Κατά 1,3 δισ. μειώθηκαν οι αμοιβές των εργαζομένων το δεύτερο τρίμηνο του έτους, λόγω της ανοιξιάτικης καραντίνας ● Μείωση 70% στον δείκτη μισθών στους κλάδους που πλήγηκαν περισσότερο ● Σχεδόν 5 δισ. η απώλεια τζίρου για τις επιχειρήσεις και 1 δισ. η απώλεια εισοδήματος για τα νοικοκυριά αναμένεται τον Νοέμβριο ● Κάθε μήνας lockdown κοστίζει 50.000 θέσεις εργασίας.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τις αμοιβές εξαρτημένης εργασίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019 είναι ενδεικτικά για τη δραστική συρρίκνωση που υπέστησαν τα εισοδήματα. Τα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση δεν κατάφεραν να περιορίσουν τη συντριβή που υπέστησαν οι αμοιβές των εργαζόμενων. Το συνολικό τους ύψος μειώθηκε κατά 1,3 δισ. ευρώ και διαμορφώθηκε, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σε 15,789 δισ. ευρώ από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούνιο φέτος, από 17,090 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα πέρσι.
Ακόμη και αυτή η ζημιά ωχριά μπροστά στον δείκτη μισθών και ημερομισθίων, που θεωρείται βαρόμετρο για την αγορά, αφού καταδεικνύει το μέγεθος της οικονομικής επίπτωσης ανά κλάδο δραστηριότητας. Από τους δέκα πιο νευραλγικούς κλάδους, οι επτά που έχουν και τη μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ (οικοδομή, κατασκευές, μεταποίηση, τεχνικές δραστηριότητες κ.ά.) βρέθηκαν με αρνητικό πρόσημο, ενώ η πτώση που ξεχωρίζει και προκαλεί ίλιγγο είναι αυτή στα ημερομίσθια για τους κλάδους παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης, καθώς άγγιξε το 70%!
Συνθήκες «παγετού»
Αλλα στοιχεία που καθρεφτίζουν τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και τις συνθήκες «παγετού» που επικράτησαν στην πραγματική οικονομία, είναι αυτά για την τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών. Το μέγεθος της πτώσης σε απόλυτα νούμερα ξεπερνά τα 4,4 δισ. ευρώ. Η συνολική αξία των δαπανών που πραγματοποίησαν τα νοικοκυριά στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 έπεσε στα 37,569 δισ. ευρώ, από 42 δισ. ευρώ και πλέον πέρσι.
Τα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση δεν κατάφεραν να περιορίσουν τη συντριβή που υπέστησαν οι αμοιβές των εργαζομένων
Αυτή είναι η εικόνα των επιπτώσεων από την πρώτη καραντίνα. Ανάλογο αναμένεται το εύρος των συνεπειών από το δεύτερο λουκέτο. Μόλις τρεις εβδομάδες «κλειστής οικονομίας» αρκούν για να ανεβάσουν το κόστος σε τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ, προκαλώντας: κάθετη πτώση του τζίρου, νέα μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, αύξηση της ανεργίας, βαθύτερη ύφεση και σημαντική επιδείνωση στα μεγέθη του προϋπολογισμού. Μπροστά στο ολέθριο σκηνικό η κυβέρνηση δαπανά μόλις 3,3 δισ. ευρώ για μέτρα στήριξης, τα οποία κάθε άλλο παρά επαρκούν μπροστά στη χασούρα που θα υποστούν οι επιχειρήσεις. Μάλιστα, χιλιάδες από αυτές που σήμερα έχουν κατεβάσει ρολά ενδέχεται να μην ανοίξουν ξανά, όπως άλλωστε συνέβη με την πρώτη περίοδο της εθνικής καραντίνας.
Ειδικότερα, οι πληγές από το νέο lockdown αναλύονται ως εξής:
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ: Εκτιμάται ότι οι τρεις εβδομάδες καραντίνας θα προκαλέσουν μείωση του τζίρου στο σύνολο των επιχειρήσεων, και όχι μόνο σε εκείνες που κλείνουν με κρατική εντολή, ύψους 4,950 δισ. ευρώ λόγω του «επιδημιολογικού λουκέτου» και της περικοπής των καταναλωτικών δαπανών από τα νοικοκυριά. Σημειώνεται ότι η εμπειρία του προηγούμενου lockdown, με βάση την ανάλυση της ΕΛΣΤΑΤ, δείχνει ότι ο κύκλος εργασιών στο σύνολο της οικονομίας στο δεύτερο τρίμηνο σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019 μειώθηκε κατά 19,8 δισ. ευρώ ή 25,1%.
Αυτό σημαίνει ότι οι απώλειες κινήθηκαν στα 6,6 δισ. ευρώ τον μήνα, ποσό που με αναγωγή σε τρεις εβδομάδες βγάζει 4,950 δισ. ευρώ. Μόνο για τις επιχειρήσεις που τέθηκαν σε υποχρεωτική αναστολή καταγράφηκε μείωση τζίρου κατά 4,096 δισ. ευρώ ή 55,9% και σε μηνιαία βάση ήταν 1,36 δισ. ευρώ. Το χτύπημα στα ταμεία των επιχειρήσεων προήλθε από τη συρρίκνωση κατά 12,7% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, η οποία, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε στα 28,4 δισ. ευρώ από 32,5 δισ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρξε μείωση κατά 4,1 δισ. ευρώ στο τρίμηνο ή 1,36 δισ. ευρώ τον μήνα.
ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ: Από το νέο lockdown το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αναμένεται έως το τέλος Νοεμβρίου να συμπιεστεί κατά 967,500 εκατ. ευρώ, δηλαδή κατά μέσον όρο το κάθε νοικοκυριό θα χάσει 234 ευρώ. Στην κορύφωση της πρώτης καραντίνας στο δεύτερο τρίμηνο, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά μειώθηκε κατά 11,8% σε σχέση με πέρσι (από 32,83 δισ. ευρώ στα 28,96 δισ. ευρώ). Δηλαδή μειώθηκε κατά 3,87 δισ. ευρώ ή κατά 1,29 δισ. τον μήνα.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ: Οι οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι για κάθε μήνα καθολικού lockdown οι άνεργοι αυξάνονται κατά περίπου 15.000 και οι θέσεις εργασίας μειώνονται κατά 50.000, ενώ, λόγω «απελπισίας», θα ενισχυθεί το κίνημα αποχώρησης από το εργατικό δυναμικό (από τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ). Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ προβλέπει ότι η ανεργία θα εκτιναχθεί στο τέλος του 2020 στο 21,2%, με την υπόθεση ότι το βάθος της ύφεσης δεν θα ξεπεράσει το 9%.
Οπως σημειώνει, ιδιαίτερα σημαντικό για το πώς θα διαμορφωθεί στο άμεσο μέλλον η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι η διόγκωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού. Με την έναρξη του lockdown το δεύτερο 15ήμερο του Μαρτίου και μέχρι τον Ιούνιο παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών. Συγκεκριμένα, μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2020, η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών ξεπερνούσε σταθερά τις 100.000 άτομα σε σχέση με το 2019. Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος απώλειας εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, αφού, ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας, ο άνεργος έχει χάσει το 47% του εισοδήματός του, πράγμα που κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην ευρωζώνη.
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ: Η βαθιά ύφεση άνω του 10% σε συνδυασμό με το επιπλέον δημοσιονομικό κόστος από την ενεργοποίηση μέτρων στήριξης και το χτύπημα στις εισπράξεις από φόρους και εισφορές οδηγεί σε υψηλότερο έλλειμμα για φέτος αλλά και για το 2021, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια για επαναφορά των δημοσιονομικών σε τροχιά εξυγίανσης.
Το σενάριο για έλλειμμα 6,23% του ΑΕΠ φέτος έχει βγει από τον χάρτη και όλες οι προβολές οδηγούν σε πάνω από 7% του ΑΕΠ. Ο προϋπολογισμός του 2021 που θα κατατεθεί σε 10 ημέρες προβλέπει βασικό σενάριο για έλλειμμα 3% ΑΕΠ το 2021, το οποίο στο προσχέδιο είχε ενσωματωθεί ως δυσμενές. Η άλλη μεγάλη δημοσιονομική πληγή που ανοίγει η καραντίνα είναι το δημόσιο χρέος που, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, φέτος θα διαμορφωθεί γύρω στο 207%.
Δήλωση της τομεάρχη Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Εφης Αχτσιόγλου, στην «Εφ.Συν.»: «Η κυβέρνηση εξουδετέρωσε το οικονομικό πλεονέκτημα της χώρας»
Η δραματική συρρίκνωση των μισθών και του εισοδήματος των νοικοκυριών επιβεβαιώνει με τον πλέον σκληρό τρόπο την ατελέσφορη οικονομική πολιτική που υλοποιεί η κυβέρνηση της Ν.Δ. την περίοδο της πανδημίας. Μια πολιτική που επιμένει στην επιδότηση της ανεργίας, τη μη προστασία των σχέσεων εργασίας, την παντελή έλλειψη μέτρων εισοδηματικής ενίσχυσης των νοικοκυριών και την πενιχρή υποβοήθηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω δανείων που διογκώνουν το χρέος τους. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση είχε όλα τα περιθώρια να πράξει διαφορετικά, καθώς οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας ήταν πρωτόγνωρα θετικές: 1. Αποθεματικά ύψους 37 δισ. που άφησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατά το τέλος της θητείας της. 2. Ρυθμισμένο δημόσιο χρέος. 3. Αναστολή του συμφώνου σταθερότητας για φέτος και του χρόνου. 4. Πρωτοφανής ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δυστυχώς η κυβέρνηση άφησε αυτές τις μοναδικές δυνατότητες αναξιοποίητες βυθίζοντας την ελληνική κοινωνία σε οικονομικό αδιέξοδο, ήδη αρκετά πριν από την έναρξη του δεύτερου λοκντάουν. Οπως και στη διαχείριση της πανδημίας, όπου η κυβέρνηση ουσιαστικά ακύρωσε το πλεονέκτημα του χρόνου που είχε η χώρα μας για να προετοιμαστεί για το δεύτερο κύμα, έτσι και στο πεδίο της οικονομίας εξουδετέρωσε τις δυνατότητες που είχαμε. Μετά και την ανακοίνωση του δεύτερου λοκντάουν, η κυβέρνηση απλώς διεμήνυσε στους πολίτες, που ασφυκτιούν οικονομικά, ότι πρόκειται να συνεχίσει ακριβώς την ίδια πολιτική ανεξαρτήτως των συνεπειών που έχει ήδη προκαλέσει.
Κι αν κανείς στο πεδίο διαχείρισης της πανδημίας μπορεί να αποδώσει σε ασυγχώρητη ανικανότητα την πολιτική αδράνειας της κυβέρνησης, δεν μπορεί να κάνει το ίδιο και για το πεδίο της οικονομίας και ιδίως της αγοράς εργασίας. Στο τελευταίο η κυβέρνηση υλοποιεί ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της αγοράς εις βάρος των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ένα σχέδιο συσσώρευσης υπέρ μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που τελικά θα μπορέσουν να επιβιώσουν αυτής της κρίσης.
Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου ξεκίνησε πολύ πριν από την πανδημία και προδιαγράφεται να έχει συνέχεια αν κανείς συνυπολογίσει τα όσα ομολογεί η έκθεση Πισσαρίδη. Μόνο που ο σχεδιασμός αυτός αγνοεί μία πολύ σημαντική και καθοριστική παράμετρο: τις κοινωνικές αντιστάσεις.
Είναι στο χέρι του κόσμου της εργασίας, των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων του τόπου, ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες, να ορθώσουμε ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης στο στρατηγικό σχέδιο επιθετικής, γενικευμένης εκκαθάρισης που εξαπολύει η Νέα Δημοκρατία.
Περί αναβαθμίσεως
Για το ότι ήταν έκπληξη η αναβάθμιση της Ελλάδας -από το B1 στο Ba3- την Παρασκευή από τη Moody’s δεν χωρά αμφιβολία. Ηταν έκπληξη, στον βαθμό που ήταν έκπληξη και η διατήρηση της Ιταλίας στο Baa3 παρά τη δραματική επιδείνωση του επιδημιολογικού προφίλ και του χρέους της. Γιατί η Moody’s αναβάθμισε το ελληνικό χρέος, παρά την εκτόξευσή του πάνω από το 200% του ΑΕΠ; Η κυβέρνηση, με τους πρωθυπουργικούς πανηγυρισμούς, διάβασε επιλεκτικά την «αιτιολόγηση» της Moody’s ως επιβράβευση του «μεταρρυθμιστικού έργου της». Ωστόσο, μια προσεκτική ανάγνωση σε όσα προβάλλει η Moody’s ως λόγους αναβάθμισης αποκαλύπτει μια πιο ρεαλιστική αξιολόγηση των δεδομένων.
Η Moody’s λέει με λίγα λόγια ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ δεν έχει πια τόση σημασία γιατί, αφενός, με τα μέτρα ελάφρυνσης (που έχουν τεθεί σε ισχύ από το 2018) τα τοκοχρεολύσια του 2021 είναι μόλις 6% του ΑΕΠ, αφετέρου είναι εξασφαλισμένη η πολύ ευνοϊκή χρηματοδότηση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ. Η Moody’s, όπως κι όλοι οι οίκοι αξιολόγησης, έχουν τα μάτια στραμμένα στον πρωτοφανή κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό που αλλάζει τα δεδομένα στην παγκόσμια αγορά χρέους. Είναι μια εξέλιξη που έχουν λόγους -και κερδοσκοπικούς- να την επιβραβεύουν και τη διευκολύνουν με μια «σύγκλιση» των βαθμολογιών όλων των χωρών της Ε.Ε. όσο πλησιέστερα στην άριστη βαθμολογία της Ε.Ε. ως οντότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου