Ωστόσο παρά τις συνεχείς «εκκλήσεις» να κατατεθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία μια περίπτωση πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας αυτό δεν κατέστη δυνατό (σ.σ. μέχρι το βράδυ της Κυριακής). Απαντώντας στην «κριτική» ότι είχε ταχθεί υπέρ των πλειστηριασμών, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υπενθύμισε ποια ήταν ολόκληρη η επίμαχη δήλωσή του:
«Βεβαίως είχα πει στη Βουλή, ως υπουργός Οικονομικών, ότι πρέπει να γίνονται πλειστηριασμοί, ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα, ότι αυτό θα βοηθήσει στην ανάπτυξη, θα βοηθήσει για να μπορούν οι τράπεζες να δίνουν νέα δάνεια, αλλά είχα ένα ολόκληρο σκεπτικό για το ποιοι είναι εκείνοι που πρέπει πάντα να προστατεύονται (…) Είχα πει ότι σε περιόδους λιτότητας πρέπει να είμαστε πολύ φειδωλοί με τους πλειστηριασμούς και προσπαθώ να σας πείσω ότι είμαστε πάλι σε δύσκολες συνθήκες και ότι κάποιοι είναι ευάλωτοι και χρειάζονται προστασία, ακόμη και όταν επιστρέψουμε στην κανονικότητα», είπε ο Ευκλ. Τσακαλώτος.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι πόσοι πλειστηριασμοί έγιναν αλλά ποιους αφορούσαν. Εγιναν πλειστηριασμοί από τρίτους για αξιώσεις από εργατικές διαφορές, για διατροφή κ.λπ., επισήμανε ο βουλευτή Δράμας του ΣΥΡΙΖΑ, Θεόφιλος Ξανθόπουλος, υπενθυμίζοντας ότι ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου των πλειστηριασμών, ώστε να γίνονται ηλεκτρονικά, έβαλε φρένο στα «κοράκια» που λυμαίνονταν τη διαδικασία.
Με την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, στα τέλη του 2017, οι τράπεζες εξηγούσαν με όρους όχι κοινωνικής ευαισθησίας αλλά οικονομικούς ότι δεν τις συμφέρει να προχωρήσουν σε μαζικούς πλειστηριασμούς.
«Αν βγουν ξαφνικά στο σφυρί 100.000 διαμερίσματα στην Αθήνα, οι αξίες των ακινήτων θα πέσουν κάθετα. Αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί και η αξία των εγγυήσεων (collateral), δηλαδή των περιουσιακών τους στοιχείων. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Οτι θα αναγκαστούν να πάρουν παραπάνω προβλέψεις, γεγονός που πιθανότατα θα έχει επίπτωση στην κεφαλαιακή επάρκεια», δήλωναν κορυφαία τραπεζικά στελέχη τον Οκτώβριο του 2017, προσθέτοντας στην επιχειρηματολογία τους το πολύ υψηλό διαχειριστικό κόστος αυτών των ακινήτων (ΕΝΦΙΑ, συντήρηση κ.ά.) («Εφ.Συν.» 13/10/2017).
Και για τον λόγο αυτό «συναίνεσαν» στην άτυπη εξαίρεση της πρώτης κατοικίας μέχρι 100.000 ευρώ καθώς είχαν διαθέσιμο –προς πλειστηριασμό– στοκ εμπορικών και ακινήτων μεγάλης αξίας, άνω των 300.000 ευρώ, εστιάζοντας στους «στρατηγικούς κακοπληρωτές». Οι οποίοι έγιναν «το ιερό δισκοπότηρο» αλλά και το άλλοθι του στρουθοκαμηλισμού ορισμένων τραπεζικών στελεχών αλλά και της τρόικας, που σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης (εκκρεμείς υποθέσεις Κατσέλη) έθεταν συνεχώς ζήτημα… απελευθέρωσης των πλειστηριασμών.
Γεγονός εξάλλου είναι ότι το 2008 διενεργήθηκαν περί τους 42.000 πλειστηριασμοί και το 2009 έφτασαν τους 52.000 και σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής» (11.10.2018): «Από τότε, και λόγω μιας σειράς προστατευτικών μέτρων που ίσχυσαν, έφθιναν σταθερά κάθε χρόνο για να φτάσουν μόλις τους 5.600 το 2017».
Στις αρχές του δεύτερου εξαμήνου του 2014, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση είχε καταθέσει το δικό του σχέδιο για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο, έληξε η οριζόντια προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς που αφορούσε μόνο τις τράπεζες – Δημόσιο και τρίτοι μπορούσαν να εκπλειστηριάζουν κύρια κατοικία. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου μάλιστα είχε συμφωνήσει ότι μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014 θα έπρεπε να έχει βρεθεί μια λύση για τους δανειολήπτες. Αλλά η τότε κυβέρνηση ήταν αφοσιωμένη στη σύνταξη του αφηγήματος της «αριστερής παρένθεσης».
Οι πιέσεις της Τρόικας
Την ίδια ώρα η τρόικα πίεζε για αναδιαμόρφωση του νόμου Κατσέλη –μέχρι τότε είχαν κατατεθεί περί τις 8.000 αιτήσεις– κάτι που έγινε με τον νόμο Σταθάκη, που συμπεριέλαβε όλες τις οφειλές, δηλαδή προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες. Μετά κόπων και βασάνων φτάσαμε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019 όταν έληξε το δικαίωμα αιτήματος στον νόμο Κατσέλη/Σταθάκη για την προστασία της πρώτης κατοικίας, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να νομοθετεί ύστερα από επίπονη διαπραγμάτευση τον νόμο 4605 με τον οποίο «περάσαμε» στην ενεργητική προστασία της πρώτης κατοικίας –άρχισε να εφαρμόζεται μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές τον Ιούλιο 2019– που συμπεριέλαβε για πρώτη φόρα και επιχειρηματικά δάνεια τα οποία ήταν συνδεδεμένα με την πρώτη κατοικία και «κόκκινα» στις 31.12.2018.
Με στόχο τα δάνεια να γίνουν και πάλι ενήμερα, προβλεπόταν κρατική επιδότηση της μηνιαίας δόσης (30-50%) για όλη τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης – και αφού οι τράπεζες είχαν προχωρήσει σε «κούρεμα» και επιμήκυνση. Απαντώντας στην κριτική της Ν.Δ. για τη μικρή συμμετοχή των δανειοληπτών ο πρώην υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης σημείωσε στη Βουλή: «Εμείς μιλούσαμε και μιλάμε πάντα για την προστασία της λαϊκής και της μεσαίας κατοικίας. Γι’ αυτό είχαμε βάλει όριο τα 250.000 ευρώ ως αντικειμενική αξία της κατοικίας. Τον παραλάβατε εσείς ως κυβέρνηση και κατά την εκτίμησή μας, σε συνεργασία με τις τράπεζες και τα funds, τον υπονομεύσατε».
Από τα «κόκκινα» στα «πορτοκαλί» δάνεια
Το 2015 διευρύνθηκε ο ορισμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ειδικότερα, με βάση τις οδηγίες των εποπτικών αρχών διεθνώς, ο διευρυμένος ορισμός περιλαμβάνει και τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης, αυτά δηλαδή που μπορεί να μην είναι μη εξυπηρετούμενα για περισσότερο από 90 ημέρες, βρίσκονται ωστόσο στην επικίνδυνη ζώνη (Non Performing Exposures - NPEs).
Ετσι το πρώτο τρίμηνο του 2015 η διεύρυνση και μόνο του ορισμού οδήγησε σε αύξηση 1%, φτάνοντας στο 40,8% των συνολικών δανείων, το προβληματικό χαρτοφυλάκιο, στη ζώνη των 100 δισ. ευρώ. Και τον Μάρτιο του 2016 έφτασαν σε επίπεδα- ρεκόρ στα 107 δισ. ευρώ. Σημειώνεται πάντως ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν από 7,7% το 2009 σε 33,8% το 2014 (78,5 δισ.).
Άρτεμις Σπηλιώτη
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου