών (κατέχοντας την πλειοψηφία των μετοχών), κοινοπραξιών και ερευνητικών εγκαταστάσεων.
Με παγκόσμια παρουσία σε 24 χώρες η καθεμιά, η γαλλική «Thales» και η ευρωπαϊκή «Airbus» έχουν τη μεγαλύτερη παρουσία στο εξωτερικό, ακολουθούμενες από την «Boeing» (21 χώρες), τη «Leonardo» (21 χώρες) και τη «Lockheed Martin» (19 χώρες).
Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Γερμανία φιλοξενούν τον μεγαλύτερο αριθμό εγκαταστάσεων αυτών των ομίλων. Εκτός από τους κόμβους της βιομηχανίας όπλων της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης, ο μεγαλύτερος αριθμός ξένων βιομηχανιών όπλων φιλοξενείται από την Αυστραλία (38), τη Σαουδική Αραβία (24), την Ινδία (13), τη Σιγκαπούρη (11), τα ΗΑΕ (11) και τη Βραζιλία (10).
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η πολεμική βιομηχανία επιδιώκει να έχει εγκατάστάσεις στο εξωτερικό, όπως η καλύτερη πρόσβαση σε αναπτυσσόμενες αγορές, συνεργατικά προγράμματα όπλων ή πολιτικές στις χώρες υποδοχής που συνδέουν τις αγορές όπλων με τη μεταφορά τεχνολογίας», τονίζει η έκθεση του SIPRI.
Από τις 49 χώρες που φιλοξενούν ξένες πολεμικές βιομηχανίες από τις 15 κορυφαίες, οι 17 είναι αναπτυσσόμενες χώρες, αναδυόμενες οικονομίες. «Οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου που επιδιώκουν να ξεκινήσουν τα προγράμματα παραγωγής όπλων τους καλωσόρισαν ξένες εταιρείες όπλων ως μέσο για να επωφεληθούν από τη μεταφορά τεχνολογίας», σημειώνει το SIPRI.
Αντίθετα, οι κορυφαίες κινεζικές και ρωσικές εταιρείες έχουν περιορισμένη διεθνή παρουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου