Από την προσχώρηση της μεταδικτατορικής Ελλάδας στις (τότε) Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η ευρωπαϊκή της υπόθεση πέρασε από διάφορες φάσεις. Σε ιδεολογικό επίπεδο, αποτελούσε εξ αρχής κάτι σαν Ιερό Δισκοπότηρο, τη δικαίωση ενός από τα προτάγματα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και την πύλη προς την ευρωπαϊκή Γη της Επαγγελίας για μια χώρα που έβγαινε από τη μετα-οθωμανική υπανάπτυξη και έμπαινε, επιτέλους, στα ευρωπαϊκά σαλόνια, όπου ήταν η θέση που της άρμοζε δικαιωματικά ως κληρονόμου του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και γενέτειρας, κατά κοινή ομολογία, του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επιπλέον, η Ελλάδα έβρισκε ένα ασφαλές λιμάνι μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων της, ένα λιμάνι που θα την προστάτευε από την πάντα παρούσα εξ Ανατολών απειλή.
Πρακτικά, η πρώτη φάση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας μεταφράστηκε σε έναν πακτωλό ευρωπαϊκών κονδυλίων, με τη μορφή επιδοτήσεων και των διαφόρων πακέτων συνοχής. Και πράγματι, η Ελλάδα ήταν πάντα μια από τις περισσότερο ευνοημένες ευρωπαϊκές χώρες ως προς αυτό.
Το πώς δαπανήθηκαν αυτά τα ευρωπαϊκά πακέτα, τα οποία ανέμιζαν σαν τρόπαια οι κατά καιρούς πρωθυπουργοί επιστρέφοντας θριαμβευτές από τις Βρυξέλλες, μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας ενδελεχούς ιστορικής έρευνας, πάντως το βέβαιο είναι ότι δεν επενδύθηκαν σε κάποια μακροπρόθεσμη οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση. Προς το τέλος αυτής της φάσης, ο κολοφώνας του ευρωπαϊκού ονείρου ήρθε με την ένταξη στην ευρωζώνη (με τον τρόπο που έγινε αυτή, τέλος πάντων), τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα «μεγάλα έργα υποδομής» και μια επίπλαστη αίσθηση οικονομικής ευμάρειας και ισχύος που έμελλε σύντομα να διαλυθεί σαν χάρτινος πύργος.
Και μετά, ήρθαν η κρίση και η επόμενη φάση, αυτή της μνημονιακής κατάρρευσης. Η «ισχυρή Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης» έγινε, αίφνης, και πάλι μια καθυστερημένη βαλκανική χώρα, η οποία όφειλε να αξιοποιήσει τη χρεοκοπία της ως έναυσμα για να γίνει «κανονικό ευρωπαϊκό κράτος», ασφαλώς μέσα από την οδό της αρετής και της μετάνοιας, της λιτότητας και των «αναγκαίων μεταρρυθμίσεων».
Το ότι οι μέθοδοι με τις οποίες επιχειρήθηκε αυτό το ευγενές, το δίχως άλλο, εγχείρημα χαρακτηρίζονται πλέον όργανα βασανιστηρίων από, μεταξύ άλλων, τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών είναι αρκούντως ενδεικτικό της καταλληλότητάς τους. Πάντως, μετά το τέλος του μνημονιακού δράματος (προς το παρόν, τουλάχιστον) και με τη θριαμβευτική παλινόρθωση της ελληνικής Δεξιάς στην εξουσία, έχουμε ενώπιόν μας μια εξαιρετική ευκαιρία να διαπιστώσουμε ακριβώς πώς εννοεί την «Ευρώπη» η τελευταία.
Και έτσι, ερχόμαστε στην τωρινή φάση. Σε μια Ευρώπη που παραπαίει, μην έχοντας συνέλθει ακόμα από το σοκ της πρώτης μεγάλης οικονομικής κρίσης και από τον ακρωτηριασμό της λόγω του Brexit, ενώ ήδη βρίσκεται στη δίνη της δεύτερης, ελέω και της πανδημίας. Και σε έναν πρωθυπουργό ενός κράτους με πολύ σοβαρά και διαπιστωμένα και διεθνώς πλέον ζητήματα κράτους δικαίου, ο οποίος επιστρέφει -και εκείνος- νικητής και τροπαιούχος από μια μαραθώνια ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, κραδαίνοντας ένα ακόμα ευρω-πακέτο που περιέχει, δήθεν, θηριώδη ποσά για τη χώρα, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που περιέχει είναι ένα ακραία νεοφιλελεύθερο «μεταρρυθμιστικό σχέδιο» για το ξήλωμα της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, της Υγείας, της Παιδείας και των εργασιακών δικαιωμάτων και την παράδοσή δημόσιου πλούτου στην ιδιωτική κερδοσκοπία.
Οι άνθρωποι που κρατούν σήμερα το τιμόνι της χώρας επιδεικνύουν εντυπωσιακή άγνοια για το τοπίο που διαμορφώνεται στην ευρωπαϊκή πολιτική, αδυναμία ανάλυσης των κοσμογονικών αλλαγών που έχουν ήδη αλλάξει ριζικά το πρόσωπο της Ευρώπης τα τελευταία δέκα χρόνια, ανατρέποντας όλα τα μέχρι πρότινος ευρωπαϊκά δεδομένα, και ανικανότητα αντίληψης του βαθμού διάβρωσης των υφιστάμενων θεσμών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της προϊούσας απίσχνανσης της τελευταίας ως διαδικασίας και ως ιδεώδους.
Πράγμα ειρωνικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένας από τους καταλύτες για αυτές τις αλλαγές ήταν η ελληνική κρίση. Η εικόνα που έχουν για τα ευρωπαϊκά πράγματα θα μπορούσε να συνοψιστεί συμβολικά σε διάφορα επικοινωνιακά events απονομής καινοφανών ευρωπαϊκών βραβείων, στα οποία κανείς δεν αποδίδει ιδιαίτερη σημασία.
Αυτή είναι μια κατάσταση που οπωσδήποτε αδικεί την Ελλάδα, την ιστορία της, τις σημαντικές και εν πολλοίς ανεκμετάλλευτες δυνατότητές της και τον ρόλο που μπορεί να παίξει στη νέα ευρωπαϊκή σκηνή. Μια σκηνή που είναι ακόμα ρευστή, καθώς η Ευρώπη ολοφάνερα δυσκολεύεται να βρει τα βήματά της, να επανεφεύρει τον ίδιο της τον εαυτό. Κι εδώ είναι που πρέπει να μπει στην εικόνα δυναμικά η Αριστερά, η οποία έδειξε από νωρίς ότι διέθετε τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία και διάβασε σωστά την Ιστορία στην αρχή της ελληνικής -και της συναφούς με αυτήν ευρωπαϊκής- κρίσης, τα αίτια και τις συνέπειές της, πληρώνοντας, βέβαια, το τίμημα αυτής της διορατικότητας. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται όλο και περισσότερο επείγουσα η ανάγκη να το ξανακάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου