Η ένταση των αντισυστημικών, αντιρατσιστικών διαμαρτυριών στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, είχε μεταξύ άλλων στην Ευρώπη δύο ενδιαφέρουσες πτυχές. Από την μια την ρατσιστική στοχοποίηση του κορυφαίου Έλληνα καλαθοσφαιριστή από δημόσιο λειτουργό. Από την άλλη θα ξεχωρίσουμε το ότι αριστερά γερμανικά κόμματα της αντιπολίτευσης και πλήθος επιστημόνων προτείνουν τη διαγραφή της λέξης φυλή (ράτσα) από το γερμανικό σύνταγμα. Σύμφωνα με αυτούς, είναι επιστημονικά αβάσιμη η διαίρεση των ανθρώπων με βάση το χρώμα του δέρματος.
Αν και η πρόταση μπορεί να ακούγεται εκ πρώτης όψεως περίεργη για πολλούς ανθρώπους, εντούτοις σύμφωνα με τους σύγχρονους επιστήμονες αρχαιολόγους και αυτούς των φυσικών επιστημών έχει πραγματική βάση. “Οι άνθρωποι από τη «Μαύρη» Αφρική έχουν γενετικά περισσότερες διαφορές μεταξύ τους σε σχέση με τις διαφορές που έχουν με πολλούς λευκούς Ευρωπαίους”.
Το γερμανικό σύνταγμα ορίζει ότι κανείς δεν πρέπει να γίνεται θύμα διάκρισης λόγω φυλής. Πολλοί επιστήμονες και κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης θέλουν να αφαιρεθεί από το σύνταγμα αυτός ο όρος. Σύμφωνα με αυτούς ο διαχωρισμός των ανθρώπων με βάση τη φυλή, ράτσα κλπ. δεν είναι σύμφωνη με τα τρέχοντα και σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα. Ας δούμε το θέμα στις διάφορες διαστάσεις του.
Στην επιστήμη σήμερα, ο όρος φυλή χρησιμοποιείται ελάχιστα ή σχεδόν ποτέ για έναν απλό λόγο. Γνωρίζουμε ήδη ότι απλώς δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα μόνο από το χρώμα του δέρματος σχετικά με την κατάταξη ενός συγκεκριμένου ατόμου σε μια συγκεκριμένη γενετική ομάδα. Αυτό φυσικά ισχύει σε διάφορες πλευρές της ζωής μας. Η θεώρηση και η εξαγωγή συμπερασμάτων στην βάση απλά και μόνο των αισθήσεων μας έχει αποδομηθεί ως επιστημονική μέθοδος εδώ και αρκετούς αιώνες.
Η επιστήμη υποχρεούται από την θέση της να ψάχνει, να ερευνά και να αποδεικνύει τις αλληλουχίες. Είναι δηλαδή η ακριβώς αντίθετη επιλογή από την αποσπασματικότητα, την προσέγγιση στην βάση μόνο των αισθήσεων μας και την ευκαιριακή λογική. Ιστορικά ένα άλλο εξίσου σοβαρό θέμα, (ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για την επιστήμη ως τέτοια), είναι ο ίδιος ο κατακερματισμός της. Είναι ο κατακερματισμός της ανθρώπινης γνώσης και της νόησης ευρύτερα. Κατακερματισμός που αντιβαίνει στην δυνατότητα πρόσληψης της λογικής αλληλουχίας και στην ολόπλευρη κατανόηση οποιουδήποτε θέματος. Η αρχαιολογία ως ιστορική ανθρωπιστική επιστήμη που πρέπει να πάρει υπόψη της μέχρι και τον τελευταίο κόκκο χώματος ή λιπιδίου προκειμένου να εξάγει ασφαλή και αντικειμενικά αληθή συμπεράσματα είναι στην ουσία η πρώτη επιστήμη που πέρασε αναγκαστικά στην νέα εποχή της διεπιστημονικής ολιστικής θεώρησης.
Βασικός επίσης παράγοντας και κομβικό σημείο για κάθε προσέγγιση που θέλει να ονομάζεται επιστημονική είναι το πρόβλημα της μεθοδολογίας . Μέθοδος είναι στην ουσία η οδός την οποία επιλέγουμε στην όποια έρευνα μας για την επίτευξη κάποιου αντικειμενικού στόχου. Άρα μέθοδος σε τελική ανάλυση είναι το σύνολο των τρόπων και των μέσων που επιλέγονται από τον άνθρωπο για να κατανοήσει και να μετασχηματίσει την πραγματικότητα.
Η προσέγγιση της ράτσας ή της φυλής, εν πολλοίς αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα μύθο ή μια αυταπάτη της «κοινής» λογικής, φτάνει όμως ένα παράδειγμα από την φυσική για να καταρρίψει τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Ένα πυρακτωμένο μέταλλο για παράδειγμα αν και οπτικά δείχνει διαφορετικό, στην ουσία του δεν αλλάζει από την μη πυρακτωμένη μορφή. Είναι ένα και το αυτό. Παραμένει μέταλλο που θα το αντιληφθούμε με τον ίδιο τρόπο μόλις σταματήσει να είναι πυρακτωμένο.
Θα ήταν ή δεν θα ήταν σωστό λοιπόν να σταματήσει να χρησιμοποιείται ο όρος φυλή ή ράτσα;
Είναι γνωστό ιστορικά ότι ο όρος φυλή ξεκίνησε να υπάρχει ως όρος και ως αντίληψη τον 17ο αιώνα και κυριάρχησε στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Σε μεγάλο βαθμό,σε παγκόσμιο τουλάχιστον επίπεδο, συνδέεται με την εποχή περάσματος από την δουλοκτητική οργάνωση της παραγωγής στην κεφαλαιοκρατική.
(Εδώ οφείλουμε να συμπληρώσουμε για να γίνει κατανοητή αυτή η συγκεκριμένη οπτική σε σχέση με την φεουδαρχική περίοδο ως εποχή κρίσης του ίδιου του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής: Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην ποιοτική και ποσοτική θεώρηση των μεταβολών του αρχαιολογικού υλικού σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι μόνο στην Ευρώπη. Στην θεώρηση κυρίως των όποιων μεταβολών της σχέσης των ανθρώπινων κοινωνιών με την ίδια την φύση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ενδελεχής μελέτη και αποκρυπτογράφηση των χαρακτηριστικών της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας από του Μαρξ και Ενγκελς ήταν λάθος. Το αντίθετο. Ήταν αποδεδειγμένα ορθή. Η διεπιστημονική έρευνά τους όμως οριζόταν σε σχέση με το επίπεδο της ίδιας της επιστήμης στην δοσμένη ιστορική φάση όσο κυρίως στην βάση των ερευνητικών τους στόχων. Φεουδαρχία που σε κάθε περίπτωση είναι υπαρκτή ως μεταβατικό στάδιο σε κοινωνικό επίπεδο βασικά στην Ευρώπη).
Δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτή την περίοδο που συντελείται το πέρασμα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής γιατί ήταν η περίοδος που οι ανθρώπινες κοινωνίες παύουν να έχουν στον ένα ή στον άλλο βαθμό κάποια στοιχειώδη φυσιοκεντρική οικονομική οργάνωση της παραγωγής. Γνωρίζουμε ότι τόσο στις πρωτόγονες κοινωνίες με μη εκμεταλλευτική μορφή παραγωγής (και ανεξάρτητα αν αυτές είναι κοινωνίες συλλεκτών ή πολιτειακές), όσο και στις μετέπειτα κοινωνίες με εκμεταλλευτική μορφή παραγωγής που κυριαρχούν οι δουλοκτητικές κρατικές δομές ο άνθρωπος συνδέεται και εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την φύση. Αντίθετα η εποχή ανάπτυξης και κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής χαρακτηρίζεται από το ακριβώς αντίθετο. Από την απόλυτη κυριαρχία του κεφαλαίου (ως δημιούργημα του ανθρώπου), της ιδεολογίας του και της επιστήμης του πάνω στη φύση. Είναι μια εποχή που στην βάση της σχέσης του ανθρώπου με την φύση έχει ορισθεί από την γεωλογία και την αρχαιολογία ως “Anthropocene”. Η προσέγγιση στην όλη λογική της φυλής , της ράτσας εδράζεται ιστορικά όχι τυχαία στην περίοδο ανάπτυξης της ανθρωπογενούς βίας με σκοπό την αναπαραγωγή κεφαλαιοκρατικού κέρδους από την υπερεκμετάλλευση της φύσης. Ακολούθως στην ένταση της βίας πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο δημιουργό αξιών. Στην βάση της έντασης της βίαιης επενέργειας του στην ίδια την φύση κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο με την ανάπτυξη των τεχνολογικών δυνατοτήτων.
Τι άλλο είναι όμως το ίδιο το ανθρώπινο είδος πέρα από φύση;
Προσεκτικός παρατηρητής της ιστορικής αλληλουχίας και εξέλιξης των θρησκευτικών αντιλήψεων θα διαπιστώσει εύκολα ότι ακόμα και στα σημερινά κυρίαρχα θρησκευτικά ρεύματα που έχουν τις ρίζες τους στα χρόνια που κυριαρχούσε στον ένα ή στον άλλο βαθμό μια ηπιότερη σχέση των ανθρώπινων κοινωνιών με το περιβάλλον τους η αντίληψη για το είδος «άνθρωπος» είναι ενιαία και από καμία θρησκεία δεν εισάγεται ο όρος της «ράτσας». Αντίθετα ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως μέρος της φύσης, ως αναπόσπαστο μέρος της θεϊκής δημιουργίας ή ακόμα και της ίδιας της θεϊκής ύπαρξης στην ενότητα της με την φύση. Φυσικά η ιδεολογική πίεση των αναγκών του κεφαλαίου είναι τέτοια που στις μέρες μας ακόμα και η υψηλή ιεραρχία δεν τολμάει να υπερασπιστεί δημόσια τον «Θεό της» και αυτό ανεξάρτητα από θρησκευτικά δόγματα. Η υπεράσπιση αυτή ιστορικά απαντά σε όλο τον κόσμο ως μόνο ως προνόμιο κυρίως από ένα μικρό μέρος του κατώτατου κλήρου που έχει άμεση επαφή με την φύση ή από Θεολόγους. Στην βάση της ιστορικής εξέλιξης των κοσμολογικών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων, αδιαμφισβήτητη απόδειξη αποτελεί η ίδια προσέγγιση των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων που δεν εδράζουν την θεώρησή τους, τις αναγωγές τους και τις αντιλήψεις τους σε τέτοια βάση διαχωρισμών μεταξύ των ανθρώπων.
Σε μεγάλο βαθμό οι όροι «φυλή» – «ράτσα» ήρθε ακόμα στη δοσμένη εκείνη χρονική περίοδο των νεότερων χρόνων για να καλύψει σημασιολογικά κάποια κυρίαρχα, κυρίως φαινομενικά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ήταν σε μεγάλο βαθμό οι δοσμένες «παιδικές» ανάγκες της νεαρής τότε επιστημονικής θεώρησης. Η χρήση των όρων έφτασε στο απόγειο στις αρχές του 20ού αιώνα. Η οπτική αυτή κυριάρχησε ως αιτιολόγηση στο τότε επίπεδο γνώσεων, και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε όπως είναι γνωστό, από τους Ναζί ανθρωπολόγους. Η προσπάθεια επιβεβαίωσης της ιστορικής, γλωσσικής και πολιτιστικής προέλευσης των λαών χαρακτήριζε σε μεγάλο βαθμό την αρχαιολογία του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η επιστήμη «προσλήφθηκε» για να παρέχει «αντικειμενικές» παραμέτρους για την πολιτιστική και φυλετική σχέση, χωρίς ανθρώπινη πρόθεση: Σκελετικά και κρανιακά χαρακτηριστικά καθοριζόμενη φυλή.
Ιστορικά, καθοριστική σημασία στην ανατροπή της παλαιάς προσέγγισης και στην κυριαρχία της σύγχρονης διεπιστημονικής προσέγγισης ή στο άλμα οπτικής και μεθοδολογίας αποτέλεσε η ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και της δυνατότητας σύνθετης κατανόησης μακριά από τον ζωώδη εμπειρισμό. Στο άλμα αυτό συνέβαλε εκτός των άλλων καθοριστικά η γενική αμφισβήτηση μα και η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (άρα και της κυρίαρχης ιδεολογίας) σε ικανό μέρος του πλανήτη. Υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αμφισβήτηση της απόλυτης κυριαρχίας του κεφαλαίου από πλατιά τμήματα της κοινωνίας και της επιστημονικής κοινότητας. Αμφισβήτηση των λογής κυρίαρχων έως τότε ιδεολογημάτων.
Σήμερα, στην εποχή της διεπιστημονικής θεώρησης και της «γενετικής», όροι τύπου φυλή, ράτσα, αποδεδειγμένα πλέον έχουν εδώ και χρόνια αποκαθηλωθεί. Η αρχαιογενετική και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι, που λειτουργούν μακριά από προηγούμενες ρατσιστικές και φυλετικές θεωρίες, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο.
Το να είσαι π.χ. λευκός ή μαύρος δεν σημαίνει αυτόματα ότι έχεις γενετικά καταταγεί σε μια ομάδα λευκών ή μαύρων με την ίδια γενετική προέλευση, χαρακτηριστικά και εμφάνιση. Διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε στην βάση πλήθους ερευνών ότι τα ισχυρά εξωτερικά διακριτικά χαρακτηριστικά είναι αποτέλεσμα πολύ συχνά της επίδρασης ενός πολύ μικρού μόνο αριθμού γονιδίων και ότι, αντίθετα, υπάρχει μεγάλη γενετική ποικιλομορφία εντός μιας ομάδας πληθυσμού που σήμερα προσδιορίζεται από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας με τον όρο φυλή. Το χρώμα του δέρματος είναι μόνο ένα εξωτερικό σημάδι που μπορεί να μην μας «πει» από ποιον πληθυσμό προέρχεται το υπό έρευνα άτομο. Υψηλή γενετική ποικιλομορφία ή διαφοροποίηση μπορεί να βρεθεί, για παράδειγμα, στον πληθυσμό των Ιταλών, των Φιλιππινέζων κλπ.
Ακόμα και στις ΗΠΑ, οι οποίες είναι ειδικά στον κόσμο της επιστήμης αρκετά ευαίσθητες στον ρατσισμό, ακούμε συχνά ότι οι λευκοί δεν μπορούν να είναι κορυφαίοι στο μπάσκετ ή στα σπριντ κάτι που υποτίθεται ότι ταυτίζεται με «οφέλη» που συνδέονται με την φυσική συγκρότηση της «μαύρης φυλής». Για παράδειγμα αθλήματα όπως το μπάσκετ. Το γεγονός όμως ότι περισσότερο μαύροι είναι εκείνοι που παίζουν στο NBA δεν υποδηλώνει ότι το μαύρο χρώμα του δέρματος αποδίδει αυτόματα σε κάποιον κάποιες σωματικές ή διανοητικές ιδιότητες. Ένα παράδειγμα: Στην Αφρική σήμερα, οι γενετικές διαφορές μεταξύ των μαύρων από διαφορετικές περιοχές είναι αποδεδειγμένα πολύ μεγαλύτερες από, για παράδειγμα, τις διαφορές εντός του λευκού πληθυσμού στην Ευρώπη. Οι επαγγελματίες «κυνηγοί» λ.χ. αθλητικών ταλέντων για μεγάλες αποστάσεις, εκείνου δηλαδή του λεπτού δρομέα από τα υψίπεδα της Αιθιοπίας, για λογαριασμό ομάδας στίβου, σίγουρα δεν θα μπορούσαν στη βάση των ίδιων κριτηρίων να υποβάλουν καλή πρόταση «νέου ταλέντου» για λογαριασμό ομάδας του ΝΒΑ. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι δυνατή στην βάση τέτοιων χαρακτηριστικών να εξαχθούν ανάλογα συμπεράσματα για λευκούς κολυμβητές. Αυτό δεν είναι περίεργο, όλοι μπορούν να το διαπιστώσουν μόνοι τους. Υπάρχουν μαύροι από τη μαύρη Αφρική μικρού ή μεγάλου μεγέθους, με διάφορους σωματότυπους, με άλλες δομές σώματος ή κρανίου. Πολλά από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των Αφρικανών προκύπτουν από τη μακροχρόνια «πίεση επιλογής» που προκαλείται από το τοπικό κλίμα το είδος της διατροφής και του τρόπου ζωής. Παρατηρούμε τις μεγαλύτερες διαφορές στην Αφρική στην περιοχή της λίμνης Τσαντ – αυτό το συμπέρασμα προήλθε, παρεμπιπτόντως, από τον Τσέχο ερευνητή και συνάδελφοViktor Černý σε μια περιοχή από όπου, όπως ήδη γνωρίζουμε πολύ καλά σήμερα, κατάγεται η πλειοψηφία του παγκόσμιου ανθρώπινου πληθυσμού. Στην ευρύτερη κεντρική και ανατολική Αφρική προσδιορίζεται ο χώρος που ξεκίνησαν σχεδόν τα πάντα από την άποψη φυσικά της ανθρώπινης φυλής ως τέτοιας.
Γύρω από τη λίμνη Τσαντ, ζουν σε μια σχετικά μικρή περιοχή, άνθρωποι που είναι όλοι με μαύρο ή καφέ χρώμα από την μια, αλλά από την άλλη είναι σε γενετική βάση αποδεδειγμένα πάρα πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Το να μιλάς δηλαδή για ένα ενοποιημένο και απόλυτο μοντέλο με δεδομένα χαρακτηριστικά και παραδοχές είναι πραγματικά ανοησία. Δεν έχει σημασία μόνο το χρώμα του δέρματος. Μπορεί επίσης να συμβεί άτομα με διαφορετικά χρώματα του δέρματος να είναι σε ορισμένες περιπτώσεις, γενετικά πιο κοντά από άτομα που κατατάσσονται με βάση τις αισθήσεις μας σε μια λεγόμενη «φυλή» – «ράτσα». Παρεμπιπτόντως, το χρώμα του δέρματος είναι ένα χαρακτηριστικό που μεταβάλλεται και εξελίσσεται ιστορικά. Μέσα μάλιστα από την αρχαιολογική θεώρηση αυτό συμβαίνει σχετικά γρήγορα εξελικτικά, κυρίως ανάλογα με την ένταση του ηλιακού φωτός.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Αν δεν χωρίσουμε την ανθρωπότητα σε φυλές σύμφωνα με το χρώμα του δέρματος, κατά πόσο έχει τελικά νόημα οποιαδήποτε άλλη διαίρεση αυτού του είδους;
Με βάση τις τρέχουσες γνώσεις, φαίνεται να δείχνει ποιο λογικό να διαιρούμε την ανθρωπότητα σύμφωνα με γενετικούς απλότυπους, δηλαδή σύμφωνα με τον τρόπο ανίχνευσης γενετικών γραμμών στο χρόνο και στο χώρο, και δεύτερον σύμφωνα με την επικρατούσα διαβίωση και υλική κουλτούρα στην βάση της επενέργειας του ανθρώπου στην φύση γύρω του. Η βιοαρχαιολογία ως εργαλείο προσέγγισης των ανθρώπινων πληθυσμών, μας δίνει την ευκαιρία να ακολουθήσουμε μια γενετική γραμμή. Η παραδοσιακή αρχαιολογία έπειτα μας δίνει μια εικόνα για το που και πως ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι στο παρελθόν. Και όταν βάζουμε αυτή τη γνώση μαζί, μπορούμε να μιλήσουμε για παράδειγμα για τους Αφρικανούς εγκατεστημένους αγρότες ή κτηνοτρόφους, ή κυνηγούς και συλλέκτες. Σε αυτό θα προστεθούν οι κάτοικοι μεγάλων περιοχών της Αφρικής, των οποίων η καταγωγή και το γενετικό προφίλ είναι Αφρο-Ασιατικές ή Αφρο-Ασιατικές με ικανό μερίδιο του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Εξαρτάται πάντα από τη γεωγραφική περιοχή στην οποία παρατηρούμε τον πληθυσμό και το χρονικό διάστημα που περιγράφουμε τους ντόπιους.
Η αρχαιολογία φέρνει επίσης έναν συντελεστή με τυπικά τοπική υλική έκφραση, δηλαδή συμπεράσματα που απαντούν εκτός των άλλων στα ερωτήματα του πώς ζουν οι άνθρωποι, πού ζουν, τι αναπτύσσουν και παράγουν, πώς ντύνονται και πώς θάβουν τους νεκρούς τους. Ο ανθρώπινος πληθυσμός μπορεί επίσης πάρα πολύ καλά να περιγραφεί με βάση τα πράγματα που χρησιμοποιεί. Αν περιγράψουμε την ποικιλομορφία των ανθρώπων με τα επιστημονικά εργαλεία του 21ου αιώνα, τότε η πιο αποτελεσματική ταξινόμηση είναι η καλιμπραρισμένη με τα αρχαιολογικά δεδομένα φυλογενετική, δηλαδή σύμφωνα με την ανάπτυξη γενετικών ομάδων του ανθρώπινου πληθυσμού. Είναι μια προσέγγιση αρκετά λεπτή και αρκετά δυναμική όσον αφορά την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Αλλά και πάλι τίθεται για πολλούς το ερώτημα. Για ποιο λόγο είναι τόσο καλή η διαίρεση, όταν δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με το να ανήκεις σε ομάδα με ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά από το να ανήκεις σε έναν συγκεκριμένο απλότυπο;
Η προσπάθεια πολλών ανθρώπων σήμερα να φτάσουν κάπου, να λάβουν κάποιο είδος επιβεβαίωσης ότι ήταν π.χ. αρχικά Κέλτης ή Φοίνικας ή ότι κυκλοφορούσε μέσα τους το αλβανικό ή ρωμαϊκό «αίμα», είναι μια «μανία» (καθόλου τυχαία) του σήμερα. Για την «ψυχαγωγία» μας φυσικά σε σχέση με την εξέλιξη των ιστορικών κοινωνιών είναι ένα καλό παιχνίδι. Αυτός που παίζει δεν θυμώνει και δεν είναι επικίνδυνος. Όταν όμως ο κάποιος αυτός αρχίσει να το πιστεύει, και να δομεί σκέψεις πάνω σε τέτοιες αντιλήψεις τότε είναι πρόβλημα. Σε σχέση με την λεπτή κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού στον κόσμο, η αρχαιολογία, η γενετική και η ανθρωπολογία έχουν κάνει ένα τεράστιο άλμα.Έχουν φτάσει χρόνια τώρα σε ένα υψηλότατο επίπεδο που επιτρέπει την λεπτομερή παρακολούθηση των προϊστορικών μεταναστεύσεων, της διατροφής και των ασθενειών. Η γενετική των ζωντανών ανθρώπων αλλά και των ανθρώπινων σκελετών, από την αρχαιολογική έρευνα πάνω απ’ όλα, δείχνουν την ιστορία με διαφορετικό φως. Γνωρίζουμε με περισσότερες λεπτομέρειες τις προσωπικές ιστορίες των νεκρών ανθρώπων, των στενών ή πολύ απομακρυσμένων συγγενών μας. Στο τέλος, καταλήγουμε να είμαστε όλοι συγγενείς με όλους.
Οι διαφορές που προκαλούνται από την μακροχρόνια «πίεση επιλογής» δυστυχώς είναι πολύ προφανείς με την πρώτη ματιά. Δυστυχώς επίσης, αυτό το εκμεταλλεύονται οι διάφορες ρατσιστικές επιδερμικές θεωρίες.
Που μας βοηθούν όμως οι απλότυποι;
Αυτά που εξετάζουν πολλοί κλάδοι όπως η βιοαρχαιολογία, η αρχαιογενετική και η φυλογενετική δεν αποτελούν μέρος μιας προσπάθειας να χωριστεί η ανθρωπότητα σε λεγόμενες πολύτιμες – ανώτερες και κατώτερες φυλές. Μια τέτοια προσέγγιση είναι παρελθόν εδώ και δεκαετίες. Η σύνδεση του σημερινού ζωντανού ατόμου με έναν συγκεκριμένο απλότυπο μπορεί να μας δώσει, μαζί με άλλα ευρήματα, μια εικόνα της κινητικότητας των ανθρώπων, του περιβάλλοντός τους και των όποιων μετακινήσεων του πληθυσμού στο πολύ μακρινό ή ακόμη και στο κοντινό παρελθόν. Η αναγνώριση των ομάδων απλότυπων είναι καθαρά πρακτικής σημασίας, καθώς καθιστούν δυνατή την καλύτερη κατανόηση των θέσεων και των κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων σήμερα. Υπάρχει επίσης μια σχέση μεταξύ απλότυπων και γλωσσικών οικογενειών. Αυτός είναι ο σκοπός της έρευνας απλότυπων και όχι η επικύρωση θεωριών σχετικά με τα χαρακτηριστικά ή τις ικανότητες ενός ατόμου, δηλαδή με βάση το χρώμα του δέρματος ή άλλα εξωτερικά ή συνειδησιακά χαρακτηριστικά.
Πολλοί με επιδερμική οπτική θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι μεμονωμένες «φυλές», (με την σημασία του όρου που η «παραδοσιακή» οπτική μας προτάσσει όταν μιλάμε για φυλές), ή ακόμα και εθνικότητες, έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά και ικανότητες στη γενική συνείδηση. Οι Γερμανοί λ.χ. συνδέονται με την υπερβολική πειθαρχία και επιμέλεια, τα νότια ευρωπαϊκά έθνη ή φυλές με το ταμπεραμέντο. Ναι, αλλά αυτές οι ιδιότητες δεν προκύπτουν αυτόματα βάσει κάποιων γενετικών δεδομένων αλλά ακριβώς με βάση τις σύνθετες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, με βάση ακόμα την ίδια την σχέση των δοσμένων πληθυσμών με την φύση στην οποία δρουν. Τούτοι οι παράγοντες είναι εκείνοι που έχουν διαμορφώσει την ταυτότητα του ανθρώπου και των ομάδων του. Όχι δηλαδή μόνο για μια βιολογική ταυτότητα, αλλά για τη γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα, για την επίδραση του κλίματος και του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν οι πρόγονοί μας ή οι πρόγονοι των σημερινών Γερμανών. Μιλάμε δηλαδή για μια φυσικο-κοινωνική ταυτότητα. Να φέρουμε ένα παράδειγμα από την κεντρική Ευρώπη. Σήμερα είναι γνωστό με βάση την έρευνα ότι ο αγροτικός πληθυσμός της νότιας Βοημίας είναι γενετικά, κοινωνικά πιο κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Άνω Αυστρίας και στον πληθυσμό της Κάτω Βαυαρίας από ότι με τον σημερινό αγροτικό πληθυσμό της νότιας Μοραβίας στα ανατολικά. Ωστόσο, οι Νότιοι Βοημοί ταυτίζονται με το τσεχικό έθνος, με το οποίο έχουν κοινή γλώσσα, πολιτιστική και ιστορική παράδοση. Δεν ενδιαφέρονται διόλου για το «Μποέμικο» γενετικό τους υπόβαθρο. Απλά σήμερα είναι Τσέχοι καθώς αισθάνονται Τσέχοι.Κάτι ανάλογο απαντά και στη σχέση του νότιου Βαλκανικού πληθυσμού με την οπτική του Ρωμιού ή του Έλληνα. Σήμερα ο μέσος κάτοικος του Ελληνικού κράτους ή μεγάλης περιοχής των Βαλκανίων διόλου δεν ενδιαφέρεται για τον αυτοπροσδιορισμό των προγόνων του ως Ρωμιών. Νιώθει να «ζαλίζεται» όταν προσπαθεί να προσαρμόσει την Ρωμιοσύνη στην σημερινή του εθνική ταυτότητα. Και όμως ιστορικά μόλις χθες , δηλαδή πριν 3 γενιές , το ακριβώς αντίθετο αποτελούσε πρόβλημα για τους προπαππούδες του.
Οι αρχαιολόγοι επομένως, με βάση την ίδια την επιστημονική γνώση οφείλουν να ανατρέπουν διάφορες «παλαιολιθικές» και επιστημονικά ξεπερασμένες φυλετικές θεωρίες ή θεωρίες που εδράζονται σε εσφαλμένη μεθοδολογία που δεν παίρνει υπόψη της την όλη φυσικοιστορική εξέλιξη . Οι συγγραφείς τους, οι φορείς τους, είτε εκ προθέσεως, είτε από άγνοια, είτε από λάθος μεθοδολογία, δεν κατανοούν την πολυπλοκότητα ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών ως αναπόσπαστο μέρος της ενιαίας φύσης. Εδώ θα δώσουμε ένα παράδειγμα με αρκετή βέβαια δόση υπερβολής. Αν λάβουμε όλα τα παραπάνω υπόψη, στο περιβάλλον της ενότητας ανθρώπου με την φύση τότε σίγουρα είμαστε σχεδόν όλοι οι λευκοί, εδώ στην Ευρώπη, Αφρικανοί, ή πιο συγκεκριμένα, ανοιχτόχρωμοι πρώην Αφρικανοί. Ο Homosapiens ως γνωστό είναι επιστημονικά επιβεβαιωμένο ότι ήρθε στην Ευρώπη κατά την τελευταία εποχή των παγετώνων από την Αφρική μέσω του Λεβάντ. Το γεγονός ότι το αρχικά μαύρο δέρμα σταδιακά έγινε ανοιχτόχρωμο δεν οφείλεται στη «φυλή» μας, αλλά στο γεγονός ότι το σώμα μας έχει προσαρμοστεί στο ψυχρότερο περιβάλλον της Ευρώπης. Η έλλειψη ηλιακού φωτός, ο πάγος και το χιόνι, και όχι κάποια φυλετική προδιάθεση, είναι πίσω από το ανοιχτόχρωμο του δέρματός μας.
Αρκετές φορές οι έρευνες στην βάση αναλύσεων DNA γίνονται αποσπασματικά και μακριά από την απαιτούμενη φυσικο-ιστορική κατανόηση της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών, μακριά από το ιστορικό , αρχαιολογικό πλαίσιο έρευνας και κυρίως μακριά από μεθοδολογικά ορθά ερωτήματα. Όταν το επιστημονικό ερώτημα δεν εδράζεται στην ορθή κατανόηση της φυσικής και ιστορικής εξέλιξης σε παγκόσμιο επίπεδο τότε και τα όποια συμπεράσματα είναι προβληματικά έως πέρα για πέρα λανθασμένα.
Η συγκριτική φιλολογία είναι ένα ακόμα εργαλείο για τον εντοπισμό των μετακινήσεων του πληθυσμού και την αποτύπωση διαφορετικών πολιτισμών σε επικεφαλίδες που υπονοούσαν κοινά χαρακτηριστικά όπως π.χ. «Semites» (ομιλητές των σημιτικών γλωσσών) και «Aryans» (ομιλητές ινδοευρωπαϊκών γλωσσών). Αυτές οι διαιρέσεις της ανθρωπότητας έγιναν θεμελιώδη συστατικά των ιμπεριαλιστικών ιδεολογιών που καθιέρωσαν την παγκόσμια υπεροχή της Ευρώπης. Αποτέλεσαν την βάση για τον σύγχρονο «επιστημονικό» και γενοκτονικό ρατσισμό. Μετά την δεκαετία του ’20 αλλά κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι βιολογικοί ορισμοί της φυλής εγκαταλείφθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Η φυλή έγινε ευρέως επιστημονικά κατανοητή ως πολιτική, συνταγματική, πολιτιστική και κοινωνική δομή. Τα έθνη άρχισαν επίσης να ορίζονται είτε ως «φανταστικές κοινότητες» στις οποίες η ιδιότητα μέλους βασίζεται σε μια κοινή ιστορία ή μυθολογίας προέλευσης παρά στη σχέση αίματος, είτε ως «πριν απ όλα μια καθορισμένη κοινότητα ανθρώπων» που «δεν είναι ούτε από μια ράτσα, ούτε από μια φυλή» και έχει άμεση αναφορά σε δοσμένο τόπο και παραδόσεις.
Μερικοί όμως επιστήμονες, δεν έλαβαν το υπόμνημα. Πολλοί εξακολουθούν να ακολουθούν αναγωγικές ετικέτες ταυτότητας και αποικιακά πρότυπα που βλέπουν τον αρχαίο κόσμο ως ένα μωσαϊκό διακριτών, και εδαφικά καθορισμένων πολιτισμών.
Μια σύγκριση μεταξύ των πληθυσμών μετατρέπεται αμέσως σε μια υπόθεση σχετικά με το βαθμό σύνδεσης μεταξύ τους. Δεν είναι λίγοι οι αρχαιολόγοι που μέσω των ερωτήσεων που θέτουν υποθέτουν ήδη την ύπαρξη συγκεκριμένων «εθνών», «πολιτισμών» και «μεταναστεύσεων», και λαμβάνουν απαντήσεις που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επιβεβαίωση αυτού που ήδη «γνώριζαν»: «Οι Φιλισταίοι» (γνωρίζει κανείς ποιοι ήταν στην ουσία οι Φιλισταίοι;) προήλθαν στην πραγματικότητα από την «Ευρώπη» (τι ήταν αλήθεια «Ευρώπη» στην εποχή του Χαλκού;), ή οι «Φοίνικες» είναι, στην πραγματικότητα, «Χαναανήτες», ή η «Χαλκολιθική κουλτούρα» που διαμορφώθηκε στο Levant μέσω εισβολών από τα βόρεια. Ή ακόμα οι «Ετεόκρητες» στην ανατολική Κρήτη ήταν ή δεν ήταν Έλληνες αφού η γραφή τους δεν είναι κατανοητή την στιγμή που ιστορικά εμφανίζονται ως γηγενείς Κρήτες. Εκτός από την “windows” αρχαιολογική «γνώση» που βασίζεται σε υποθέσεις σχετικά με την πολιτιστική και εθνοτική ταυτότητα, υπάρχει σε αρκετές περιπτώσεις και «επιστημονική» επιβεβαίωση τέτοιων υποθέσεων από «σημαντικά» ερευνητικά κέντρα στον κόσμο.
Πέρα από την προβληματική τους υπόθεση, αρκετές μελέτες που δημοσιεύτηκαν και σχετίζονταν με την προέλευση και τις κινήσεις των πληθυσμών στον αρχαίο κόσμο αντιμετωπίζουν μεθοδολογικές και ηθικές παγίδες.
Πρώτον, οι ερευνητές αποδέχονται κριτικά την υπόθεση ότι το δείγμα τους αντιπροσωπεύει έναν διακριτικό «πληθυσμό». Σε μια πιο πρόσφατη π.χ. δημοσίευση για τους «Χανααναίους», 13 σκελετοί από ένα μόνο μέρος στην παράκτια περιοχή (Yehaqud) αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με τη μελέτη, αρκετά εκατομμύρια ανθρώπινα όντα που ζούσαν στην περιοχή για χρονικό διάστημα περίπου 500 χρόνια (μέση εποχή του χαλκού). Θα ήταν αποδεκτή μια τέτοια δειγματοληψία σε άλλο πεδίο;
Δεύτερον, οι ερευνητές υποθέτουν ότι μια γενετική ομοιότητα μεταξύ δύο απομακρυσμένων πληθυσμών υποδηλώνει τη μετανάστευση από το ένα μέρος στο άλλο, αν και υπάρχουν πολλοί τρόποι μεταφοράς γενετικού υλικού – για παράδειγμα, μέσω ενδιάμεσων πληθυσμών ή μέσω κυκλοφορίας νομαδικών κοινοτήτων. Στην προαναφερθείσα μελέτη, οι ερευνητές παρουσιάζουν ως απόδειξη για τη «ροή γονιδίων» από τον Καύκασο στο Λεβαντ μια αρχαία κοινότητα μεταναστών που μελετάται όμως εδώ και περίπου 20 χρόνια αρχαιολογικά στην βάση του υλικού πολιτισμού «BetYerah» (ή Khirbet Kerak). Αρχαιολογικά η σχέση του Καυκάσου μελετάται από καιρό και η έρευνά μας δείχνει ότι το πολιτιστικό φαινόμενο στην βάση του αρχαιολογικού υλικού προηγείται του χρονικού πλαισίου που προτείνουν οι γενετιστές περίπου 400 χρόνια! Επιπλέον, από αρχαιολογική άποψη είναι πιθανόν ότι τα στοιχεία αυτού του πολιτισμού έκαναν πολλές στάσεις, καλύπτοντας πολλές δεκαετίες και αιώνες, προτού φτάσουν στο βόρειο τμήμα της χώρας με τους ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στον τόπο. Είναι λοιπόν μια σύνθετη και πολυεπίπεδη ιστορία μετάδοσης στην οποία η απλή γονιδιακή προσέγγιση δεν αποτελεί παρά μικρό μέρος. Αλλά η επιστημονική συνθετότητα δεν πουλάει στα αγοραία ΜΜΕ.
Το τρίτο μειονέκτημα σχετίζεται με την ποιότητα των ερευνητικών κινήτρων και την ευθύνη. Όταν οι συντάκτες της μελέτης δημοσιοποίησαν τα ευρήματά τους, πρέπει να είχαν συνειδητοποιήσει ότι το κύριο ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης θα περιστρεφόταν γύρω από ζητήματα πολιτιστικής προτεραιότητας και πολιτικής ταυτότητας ως κάτι που «πουλάει».
Ήξεραν ότι η προσέγγισή τους χαίρει ιδιαίτερης προσοχής σε αυτό το μέρος του κόσμου (Ποιος είναι πιο Εβραίος; Ποιος είναι πιο γηγενής;) Με τη διαμόρφωση της μελέτης τους σε εθνοτική βάση, εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις ανησυχίες για να κερδίσουν τη μεγαλύτερη προβολή , χωρίς να εξετάσουν το ενδεχόμενο επιβλαβών συνεπειών στον πραγματικό κόσμο. Εδώ οι φαινομενικές γνώσεις τους οπλίζουν εκείνους που θέλουν να δικαιολογήσουν διακρίσεις.
Ο καθηγητής Raphael Greenberg, αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και διευθυντής των ανασκαφών στο Tel Bet Yerah έγραψε : «Οι επιπτώσεις είναι ξεκάθαρες . Αρχαιολόγοι, μην ανατρέπετε το ίδιο το δικό σας πεδίο μειώνοντας την ανθρωπότητα στην βιολογική μόνο πλευρά της. Είμαστε κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των γονιδίων μας. Δημοσιογράφοι, προσέξτε όταν προωθείτε τις βιολογικές αντιλήψεις για τη φυλή και την ταυτότητα…»
Η χρήση των δεδομένων γενετικής δεν αποτελεί μια αντικειμενικά εύκολη υπόθεση. Οι άνθρωποι συχνά τείνουν να πιστεύουν ότι οι γενετιστές έχουν την δυνατότητα να «διαβάσουν» τον απλότυπό τους και στην βάση του θα μπορεί να γίνει κατανοητό «από πού κρατάει η σκούφια τους».
Σε μια τέτοιου είδους κατανόηση βοηθάνε και οι διαφορετικών ειδών εμπορικές προσεγγίσεις και αναλύσεις, οι οποίες υπόσχονται να δείξουν το ποσοστό τούτης ή εκείνης της εθνότητας. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις βασίζονται στο εμπορικό ή πολιτικό κέρδος από την μια ή στην ολική άγνοια από την άλλη. Ας δώσουμε ένα άλλο παράδειγμα. Τον Φεβρουάριο του 2020 στον ιστότοπο «Τα πάντα Ρει» δημοσιεύτηκε άρθρο το οποίο παρουσιάζεται με τον τίτλο: Οι αναλύσεις σε οστά «Μινωιτών» δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού μας ήταν απόγονοι νεολιθικών ευρωπαϊκών πληθυσμών. Ο συγγραφέας του άρθρου αναφέρει ότι βασίζεται σε δημοσίευση του περιοδικού Nature. Εδώ, ας κάνουμε μια αναφορά στις βασικές αρχές των αναλύσεων mDNA, Y–DNA. Στην πολύ μακριά αλυσίδα DNA ψάχνονται και απομονώνονται οι λεγόμενες απλοομάδες οι οποίες είναι κοινές σε πολλές ομάδες ατόμων και περνούν από γενιά σε γενιά γενετικά αλλά όχι μόνο. Επίσης στο πέρασμα του χρόνου δημιουργούνται, μεταλλάζονται, χάνονται χαρακτηριστικά τους κλπ. Οι απλοομάδες προσεγγίζονται μέσα από τα χρωμοσώματα γνωστά ως μιτοχόνδρια και παραδίδονται από γενιά σε γενιά από την γυναικεία αλυσίδα. Οι απλότυποι των χρωμοσωμάτων Υ από την ανδρική αλυσίδα αντίστοιχα. Είναι προφανές ότι οι πληροφορίες οι οποίες φτάνουν σε εμάς μέσω της μιας ή της άλλης περίπτωσης μπορεί να μας δώσουν διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα στην περίπτωση γονέων με διαφορετική καταγωγή. Οι απλοομάδεςY–DNA αποδίδονται με τα γράμματα A–R και η ύπαρξή τους έχει γεωγραφική βάση. Οι απλοομάδες mDNA είναι περισσότερες και ανάμεσα στους γενετιστές δεν υπάρχει ξεκάθαρη συμφωνία σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο. Οι γενετιστές κατάφεραν να προσεγγίσουν την «μιτοχονδριακή μητέρα» το DNA της οποίας είναι μέρος του «είναι» μας. Αποδείχθηκε έτσι ότι οι ρίζες όλων των ανθρώπων του σημερινού τύπου βρίσκονται στην Αφρική 140000 χρόνια πριν. Σε κάθε ευρύτερη γεωγραφική περιοχή επαναλαμβάνονται απλότυποι με βάση την ένταση της κινητικότητας των εν δυνάμει συζύγων. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό όταν κάνουμε τεστ DNAπαίρνουμε από εταιρείες του κλάδου την απάντηση ότι είμαστε π.χ. Χ% Γερμανοί ή Πορτογάλοι. Αυτό όμως επουδενί δεν σημαίνει ότι οι Πορτογάλοι ή οι Γερμανοί ως εθνότητες έχουν συγκεκριμένα DNA χαρακτηριστικά που τους κάνει Πορτογάλους ή Γερμανούς αλλά ότι στους δοσμένους γεωγραφικούς χώρους κυριαρχούν εν πολλοίς κοινά χαρακτηριστικά με βάση την παραπάνω αλυσίδα απλοτύπων. Τι όμως είχε γραφεί στην ουσία στο περιοδικό Nature;
Στο πρώτο άρθρο, οι συγγραφείς της έρευνας ρωτούν για την προέλευση των Μινωιτών, ενώ στο δεύτερο κάνουν άλλες ερωτήσεις. Συγκεκριμένα: Αντιστοιχούν στις σύγχρονες ονομασίες “Μινωικό” και “Μυκηναϊκό” αντίστοιχες γενετικά κατανοητές ομάδες; Πώς ήταν οι γενετικές τους σχέσεις; Πώς σχετίζονται με άλλους λαούς της εποχής; Πώς σχετίζονται με τους σημερινούς πληθυσμούς; Η πρώτη φάση της έρευνας εξέτασε περίπου 7 δωδεκάδες άτομα της πρώιμης και μέσης Μινωικής περιόδου, από την Οδηγήτρια και το Σπήλαιο του Αγίου Χαραλάμπου του Λασιθίου. Ερευνήθηκε το Μιτοχονδριακό DNA σε σύγκριση με 135 σημερινούς και αρχαίους πληθυσμούς. Η δεύτερη φάση της έρευνας λειτούργησε με 19 άτομα από 3 περιοχές και από διαφορετικές περιόδους. Π.χ. ο τρέχων πληθυσμός αντιπροσωπεύτηκε από 2 (!) άτομα από την Κρήτη. Τα δεδομένα υποβλήθηκαν στη συνέχεια σε επεξεργασία χρησιμοποιώντας στατιστική μοντελοποίηση, με επακόλουθο τα αποτελέσματα να έχουν μόνο μια δοσμένη πιθανολογική βάση . Οι συγγραφείς ερευνητές γνώριζαν φυσικά πάρα πολύ καλά αυτό το μειονέκτημα και για αυτό δήλωσαν πάρα πολύ ορθά πως έως ότου υπάρξουν περισσότερες έρευνες, τα αποτελέσματα πρέπει να εκληφθούν στην σχετικότητά τους. Και οι δύο φάσεις της έρευνας συμφώνησαν ότι δεν υπάρχει παρά ελάχιστη σχέση με τους πληθυσμούς του Λεβάντε (Μέση Ανατολή) και της Βόρειας Αφρικής. Αυτή η διαπίστωση αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό με τα συμπεράσματα από την αρχαιολογική έρευνα στην βάση της οποίας γνωρίζουμε ότι την δοσμένη περίοδο μεταξύ των δύο περιοχών είχαμε κυρίως επαφές που σχετίζονταν με το εμπόριο, την διπλωματία και το πολιτιστικό επίπεδο. Η επιρροή στον Μινωικό χώρο ήταν λοιπόν κύρια σε τέτοιο επίπεδο και όχι σε επίπεδο γενετικής γραμμής, με την υποσημείωση ότι μιλάμε για το γυναικείο μόνο τμήμα του πληθυσμού. Μέχρι στιγμής, τα μεμονωμένα δείγματα του ανδρικού πληθυσμού εμφανίζουν την ίδια τάση, αλλά σε ότι έχει να κάνει με τους τρέχοντες πληθυσμούς δείχνει να υπάρχει μια διαφορετική εικόνα. Οι «Μινωίτες» μοντελοποιήθηκαν σαν μίγμα των πρώτων αγροτών από την Μικρά Ασία με ρίζες στον Καύκασο και στο Ιράν. Μοιράζονται επίσης κοινούς απλότυπους με πληθυσμούς της Ευρωπαϊκής ηπείρου συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης, σε αναλογία 68-86% μόνο υπέρ της Ανατολικής καταγωγής. Οι Μυκηναίοι βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, αλλά έχουν το ευρωπαϊκό μερίδιο εντονότερο όπως και το μερίδιο των πολύ παλαιών, δηλαδή Ευρωπαίων κυνηγών-συλλεκτών. Εάν προβάλλουμε αυτά τα αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου, μπορούμε να φανταστούμε ότι η Κρήτη κατοικήθηκε από αγρότες που ήρθαν από την Ανατολία και στη συνέχεια επηρεάστηκαν από την προώθηση των Ινδο-Ευρωπαίων. (Πάλι μέσα από την γυναικεία γραμμή). Ωστόσο η γλώσσα των «Μινωιτών» έως το LMII – IIIA, δηλαδή περίπου το 1450 π.Χ. δεν δείχνει να είναι ινδοευρωπαϊκή .
Αυτό επιβεβαιώνει τα μακρόχρονα ιστορικά μονοπάτια που ακολουθούσαν οι άνθρωποι, τα εμπορεύματα, οι πρώτες ύλες και οι ιδέες. Η κυκλοφορία μέσα από τα λογής μονοπάτια και περάσματα της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου, του Ιράν, της Μέσης Ανατολής της Μικράς Ασίας των Βαλκανίων και της λοιπής Ευρώπης είναι λειτουργικά διαχρονικά. Αποτελούν σε μεγάλο βαθμό δεδομένα αρχαιολογικά, ιστορικά, γεωγραφικά που οι αναλύσεις DNA φαίνεται να επιβεβαιώνουν. Ο σημερινός πληθυσμός του Ελληνικού κράτους είναι επίσης «μικτός» με βάση ένα παρόμοιο μοτίβο, αλλά δεν είναι δυνατόν να ταυτίζεται με τους κατοίκους της Ελλαδικής χερσονήσου της Εποχής του Χαλκού, με τους οποίους μοιράζονται επίσης μέρος από τις γενετικές πληροφορίες.
Σε κάθε περίπτωση η γενίκευση στην βάση των αποτελεσμάτων του ερευνητικού υλικού μερικών δεκάδων ατόμων σε χρονικό διάστημα μερικών χιλιάδων ετών, έχει όπως προκύπτει και μαθηματικά περιορισμένο βάρος. Η επιβεβαίωση στατιστικών μοντέλων ή η διατύπωση θεωριών απαιτούν πολύ πιο εκτεταμένη έρευνα. Είναι επίσης πάντα απαραίτητο να έχουμε κατά νου αν παρακολουθούμε γυναικεία ή ανδρική γραμμή, όπου σε διαφορετικές χρονικές στιγμές οι γυναίκες ή οι άνδρες ενδέχεται να είχαν διαφορετική κίνηση στον χώρο και να εισέρχονται στην όλη διαδικασία αναπαραγωγής βάσει άλλου μηχανισμού.
Οι πληροφορίες που περιέχονται στο DNA του καθενός από εμάς δεν αντικατοπτρίζουν ποιοι είμαστε εθνικά ή πολιτισμικά, αλλά τον χαρακτήρα και τον βαθμό κινητικότητας των προγόνων μας στις αρσενικές και γυναικείες γραμμές. Π.χ. όταν το παιδί έχει μητέρα μια αλλοδαπή από Ευρώπη, αλλά την ίδια στιγμή ο πατέρας του είναι Κρητικός, το μιτοχονδριακόDNA του παιδιού μπορεί να είναι χαρακτηριστικό για π.χ. Βίκινγκς και στην αρχαιολογική μας προσέγγιση θα μπορούσαμε εύκολα να το ερμηνεύσουμε ως παιδί που έφερε από το Βορρά. Όταν όμως εξεταστεί με βάση το χρωμόσωμα Υ του πατέρα του, θα μας εμφανίσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
Έτσι, το άρθρο από το «Τα πάντα Ρει» λειτουργεί εξαιρετικά παρερμηνευτικά και ο συγγραφέας συνεργάζεται με ένα μόνο κομμάτι της σύγχρονης γενετικής επιστήμης. Ερμηνεύει ή καλύτερα παρερμηνεύει τις πληροφορίες που παρέχονται από το επιστημονικό άρθρο με τον δικό του τρόπο. Απομονώνει ξεκομμένα στοιχεία από την όλη επιστημονική στοιχειοθέτηση με σκοπό να αποδείξει την ξεχωριστή γενετική ταυτότητα του κρητικού πληθυσμού, που είναι όμως αποδεδειγμένα δημιούργημα ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές που στο πέρασμα των χιλιετιών και των αιώνων ήρθαν στο νησί.
Όσον αφορά τώρα το τρέχον DNA. Όλοι οι πληθυσμοί έχουν DNA που αποτελείται από ένα μείγμα απλότυπων. Οι πληθυσμοί γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα ακολουθούν ο ένας τον άλλον και συνδέονται ο ένας με τον άλλο καθώς ιστορικά συνδέονται με την Ασία, την Αφρική, τις ρωσικές στέπες, την ηπειρωτική Ευρώπη κ.λπ. Δεν υπάρχει γενετικά «καθαρή» κρατική , εθνική ή θρησκευτική ομάδα. Ακόμα και σε μικρότερες κοινότητες που δεν παρουσιάζουν κινητικότητα, μακροπρόθεσμα παρουσιάζουν γενετικές αλλαγές στους απλότυπούς τους. Οι άνθρωποι ως εκ τούτου δεν μπορούν να χωριστούν είτε με βάση την φυλή είτε με mDNA ή Υ-DNA. Γενικά, τα DNA μας είναι πολύ παρόμοια. Όποιο χρώμα δέρματος και να έχουμε, όποια διαφοροποίηση στην γλώσσα, στον πολιτισμός ή στην ιστορία και να έχουμε, η πολύ κοντινή σχέση μας είναι εκ των ουκ άνευ. Προερχόμαστε από μια σχετικά πάρα πολύ μικρή βασική ομάδα προγόνων που την εντοπίζουμε 70.000 χρόνια πριν.
Τίθενται αντικειμενικά τα ερωτήματα: αφού οι ορατές στην βάση των αισθήσεων μας διαφοροποιήσεις στην ουσία δεν αποτελούν απόδειξη ικανής γενετικής διαφορετικότητας και οι βιοχημικές έρευνες από την άλλη δεν μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη διαχωρισμών ράτσας και φυλών, ποια είναι η μόνιμη και διαρκής σταθερά που μπορούμε στο πέρασμα των χιλιετηρίδων να διακρίνουμε σε σχέση με τον άνθρωπο και σε σχέση με την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών; Ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις και οι διαχωρισμοί που επιστημονικά μπορούμε να αποδείξουμε ότι είναι πραγματικά υπαρκτές στο πέρασμα των χιλιετιών;
Η μόνιμη σταθερά δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την σχέση επενέργειας του ανθρώπου με την φύση μέσα από την ενότητα τους. Στο πέρασμα του χρόνου ο άνθρωπος συνδιαμορφώνει τις προϋποθέσεις της δικής του ύπαρξης. Προϋποθέσεις οι οποίες εξελίσσονται σε όρους της ύπαρξής του. Είναι η ιδιαιτερότητα και η ποιότητα της σχέσης αυτής που καθορίζει και τις όποιες μεταβολές ή διαφοροποιήσεις τόσο σε γενετικό, βιοχημικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.Οι μεταβολές ή οι διαφοροποιήσεις σε γενετικό επίπεδο και ο χαρακτήρας τους έγιναν αντιληπτές παραπάνω.
Οι μεταβολές και οι όποιες διαφορές σε κοινωνικό επίπεδο από άνθρωπο σε άνθρωπο από ανθρώπινη κοινότητα σε ανθρώπινη κοινότητα εμφανίζονται ως αποτέλεσμα των ιδιαιτεροτήτων και των ποιοτικών διαφοροποιήσεων που προκύπτουν από την ποικιλομορφία των σχέσεων του ανθρώπου με την φύση και με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο δρουν. Ένα περιβάλλον που συνδημιουργείται όπως είπαμε από τον άνθρωπο. Εμφανίζονται σε εμάς ιστορικά με την μορφή των κοινωνικών ανισοτήτων. Από ένα σημείο και μετά εμφανίζονται και ως αποτέλεσμά τους οι ανταγωνιστικές κοινωνικές ανισότητες. Κοινωνίες ανταγωνιστικών ανισοτήτων που είναι η μόνη σταθερά και ο μόνος πραγματικός διαχωρισμός καθ’ όλη την περίοδο που η μορφή παραγωγής πέρασε από την μη εκμεταλλευτική προϊστορική υπερεποχή στην σημερινή εκμεταλλευτική υπερεποχή. Αποδεικνύεται ότι όλη αυτή η τεράστια υπερεποχή που οι ανθρώπινες κοινωνίες βασιζόταν στην εκμετάλλευση της φύσης για τον έλεγχο των φυσικών πόρων, χαρακτηρίζεται από τις έντονες διαφοροποιήσεις και τις ανταγωνιστικές ανισότητες σε επίπεδο κοινωνικό. Χαρακτηρίζεται συνεπώς από τις συγκρούσεις και την διαπάλη μεταξύ των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων ως μόνων υπαρκτών διαχωρισμών και αυτό ανεξάρτητα από την μορφή και τα χαρακτηριστικά της διαπάλης αυτής. Μια αντίθεση που αν εξαιρέσουμε την φυσική διαφοροποίηση των δύο φύλων είναι αντικειμενικά η μοναδική υπαρκτή στο πέρασμα των αιώνων διαφοροποίηση μεταξύ των ανθρώπων.
[Σε μεγάλο βαθμό ισχύει αυτό που αναφέρθηκε και παραπάνω ότι ο βαθμός βίας στην εκμετάλλευση της φύσης είναι ευθέως ανάλογος του βαθμού των αντιθέσεων και της βίας στα πλαίσια της δοσμένης ανθρώπινης κοινωνίας και στα πλαίσια της δοσμένης μορφής και τρόπου παραγωγής. Μόνο η ανατροπή της βίαιης εκμεταλλευτικής σχέσης του ανθρώπου με την φύση για τον έλεγχο των φυσικών πόρων μπορεί να ανατρέψει αυτήν την αντίθεση στο επίπεδο δηλαδή της μορφής παραγωγής. Χωρίς όμως την ανατροπή της μορφής παραγωγής δεν μπορεί να έχει μόνιμο χαρακτήρα ούτε η ανατροπή του σημερινού εκμεταλλευτικού και βίαιου τρόπου παραγωγής που βασίζεται στην εξυπηρέτηση των τυχαίων αναγκών του κεφαλαίου. Ενός τρόπου παραγωγής που είναι ιστορικά όπως αποδείξαμε παραπάνω ο μόνος υπεύθυνος για τους όποιους φυλετικούς ή ρατσιστικούς διαχωρισμούς.]
Μανώλης Κλώντζας - Αρχαιολόγος, Έδρα Αρχαιολογίας και Μουσειολογίας-Unesco MASARYK University, Ερευνητικό Επιστημονικό Κέντρο ARCHAIA Brno
Πηγή: imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου