To oλυμπιακό σύνθημα «Citius - Fortius - Altius» (πιο γρήγορα, πιο δυνατά, πιο ψηλά) θυμίζουν τα κελεύσματα της νέας έκθεσης του Παρατηρητηρίου Ψηφιακού Μετασχηματισμού του ΣΕΒ, που καταγράφει «την ψηφιακή και τεχνολογική ωριμότητα της οικονομίας και των επιχειρήσεων στην Ελλάδα». Οπως σημειώνεται, η πανδημία επιτάχυνε τις δράσεις ψηφιοποίησης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, διεύρυνε την τηλεργασία και την αναζήτηση νέων τρόπων οργάνωσης της παραγωγής, όμως «ο δρόμος για τη μετάβαση στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση είναι ακόμα μακρύς».
Το Παρατηρητήριο, καρπός συνεργασίας του ΣΕΒ με την πολυεθνική Deloitte, μετρά μια σειρά δείκτες ψηφιακής μετάβασης που εμφανίζουν την Ελλάδα να κάνει επί μέρους βήματα, όμως παραμένει πίσω σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η δεξαμενή σκέψης του ΣΕΒ ζητά να αναβαθμιστεί το ψηφιακό καρότο και μαστίγιο, για να πιάσει ο ελληνικός γαϊδαράκος τις ταχύτητες των ευρωπαϊκών καθαρόαιμων σε τομείς όπως η «ψηφιακή ωριμότητα επιχειρήσεων» (παραμένει στην 25η θέση στην Ε.Ε. των 28), οι «σύγχρονες ψηφιακές δεξιότητες» (25η), οι «υποδομές συνδεσιμότητας» (π.χ. δίκτυα 5G) και οι ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών) που παραμένει ουραγός στην 28η θέση.
ΚΕΠΕ: Οι τρεις παγίδες
Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, στο νέο τεύχος της τετραμηνιαίας επιθεώρησης «Οικονομικές Εξελίξεις», προειδοποιεί ότι μετά την κρίση του κορονοϊού η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τρεις βασικές υστερήσεις: την παραγωγική, τη δημογραφική και τη θεσμική. Η παραγωγική υστέρηση, σημειώνει το ερευνητικό ίδρυμα που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Ανάπτυξης, «οφείλεται στην παγίδα στασιμότητας που έχει πέσει η χώρα λόγω της δέσμευσής της για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να γίνει το χρέος της βιώσιμο», κρατώντας τη χώρα «δέσμια σε συνθήκες ύφεσης».
Υπενθυμίζει τις προβλέψεις διεθνών οργανισμών ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα δεν προβλέπεται να ξεπεράσουν το 1,25% ώς το 2060, όταν οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης θα κινούνται στο 2,5%, κάτι που σημαίνει ότι «σταδιακά οι Ελληνες θα γίνονται ολοένα και φτωχότεροι και συνολικά η χώρα θα υποβιβάζεται εισοδηματικά». Η δημογραφική υστέρηση οφείλεται στη γήρανση και τη συρρίκνωση του πληθυσμού - συνδυασμός της μετανάστευσης των νέων και του χαμηλού δείκτη γονιμότητας, γεγονός που μας καθιστά τη δεύτερη πιο γερασμένη χώρα στην Ευρώπη.
Τέλος, η θεσμική υστέρηση αφορά μεταξύ άλλων τους κανόνες δικαίου, την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και την πάταξη της διαφθοράς, στην οποία όπως σημειώνεται η Ελλάδα εμφανίζει «στις δυο τελευταίες δεκαετίες τις χειρότερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης».
Ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ Π. Λιαργκόβας αποτιμά θετικά την έκθεση Πισσαρίδη, τονίζει ωστόσο ότι οφείλει να εμπλουτιστεί με τις έννοιες της ανθεκτικότητας και της αειφορίας, ειδικά σε συνθήκες οικονομικής, κοινωνικής, κλιματικής, αλλά και υγειονομικής κρίσης όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε.
Οι επενδύσεις
Στο πολύ ενδιαφέρον πρώτο κεφάλαιο για τις «τρέχουσες μακρο-οικονομικές εξελίξεις», ξεχωρίζει η μελέτη των Νικόλαου Ροδουσάκη και Γιώργου Σώκλη με τίτλο «Ο (μη) εφικτός ρόλος των επενδύσεων στη μετά-COVID-19 ελληνική οικονομία». Μελετώντας τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις των επενδύσεων στην οικονομία, καταλήγουν στο μάλλον απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι οι επενδυτικές δαπάνες έχουν σχετικά ισχνό αντίκτυπο στη βελτίωση του ΑΕΠ και της απασχόλησης, κυρίως «λόγω της μεγάλης εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από εισαγόμενες εισροές βιομηχανικών προϊόντων».
Καταρρίπτοντας τον μύθο ότι οι επενδύσεις συμπαρασύρουν αυτόματα το ΑΕΠ, προτείνουν ένα μακρόπνοο σχέδιο που θα δίνει επενδυτικά κίνητρα για την ανάπτυξη εγχώριας παραγωγής σε βιομηχανικά προϊόντα (π.χ. υπολογιστές, ηλεκτρικά και οπτικά προϊόντα, εξοπλισμός μεταφορών και μηχανημάτων κ.λπ.), ώστε να αντικατασταθούν οι εισαγωγές.
Αφροδίτη Τζιαντζή
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου