Το 63% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 22-27 μαθητών.
Στην Αττική, το ποσοστό ανεβαίνει το 67%.
Το 96% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 99%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών όπως η unisef, η τηλεκπαίδευση, μπορεί να επιλέγεται μεν ως ύστατο μέτρο όταν πλέον η αναστολή λειτουργίας τμημάτων ή σχολικών μονάδων είναι σύμφωνα με τους επιδημιολόγους αναπόδραστη ή για τις περιπτώσεις παιδιών που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, είναι ωστόσο επικίνδυνο να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της δια ζώσης διδασκαλίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, η αναστολή της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας και της καθημερινής παρουσίας των παιδιών στο σχολείο και η εκτεταμένη χρήση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης έχει σοβαρές εκπαιδευτικές, ψυχοκοινωνικές και βιοτικές συνέπειες.
Η τηλεκπαίδευση, εκτός από το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποκαταστήσει τη δια ζώσης διδασκαλία, οξύνει τους αποκλεισμούς από την εκπαιδευτική διαδικασία, ειδικά των παιδικών που προέρχονται από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, εξαιτίας της απουσίας του τεχνολογικού εξοπλισμού, ενώ παρεμποδίζει την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη και την κοινωνική ωρίμανση των παιδιών, λόγω της απουσίας του σχετίζεσθαι με ομάδες συνομηλίκων, της συνεργασίας, του παιχνιδιού, της σωματικής επαφής. Σημαντικό είναι και το ποσοστό των αδύναμων κοινωνικά ομάδων των μαθητών που, εξαιτίας του αποκλεισμού τους από το σχολικό περιβάλλον, στερούνται και την πρόσβαση σε τροφή και ωφελειών που προσφέρει το φροντιστικό περιβάλλον του σχολείου.
«Η ικανοποίηση του αιτήματος της ΟΛΜΕ για μείωση του αριθμού των παιδιών μέσα στις αίθουσες σε 15 μαθητέςτριες κατ’ ανώτατο όριο, μπορεί να περιορίσει σημαντικά (κατά 50%, σύμφωνα με έρευνα του Τμήματος Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ) τους δείκτες μετάδοσης του ιού, τόσο στη σχολική κοινότητα, όσο και στην ευρύτερη τοπική κοινότητα, μειώνοντας τις πιθανότητες να εμφανιστεί πάλι η ανάγκη αναστολής της λειτουργίας των σχολικών μονάδων», επισημαίνει η ΟΛΜΕ.
Τα στοιχεία της έρευνας του ΚΕΜΕΤΕ αποδεικνύουν ότι ο ισχυρισμός ότι ο μέσος αριθμός μαθητών ανά τμήμα σε όλη την Ελλάδα είναι 17, είναι ένα έωλο επιχείρημα.
Αντίθετα, τα πρώτα αποτελέσματα μάς δείχνουν ότι πάνω από 9 στους 10 μαθητές συνωστίζονται σε πολυπληθή ή υπερμεγέθη τμήματα, όπου είναι αδύνατον να τηρηθούν οι απαραίτητες αποστάσεις μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών.
Πολύ μακριά από την πραγματικότητα, επίσης, είναι και το στοιχείο που δόθηκε στη δημοσιότητα με δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών του Υπουργείου Παιδείας ότι η μείωση του ανώτατου αριθμού μαθητών ανά τμήμα θα είχε ημερήσιο κόστος 10.000.000€, αφού με βάση τα ως τώρα στοιχεία της έρευνάς μας, το κόστος αυτό φαίνεται να είναι πολύ μικρότερο. Συγκεκριμένα, κυμαίνεται μεταξύ 700.000 με 800.000€, ποσό που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από το ποσό των 10.000.000€. Μάλιστα, το ετήσιο κόστος που προκύπτει αναλογικά, δεν ξεπερνά τα 220.000.000€ για πλήρη λειτουργία των σχολείων (Σεπτέμβριος έως και Ιούνιος).
Αίθουσες υπάρχουν
Όπως επισημαίνει η ΟΛΜΕ και με βάση στοιχεία άλλων χωρών της Ευρώπης, το το ΥΠΑΙΘ δεν έκανε καμία ενέργεια πριν την έναρξη της θερινής περιόδου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης χώρων για την τήρηση των απαραίτητων αποστάσεων, με αναλυτική χαρτογράφηση όλων των κενών χώρων εντός και εκτός σχολείων (μη λειτουργούντα σχολικά κτίρια, δημοτικοί χώροι πολιτισμού, βιβλιοθήκες κ.λ.π.).
Με βάση τα στοιχεία που έχει ως τώρα το ΚΕΜΕΤΕ στη διάθεση του (στο σύντομο χρονικό διάστημα του ενός μηνός) σχετικά με τις ήδη υπάρχουσες ελεύθερες αίθουσες εντός των σχολικών μονάδων, ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν σε πολυπληθή τμήματα (27 μαθητών) θα μπορούσε να μειωθεί άμεσα ως και 63%, ανάλογα με το μέγεθος των τμημάτων.
Η συνολική ένταση του προβλήματος θα μπορούσε να μειωθεί κατά 41% και μόνο με την έγκαιρη αξιοποίηση κενών αιθουσών που υπάρχουν στα λειτουργούντα σχολεία.
Την προηγούμενη δεκαετία στην Ελλάδα, έκλεισαν 2.000 σχολικές αίθουσες . Η Ιταλία με μαθητικό πληθυσμό εξαπλάσιο του ελληνικού, είχε ανακοινώσει 3.000 νέα σχολεία. Η Ελλάδα θα μπορούσε να καλύψει μέρος των κτιριακών αναγκών της μέσα από αυτήν την πηγή, αρκεί να υπάρξει χαρτογράφηση των αναγκών και των διαθέσιμων τέτοιου είδους χώρων, κατά περιοχή και εφόσον οι χώροι αυτοί διαμορφωθούν κατάλληλα, ώστε να πληρούν προϋποθέσεις εκπαιδευτικές, υγειονομικές και κτιριακής ασφάλειας.
Ανάλογα και με τις ίδιες προϋποθέσει, μπορούν χρησιμοποιηθούν και άλλα δημόσια κτίρια, όπως χώροι πολιτισμού, μουσεία, πολιτιστικά κέντρα βιβλιοθήκες κ.λπ., που διαθέτουν πάρα πολλοί δήμοι σε όλη την Ελλάδα (σύμφωνα και με τις προτάσεις του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ).
Συμπερασματικά, αν το ΥΠΑΙΘ είχε εκπονήσει ένα σχέδιο ώστε να αξιοποιήσει και μόνο τις κενές αίθουσες που υπάρχουν στα σχολεία, 4 στους 10 μαθητές δε θα φοιτούσαν πλέον σε πολυπληθή τμήματα. Μια τέτοια λύση, αν είχε δρομολογηθεί νωρίς, θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που θα είχε σαν στόχο το όριο των 15 μαθητών ανά τμήμα, για μεγαλύτερη υγειονομική ασφάλεια για τη σχολική κοινότητα και κατ’ επέκταση και για την κοινωνία στο σύνολό της. Επίσης, θα μείωνε σημαντικά τις πιθανότητες μιας εκ νέου αναστολής της λειτουργίας των σχολείων και των επιπτώσεών της στον μαθητικό πληθυσμό.
Στελλίνα Μαργαριτίδου
Πήγη: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου