Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Γράμμα σ’ ένα συμμαθητή μου

Φίλε μου, άγνωστέ μου συμμαθητή.
Όταν πριν από λίγες μέρες μάς είπαν ότι θα πάμε στο σχολείο, το βράδυ κόντεψα να μην κοιμηθώ απ’ τη χαρά μου. Είχα δυο χρόνια σχεδόν που άφησα το δικό μου σχολείο. Και όχι μόνο το σχολείο αλλά και το χωριό μου.
Φύγαμε κυνηγημένοι. Η μαμά μου με τη μικρή μου αδερφή στην αγκαλιά. Ο μπαμπάς μου κουτσαίνοντας. Μια βόμβα είχε σκάσει κοντά του και τον τραυμάτισε στο πόδι. Κι εγώ κρατώντας του το χέρι. Άλλοτε βαδίζοντας κι άλλοτε πάνω σε καρότσες φορτηγών. Πέρασαν νύχτες και μέρες. Δεν θέλω να τις θυμάμαι. Κρύωνα και πεινούσα κι ήμουν πολύ κουρασμένος. Κάποτε φτάσαμε στη θάλασσα. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα τόσο πολύ νερό. Η μεγάλη βάρκα που μπήκαμε πήγαινε μια εδώ και μια εκεί. Στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Η αδερφή μου έκλαιγε. Κι εγώ έκανα εμετό. Φτάσαμε στο νησί. Τότε κατάλαβα τι είναι «νησί». Όταν μας το εξηγούσε η δασκάλα, δυσκολευόμουν να το καταλάβω. Στη σκηνή που μέναμε έκανε κρύο. Κι όταν έβρεχε, έσταζε μέσα. Κι όταν μετά ήρθε το καλοκαίρι, έσταζε ο ιδρώτας μου.
Μια μέρα μάς φόρτωσαν σε καράβι και μας πήγαν σε μια μεγάλη πόλη. Δεν την είδα βέβαια, γιατί ήταν νύχτα, αλλά και γιατί αμέσως μας έβαλαν σ’ ένα λεωφορείο. Μας είπαν ότι θα μας πάνε σε ξενοδοχείο. Εκεί θα μέναμε πια. Έτσι ήρθαμε στην περιοχή σου. Όταν φτάσαμε ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Μας περίμεναν κάποιοι άνθρωποι, που φώναζαν και χτυπούσαν το λεωφορείο με τα χέρια τους. Εγώ τρόμαξα πολύ. Πιο πολύ όμως φοβόμουν για τον μπαμπά μου. Γιατί, αν μας κυνηγούσαν, αυτός με το κουτσό του το πόδι δεν θα μπορούσε να τρέξει. Τελικά μπήκαμε στο ξενοδοχείο. Κάποιο κόλπο έκανε ο οδηγός και μας πήγε απ’ ό,τι κατάλαβα από άλλον δρόμο. Τις φωνές όμως εκείνων των αγριεμένων ανθρώπων δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Όπως δεν θα ξεχάσω και τα γλυκά που μας έφεραν το ίδιο βράδυ κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Μετά από πολύ καιρό κοιμήθηκα σε κανονικό κρεβάτι.
Στο ξενοδοχείο τα πράγματα ήταν ήρεμα. Τρώγαμε, κοιμόμασταν, παίζαμε, πηγαίναμε καμιά φορά στην κοντινή πόλη. Σ’ ένα δωμάτιο μένουμε όλη η οικογένειά μου, αλλά δεν πειράζει. Με τον καιρό όμως βαρέθηκα. Τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα. Στο σχολείο δεν μπόρεσα να πάω πέρσι. Κανένα παιδί από το ξενοδοχείο δεν πήγε. Άλλοι είπαν, επειδή είχαμε έρθει στη μέση της χρονιάς κι άλλοι επειδή η Περιφέρεια δεν έβαλε λεωφορεία, για να μας μεταφέρουν στο σχολείο. Τι να είναι άραγε αυτή η «Περιφέρεια»; Τόσα λεωφορεία κυκλοφορούν κι αυτή δεν βρήκε ούτε ένα;
Γι’ αυτό σου είπα ότι μόλις μας ανακοίνωσαν επίσημα ότι φέτος θα πάμε στο σχολείο, δεν μπορούσα να κοιμηθώ απ’ τη χαρά μου. Σκεφτόμουν και ονειρευόμουν ξυπνητός: θα μάθω να μιλάω ελληνικά, να γράφω, να διαβάζω,θα έχω πολλούς συμμαθητές, θα κάνω καινούργιους φίλους, θα μου δείξουν καινούργια παιχνίδια, θα τους μάθω κι εγώ, αν θέλουν, τα παιχνίδια που παίζαμε στην πατρίδα μου. Η χαρά μου ήταν ακόμα πιο μεγάλη, όταν άκουσα ότι θα πάω στο σχολείο του χωριού απ’ όπου κατάγεται ο Μέγας Αλέξανδρος. Νέα Πέλλα, το λένε, αλλά τι σημασία έχει. Πέλλα, είναι κι αυτή. Το όνομα του Αλέξανδρου και τα κατορθώματά του τα έμαθα στο σχολείο της πατρίδας μου. Από αυτά εδώ τα μέρη αυτά είχε ξεκινήσει (κι αυτός με τα πόδια) κι έφτασε μέχρι εκεί. Κάποιοι μάλιστα στρατιώτες του έμειναν στη δική μου χώρα και απόγονοί τους λένε πως είναι οι Καλάς. Λες να έχω κάποια σχέση κι εγώ με τα παιδιά της Πέλλας;
Αυτά σκεφτόμουν το πρωί, όταν με ξύπνησε η μαμά μου. Τινάχτηκα αμέσως απ’ το κρεβάτι, πλύθηκα, ντύθηκα, ήπια το γάλα μου, φόρεσα τη μάσκα μου και μπήκα στο λεωφορείο μαζί με τ’ άλλα παιδιά του ξενοδοχείου. Σε λίγο φτάσαμε στο σχολείο. Ωραίο σχολείο, με μεγάλη αυλή. Τι παιχνίδια είχα να κάνω εδώ!
Γιατί όμως τα παιδιά ήταν τόσο λίγα;Μήπως είχαν αρρωστήσει; Μήπως άργησαν να ξυπνήσουν; Ή το χωριό ήταν τόσο μικρό;
Ύστερα από λίγο έμαθα το λόγο. Πολλά παιδιά δεν ήρθαν στο σχολείο, επειδή οι γονείς τους δεν ήθελαν να τα’ αφήσουν να είναι μαζί μας. Και ζητούσαν να φύγουμε. Γιατί; Δεν κατάλαβα καλά. Επειδή είμαστε, λέει, από άλλη φυλή, επειδή έχουμε άλλη θρησκεία. Τέτοιες δικαιολογίες. Και τι πειράζει αυτό, αναρωτιόμουν το βράδυ στο κρεβάτι μου; Παιδιά δεν είμαστε κι εμείς; Γράμματα δεν θέλουμε να μάθουμε; Παιχνίδια δεν θέλουμε να παίξουμε; Τι κακό μπορούμε να σας κάνουμε;
Και λυπήθηκα πολύ. Γι’ αυτό θέλησα να σου γράψω, άγνωστέ μου συμμαθητή. Για να σου πω γιατην απογοήτευσή μου. Αλλά και για το ότι θέλω πολύ να καθίσουμε στο ίδιο θρανίο, να γίνουμε φίλοι.
Ελπίζω σύντομα να συναντηθούμε.
Αντίμπ

Δεν υπάρχουν σχόλια: