Δεν το λες κι αναδουλειά, μα μήτε και δουλειά το λες. Βέβαια, αν δεν έχει δουλειά ο διάολος, ποιος θα 'χει; Κλειστό επάγγελμα, από γενιά σε γενιά περνάει και γι' αυτό διόλου δεν τα πνίγει τα παιδιά του, ίσα ίσα τ' αβγατεύει. Τη σήμερον ημέρα, βέβαια, δεν τα λέμε διαβολοβρομοπαιδάκια τα διαβολοβρομοπαιδάκια του έξ' από 'δω, αλλά αγορές, ενώσεις, συντεχνίες, συμπαιγνίες, ανεξάρτητες αρχές, αρχές σκέτο, ομίλους, τραστ, σβαστ, «σύστημα» εν γένει. Τελευταία έγιναν δεκτά και νέα μέλη (μετά από πολύ παρακαλετό), που τα λένε μεσο/μικροαστούς - αυτοί που προσωπικά ονομάζω «εύθραυστη τάξη».
Δουλειά δεν είχε ο διάολος, το λοιπόν, και από αφέντης της κάτω γης είπε να γίνει και της πάνω. Τι ήταν ο καλός θεούλης να του κόψει τα φτερά. Θα 'μασταν όλοι καλά κι όλοι ωραία κι όλοι να κάνουμε παρέα. Και να που τώρα είμαστε χώρια και τον έχουμε να μας κυκλοφορεί αεράτος και σενιόρ και ας έχει και Μποφόρ.
Ενεκα που 'πιασαν οι ζέστες, είναι που είναι και κατράμι, σου λέει ποιος θα με καταλάβει και μια και δυο ήρθε και θρονιάστηκε (στην κυριολεξία) στην Ελλάδα. Και να σου οι σούμες κι οι ρακές, να τα κρητικά τα παξιμάδια και τα ξερά τα σύκα, να σου τα λάδια τα καλαματιανά και τα μέλια τα θυμαρίσια. Εκεί πια, είναι να μη βουτήξεις το δαχτυλάκι σου. Γιατί έτσι και το βουτήξεις...
Οχι τίποτε άλλο - είμαστε και τίγκα στο μέλι σαν χώρα. Πού να βαστηχτείς, πώς να μην ενδώσεις! Θες ένα αυθαίρετο στη Σουβάλα, θες μια βιλίτσα με πισίνα (πάντα με πισίνα) στην Πάρο, θες μια ποδοσφαιρική ομάδα, μπας και θες δύο; Ε, θα θες και (σχεδόν) το μονοπώλιο στα μίντια, ίσως να θες και μια θέση στην κυβέρνηση, ίσως και την ίδια την κυβέρνηση, ε θες κι ένα δημαρχιλίκι γιατί ξέρεις από γλάστρες, θες και δεύτερο γιατί ξέρεις και από πιπεριές (από τις καλές, των 600 ευρώ - 50 ευρώ το φύλλο), θες και τρίτο γιατί ξέρεις και από καλό λάδι, ξέρεις όμως και από καλό λάδωμα και κάπου ενδιάμεσα θες και του λόγου σου να λαδωθείς, γιατί άνθρωπος είσαι κι εσύ και τι να σου κάνει και το δίπατο στη Σουβάλα (είπα πως είναι δίπατο; δίπατο είναι) και τελοσπάντων έχεις κι ένα πρεστίζ σ' αυτή την άτιμη κοινωνία, που ατιμίες θέλει κι άτιμους αποζητά, οπότε πάμε βουρ για τρίπατο και, γιατί όχι, στην τελική, καλύτεροι είναι αυτοί από σένα, που όσο και να μην το 'χεις, μια υπογραφούλα για να υπερκοστολογηθούν κάποια φαρμακάκια να τη βάλεις μπορείς (τι ζαρντινιέρες, τι φάρμακα, ένα και το αυτό), ε, και τη βάζεις και άσ' τους να τρέχουν να βρουν και τι να βρουν δηλαδή, που και να βρουν, ποιος νοιάζεται, εδώ σου λέει καίγεται ο απαυτός μας με την πανδημία, βλέπουμε τουρίστα και τρέχουμε, έχει και ζέστες και ζαβλακωμένοι, πολλά ζαβλακωμένοι είμαστε, με σκάνδαλα θ' ασχοληθούμε;... Δόξα τω Θεώ (κάτι τέτοιες ώρες Τον θυμόμαστε), έχουν κι αν έχουν ξεχαστεί σκάνδαλα και σκανδαλάρες και αν κάποιος τα θυμίσει, έχουμε και τους τριβόλους να βάζουν τις φωνές και ν' απειλούν θεούς (και εδώ τους ξαναθυμόμαστε), εισαγγελείς και ανακριτές, μωρέ και τον κόσμο όλο αν χρειαστεί, και τι είναι ο κόσμος στην τελική, δικός μας είναι και αν κάποιος ξεφύγει, από ξερονήσια, δόξα Σοι (να Τος πάλι!) βράζει ο τόπος. Που και αυτός, δικός μας είναι! Κι οι κάμποι (οι θεσσαλικοί κυρίως) και τα άσπαρτα ψηλά βουνά (τίγκα στην ανεμογεννήτρια) και ο ήλιος του που χρυσολάμπει (πάνω απ' τις ιδιωτικές μας παραλίες) και τ' άστρα του τα φωτεινά (εκεί που κάθεται ο καλός θεούλης που λέγαμε).
Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι άραξε στην Ελλάδα.
Τις πόρτες τού ανοίξαμε, με μέλι τον ταΐσαμε, με ρόδο τον ραντίσαμε και κείνος, παρφουμαρισμένος, στιβαρός και κοτσονάτος, περιδιαβαίνει στα πέριξ.
Σαν τον δείτε, χαιρετίσματα να πείτε.
Ποτέ δεν ξέρεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου