Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Ελληνικοί Δεκαπενταύγουστοι

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι το κέντρο του ελληνικού καλοκαιριού. Είναι μια πολλαπλασιαστική στιγμή δυο κόσμων. Ο πρώτος πορεύεται με το μοτίβο της ασφάλειας στο σπίτι, στον καναπέ και στις ειδήσεις. Δύσκολα θα μπορούσα να τους φανταστώ ασφαλείς, σε μια χίμαιρα που δεν εγγυάται τίποτα και, κυρίως, σε μια ζωή με φόβο και ανασφάλεια, χωρίς ελευθερία. Ο δεύτερος κόσμος -οι νεότεροι που δεν φοβούνται, κυρίως οι twentysomething- έχουν βγει «εκεί έξω» στην περιπέτεια, εκτεθειμένοι σε κινδύνους που τους αψηφούν. Ούτε κι αυτούς μπορώ να φανταστώ να «έκαμαν οίστρο ζωής τον φόβο του θανάτου».
Τα θεοτοκωνύμια, τα πολλά ονόματα της Παναγιάς (Αθηνιώτισσα, Πυργιανή, Σπηλιανή, Θαλασσομαχούσα, Καταπολιανή, Εκατονταπυλιανή, Θολοσκέπαστη, Πελεκητή, Περλιγκού, Αυγουστιανή, Δεκαπεντούσα, Ελεούσα, Ψυχοσώστρα, Παρηγορήτρα, Παυσολύπη, Φανερωμένη, Μυροβλύτισσα, Αγγελόκτιστη, Παντάνασσα, Αμόλυντος, Υψηλοτέρα, Ορος Αλατόμητον, και πολλά άλλα) δείχνουν προσαρμογή του κανόνα «στα ιδιαίτερα σύμπαντα».
Δείχνουν απλωσιά της κουλτούρας και των συλλογισμών «από τα κάτω» και ανάμειξη του τοπικού και παγανιστικού στοιχείου με μια λατρεία που επιλέγει τον δικό της ελεύθερο τρόπο, την εμπειρία του υποκειμένου με επινόηση, σε μια προσπάθεια να ανακουφίσει φόβους, δυσανεξίες, αβεβαιότητες.
Το σωτήριο άλμα, ωστόσο, γίνεται δύσκολο όταν η πραγματικότητα είναι βαριά, όταν το δημόσιο χρέος αυξάνεται μαζί με το ιδιωτικό, όταν τα κρούσματα του κορονοϊού πολλαπλασιάζονται, όταν έρχεται απειλητικό το φθινόπωρο με άδηλες τις άμυνες των κοινωνικών πεδίων. Τότε οι στιγμιαίοι Δεκαπενταύγουστοι τελειώνουν. Χάνουν τη μαγεία τους κι όλα αρχίζουν να λειτουργούν συντασσόμενα στις προσχηματικότητες του ορθολογικού, του «raison». Ολα εντάσσονται ξανά (άλλωστε ποτέ δεν δραπέτευσαν) στην «κανονικότητα», στη «φυσιολογική τάξη» όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, τα ελληνοτουρκικά, την οικονομία, την εργασία, την παιδεία, τον πολιτισμό. Η ανασφάλεια και το άδηλο μέλλον γίνονται ενεργός ουσία της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής.
Αυτό που γίνεται αισθητό κάθε φορά τους ελληνικούς Δεκαπενταύγουστους είναι η σύγκρουση ανάμεσα στους τελείως διαφορετικούς κόσμους. Ο ένας είναι ο ορθολογικός κόσμος. Ο μονοσήμαντος του υπολογισμού, του χρονόμετρου, των ασκήσεων, της τεχνικής, της γραφειοκρατίας και του αντικειμενικού ελέγχου. Είναι ο κόσμος του σχεδιασμού, της σκοπιμοθηρίας, των ιδεολογικών μηχανισμών. Ο άλλος είναι ο συμβολικός κόσμος, ο κόσμος της μαγείας του καλοκαιριού, της κάψας, της υποκειμενικής μεταφοράς των νοημάτων. Είναι ο πληθυντικός κόσμος που εκδηλώνεται με μύριους τρόπους: με διακοπές, χορούς, πανηγύρια, θάλασσα∙ με εγγύτητα, με φρούτα και –για μερικούς- με λογοτεχνία και ποίηση.
Τούτο το καλοκαίρι αυτή η «σύγκρουση» τείνει να είναι εις βάρος της δεύτερης κατάστασης και υπέρ της πρώτης πολικότητας που, ωστόσο, και αυτή πλήττεται. Οι «αρχές και οι κανόνες» για τον 21ο αιώνα δεν ήταν κάτι προκαθορισμένο. Αν μάλιστα υπήρχαν προκαθορισμοί, στην πλειονότητά τους είναι δυσοίωνοι. Η ύπαρξη της χώρας στην παγκόσμια τάξη, η ισότιμη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η πραγματική δυνατότητά μας για σταθερότητα και ασφάλεια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η δυνατότητά μας για εγγενή και αυτοδύναμη ανάπτυξη και ευημερία κ.ο.κ. δεν κινούνται με βάση τα success stories της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης. Η μπλοκμπάστερ πολιτική δεν αποδίδει. Δεν κάνει απλά υπονόμευση της δημοκρατίας, αλλά πλήττει ευθέως τους πυλώνες των δυνατοτήτων ανάπτυξης, δικαιοσύνης, συλλογικής ευημερίας και ασφάλειας.
Ο Ελύτης σε κάποιο σημείο είχε πει κάτι που αξίζει να το προσέξουμε και να το σκεφτούμε: «Αν το γυαλί απ’ όπου βλέπουμε τον κόσμο ήταν πιο καθαρό, το κάθε τι θα φαινότανε στον άνθρωπο αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή, χωρίς αρχή και τέλος. Ομως ο άνθρωπος πήγε και κλείστηκε από μόνος του και περιορίστηκε σε τέτοιο σημείο, που να μη βλέπει παρά μόνον όσο του επιτρέπουν οι χαραμάδες της φυλακής του» (Εν λευκώ, Ικαρος, 1992). Αυτό το «χωρίς αρχή και τέλος» είναι οι ελληνικοί Δεκαπενταύγουστοι∙ η γιορτή μας∙ η τελείως άδεια πόλη∙ αυτό που θα θέλαμε «κάπου αλλού», στη θάλασσα ή κοντά σε κάποια από τις πολλές Παναγιές. Είναι αυτό που κάθε χρόνο επινοούμε είτε ως επανάληψη του «κοινότοπου καλού» είτε ως είσοδο σε μια νέα ονειρεμένη περιπέτεια. Από την άλλη, πάρτε αυτό το «πήγε και κλείστηκε από μόνος του», αυτήν την κλειστότητα, και αξιολογήστε την ως προς τα οφέλη που μας προσκόμισε. Φτώχεια και των γονέων με τις πολιτικές τής σωτηρίας. Φτώχεια στα πανηγύρια, φτώχεια στο κέντρο, φτώχεια στην κυβερνητική μηχανή που κάθε μέρα χάνει την αξιοπιστία της. Αντί να κοπιάζει να φέρει κοντά τον ορθολογικό, πραγματικό κόσμο με αυτόν της ευδαιμονικής επινόησης και της δημιουργίας, ζει και αυτή τον δικό της Δεκαπενταύγουστο του θεαθήναι, κάπου αλλού.
 
Θανάσης Βασιλείου
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: