David Harvey, Ο Μαρξ, το Κεφάλαιο και η τρέλα του οικονομικού λόγου, Τόπος, σελ. 268 (Μετάφραση: Εύη Νεοκοσμίδου)
Ο λόγος είναι πως το βιβλίο επιχειρεί να αναμετρηθεί με αυτό που πρώτος ο Ντεριντά ονόμασε «τρέλα του οικονομικού λόγου», εννοώντας τα λόγια, το λογισμό και τις πρακτικές στο οικονομικό πεδίο, που όλο και περισσότερο «εκτροχιάζονται». Λογικά, βέβαια, και καταστατικά, στο μέτρο που ο καπιταλισμός είναι ο τρόπος κοινωνικής συγκρότησης που ταιριάζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον σε αυτό που ο Χέγκελ ονόμαζε «κακό άπειρο», ένας τρόπος που υφίσταται μόνο εφόσον επεκτείνεται δια της συσσώρευσης «επ’ άπειρον». Η «τρέλα» σε αυτό συνίσταται και, επομένως, είναι ανίατη και «νομοτελειακά» καταστροφική. Όπως το θέτει ο Χάρβεϊ,
«[α]υτήν ακριβώς την τρέλα τη ζούμε ξανά και ξανά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Από τη μια μεριά πλεονασματικό κεφάλαιο και από την άλλη ολοένα μεγαλύτερες μάζες περίσσιας και αναλώσιμης εργασίας κάθονται δίπλα δίπλα, χωρίς να υπάρχει κανένας τρόπος να ενωθούν για να παράξουν χρηστικές αξίες που απεγνωσμένα χρειαζόμαστε. Αυτό συμβαίνει ακόμη και στις ΗΠΑ, που παραμένουν η πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Συμβαίνει ενώ το ένα τρίτο των παιδιών ζει μέσα στη φτώχεια και συχνά σε τοξικό περιβάλλον, υποφέρει από την πείνα και δηλητηριάζεται από κάθε λογής απίθανα παθογόνα, συμβαίνει ενώ επιβάλλονται πολιτικές λιτότητας και φράζεται ο δρόμος προς τις πιο στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες και εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Υπάρχει κάτι πιο τρελό από αυτό;» (σελ. 237).
Ο Χάρβεϊ παρουσιάζοντας σύντομα, αλλά χωρίς αναλυτικές εκπτώσεις, την μαρξιστική θεωρητική τεκμηρίωση της ανάγκης για μια επαναστατική κοινωνική μεταβολή, διεξέρχεται την θεωρία της αξίας, την απόδειξη της ειδικής μορφής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την θεωρία του κεφαλαίου –της αξιοποίησης, της κυκλοφορίας και της διανομής. Αναφέρεται εν εκτάσει στο ζήτημα του χρήματος ως αναπαράστασης της αξίας (άρα και στο επίκαιρο ζήτημα της χρέωσης), στη συζήτηση περί τιμών και αξιών, που τόσο ταλάνισε τον θεωρητικό προβληματισμό –κι όχι μόνο τον μαρξιστικό-, όπως και στην επίδραση της τεχνολογίας. Αναλύει το ρόλο του χώρου και του χρόνου ως καθοριστικές διαστάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, για να καταλήξει στην μελέτη των διαφορετικών καθεστώτων παραγωγής αξίας, που κυριάρχησαν με την πάροδο του χρόνου μέχρι και σήμερα.
Όλα αυτά σε σύνδεση πάντοτε με τα πολιτικά συναγόμενα, τα «καθήκοντα» που τίθενται από την οπτική της ταξικής πάλης για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις. Και, βέβαια, σε σύνδεση με τα σημερινά συμφραζόμενα που κάνουν το αίσχος της καπιταλιστικής τρέλας τόσο μα τόσο φανερό.
Στο πλαίσιο μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, που επιτάσσει δραστικούς μετασχηματισμούς, το σύστημα συνεχίζει να κάνει business as usual, παροξύνοντας σε ακραίο βαθμό τα προβλήματα –καλύτερα, τα τρομώδη αδιέξοδα.
Ένα στοιχείο να παραθέσω μόνο.
Είναι γνωστό πως χωρίς την Κίνα και συγκεκριμένες επιλογές από μέρους της η κατάρρευση του παγκόσμιου συστήματος μετά το 2008 ήταν ένα πολύ πιθανό σενάριο. Μπράβο της Κίνας, θα έλεγε κανείς «καλόπιστος». Δείτε, λοιπόν, τι συνέβη και ξανασκεφτείτε το: η επενδυτική παρέμβαση της Κίνας ήταν τέτοιου είδους κλίμακας που, όπως σημειώνει ο Χάρβεϊ, γέμισε η χώρα κουφάρια κατασκευών, ενώ το χρέος της τετραπλασιάστηκε μεταξύ 2008 και 2016 φτάνοντας το 250% του ΑΕΠ.
«Ανάμεσα στο 1900 και το 1999 οι ΗΠΑ κατανάλωσαν 4.3 δισεκατομμύρια τόνους τσιμέντου. Πόσο κατανάλωσε η Κίνα ανάμεσα στο 2011 και το 2013; 6.5 δισεκατομμύρια, δηλαδή 45% περισσότερο απ’ ό,τι οι ΗΠΑ σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα [Σαν να υπάρχει εδώ κάτι παραπάνω από μικρό ίχνος τρέλας. Είναι αυτή, άραγε, η τρέλα του «κατά φαντασίαν απεριόριστου, για την οποία μιλούσε ο Μαρξ;» (σελ. 206).
Στην πραγματικότητα την καπιταλιστική τρέλα που εξετάζει ο Χάρβεϊ στο βιβλίο την αναγνωρίζουν ακόμη και οι υπεράνω υποψίας υπερασπιστές του συστήματος. Όπως ο Κέυνς, για παράδειγμα, ο οποίος, ως «δικαιολογία» του φιλοκαπιταλισμού του, μαζί και με άλλους περισσότερο υποψιασμένους από τους απλούς απολογητές, έθετε την ιστορική προσωρινότητα της συγκεκριμένης κοινωνικοοικονομικής θέσμισης, ώστε να εκμεταλλευτεί η ανθρωπότητα όλα τα οφέλη παραγωγικότητας που η καπιταλιστική συσσώρευση –και μόνον αυτή- μπορεί να προσφέρει. Μετά θα επέρχονταν η «ευθανασία του ραντιέρη» και η «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων». Να τι λέει ο ίδιος ο Κέυνς, όπως τον παραθέτει ο Χάρβεϊ:
«Όταν η συσσώρευση του πλούτου δεν θα έχει πια μεγάλη κοινωνική σημασία, ο ηθικός κώδικας θα γνωρίσει μεγάλες αλλαγές. Τότε θα κατορθώσουμε να απαλλαγούμε από πολλές ψευδοηθικές αρχές, που μας κατατρέχουν τα τελευταία διακόσια χρόνια και μας κάνουν να εξαίρουμε, σαν να ήταν υπέρτατες αρετές, κάποιες από τις πιο απωθητικές ανθρώπινες ιδιότητες. Μόνο τότε θα μας δοθεί η άνεση να τολμήσουμε ν’ αποτιμήσουμε στην αληθινή του αξία το χρηματικό κίνητρο. Τότε η αγάπη του χρήματος ως αποκτήματος –σε διάκριση προς αγάπη του ως μέσου για τις απολαύσεις και τις πραγματικότητες της ζωής- θ’ αναγνωριστεί ως αυτό που πράγματι είναι, μια μάλλον απεχθής νοσηρότητα, μια από εκείνες τις ημιεγκληματικές και ημιπαθολογικές τάσεις τις οποίες τρέμοντας αναθέτει κανείς σε ειδικούς της ψυχοπάθειας. Όλα εκείνα τα είδη κοινωνικών εθίμων και οικονομικών πρακτικών που επηρεάζουν την κατανομή του πλούτου και των οικονομικών ανταμοιβών και ποινών, και τα οποία με κάθε τρόπο σήμερα συντηρούμε, όσο κακόγουστα κι άδικα κι αν είναι καθεαυτά, επειδή μας είναι τρομερά χρήσιμα για να προάγουμε τη συσσώρευση του κεφαλαίου, μόνο τότε θα έχουμε την ελευθερία επιτέλους να τα απορρίψουμε» (σελ. 233).
Αυτά θα συνέβαιναν στον «εγγονό του», γύρω, δηλαδή, στο 1980. Δεν θα χαρακτηρίζαμε, προφανώς, και πολύ πετυχημένη την πρόγνωσή του μια και τη συγκεκριμένη εποχή, με την θυελλώδη επέλαση των νεοφιλελεύθερων κανίβαλων, τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα –και διαρκώς χειρότερα.
Χρησιμοποιώντας τις δικές του διατυπώσεις, θα λέγαμε πως οι ολοκληρωτικά «βλαμμένοι» όχι μόνο δεν πέρασαν στα χέρια των «ειδικών», αλλά διαφεντεύουν τον πλανήτη, όπως ποτέ άλλοτε.
Οι σημερινοί καπιταλιστές, αυτοί οι τόσο επικίνδυνοι άνθρωποι, τείνουν να καθορίσουν τελεσίδικα τη μοίρα μας οδηγώντας σε αποκαλυψιακές καταστάσεις.
Ήταν ο Μαρξ που είχε δίκιο, λοιπόν. Γι’ άλλη μια φορά.
Ο Χάρβεϊ μας δίνει τη δυνατότητα να το διαπιστώσουμε εκ νέου. Κυρίως, όμως, μας προτρέπει να το αξιοποιήσουμε. Οι αντικαπιταλιστικοί αγώνες συγκροτούν το μόνο δρόμο για μια άλλη επαγγελία σε σύγκρουση με τον ακραίο ζόφο, που μας κυκλώνει από παντού. Όχι οι αγώνες, γενικώς-οι αντικαπιταλιστικοί αγώνες.
Που πάει να πει, δηλαδή, Μαρξ -όχι Κέυνς ούτε Μαρξ και Κέυνς. Για να μην χανόμαστε διαρκώς.
Φωτογραφία: Έργο του William Blake, Το σώμα του Άβελ ανακαλύπτεται από τον Αδάμ και την Εύα, 1825, Tate Britain
Του Χρήστου Λάσκου
Πηγή: alterthess.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου