Κι αυτό γιατί στην τελική μορφή του νομοσχεδίου του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη προβλέπεται μεταξύ άλλων οι αρχές θα έχουν το δικαίωμα να περιορίσουν ή και να απαγορεύσουν διαδηλώσεις, όταν δεν πληρούνται ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις. Προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η «μείωση των δημόσιων συναθροίσεων», εάν πιθανολογείται διαταραχή της «κοινωνικοοικονομικής ζωής της περιοχής». Ιδιαίτερα επίμαχο είναι το σημείο, όπου ορίζονται αυστηρότατες αρμοδιότητες για τον «οργανωτή», τον οποίο θα βαραίνουν και ποινικές ευθύνες, ακόμη και σε περίπτωση επεισοδίων από τρίτους. Έμπειροι νομικοί επισημαίνουν μάλιστα πως οι προβλέψεις για τις «ποινικές ευθύνες» του οργανωτή ενδεχομένως να αποτελέσουν και την πραγματική «κερκόπορτα» για την απόπειρα «μπλόκου» στις διαδηλώσεις με δεδομένο πως φαντάζει πολύ δύσκολο ένα πρόσωπο ή τον επικεφαλής μιας συλλογικότητας να αναλάβει την ευθύνη για το τι θα πράξει ο καθένας ή τι θα συμβεί σε μια συνάθροιση εκατοντάδων ή χιλιάδων ατόμων.
Επιπλέον, καθιερώνει μια μορφή ιδιώνυμου, προβλέποντας συλλήψεις για όσους συμμετέχουν σε συγκεντρώσεις, οι οποίες είτε δεν έχουν πάρει άδεια είτε έχουν απαγορευθεί. Παράλληλα το νομοσχέδιο περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις «έκτακτης ανάγκης», κατά τις οποίες η αστυνομία θα επιτίθεται και θα διαλύει μια πορεία που «δεν θα πληροί τα αυστηρά κριτήρια του νόμου».
Οι «ευθύνες» του οργανωτή
Ειδικότερα, αναφορικά με τον «οργανωτή» κάθε πορείας, αυτός θα είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει είτε στην ΕΛ.ΑΣ. είτε στο Λιμενικό τον τόπο και τον χρόνο της διαδήλωσης, εγγράφως ή μέσω Διαδικτύου.
Το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να δηλωθούν τα χαρακτηριστικά της διαδήλωσης είναι ασφυκτικά στενό, καθώς ο οργανωτής, σε περίπτωση που υπάρχει τέτοιος, εκτός από το να δηλώσει τα στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας του, θα πρέπει να προσδιορίσει ακόμα και τον χρόνο έναρξης και λήξης της συνάθροισης, τον σκοπό, καθώς και την προτεινόμενη διαδρομή.
Αναφορικά με τις «υποχρεώσεις» του υπευθύνου για την πορεία, το σχέδιο νόμου, ορίζει ότι, «ο οργανωτής συνεργάζεται με την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική Αρχή και ιδίως με τον αστυνομικό ή λιμενικό διαμεσολαβητή και θα συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης. Ενημερώνει τους μετέχοντες στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν και χρησιμοποιούν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας και ζητά την παρέμβαση της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής Αρχής για την απομάκρυνση ατόμων που φέρουν τέτοια αντικείμενα».Επίσης επιχειρείται και η στοχοποίηση ακόμα και της περιφρούρησης της εκάστοτε συνάθροισης εφόσον το νομοσχέδιο απαιτεί από τον οργανωτή να «ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης».
Αν η συγκέντρωση δεν έχει οργανωτή το νομοσχέδιο ορίζει πως «αυθόρμητη συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί δύναται να επιτραπεί εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αστυνομική ή λιμενική Αρχή καλεί τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ δύναται να επιβάλει περιορισμούς. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η αστυνομική ή λιμενική Αρχή δύναται να προβεί στη διάλυση της ανωτέρω συνάθροισης».
Απαγόρευση διαδηλώσεων, εφόσον … «πιθανολογείται» από την αστυνομία
Ένα από τα βασικά σημεία, που προκαλεί ήδη έντονες αντιδράσεις, έχει να κάνει με την αρμοδιότητα που δίνει στην αστυνομία να απαγορεύει τις συναθροίσεις και τις διαδηλώσεις.
Κι αυτό γιατί σύμφωνα με το νομοσχέδιο:
Η Αστυνομία μπορεί να παρίσταται στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, ενώ δύναται να τις απαγορεύει, αφενός, «αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» και αφετέρου, σε ορισμένη περιοχή, «αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής».
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιδιώκεται η διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι δημοσίως και εν υπαίθρω, εντός ενός ευλόγου θεσμικού πλαισίου, που συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και είναι εναρμονισμένο με τις επιταγές του άρθρου 11 του Συντάγματος και του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).
Επιχειρείται η συγκέντρωση σε ένα ενιαίο νομοθέτημα ενός καίριου αριθμού διατάξεων που αφορούν σε φορείς και υπηρεσίες του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να επικαιροποιηθούν διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται πλέον στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες.
Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτης υποστηρίζει πως στο νομοσχέδιο «επιχειρείται η σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της αστυνομικής αρχής στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης που σέβεται και υπερασπίζεται τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Για τον λόγο αυτό ρυθμίζεται το δικαίωμα όχι μόνον της οριστικής, αλλά και της προσωρινής δικαστικής προστασίας των θιγομένων από τα αστυνομικά μέτρα».
Στο νομοσχέδιο καθορίζονται επιπλέον οι λόγοι απαγόρευσης, περιορισμού ή διάλυσης μιας συγκέντρωσης από την αστυνομία ή το λιμενικό, ενώ προβλέπεται η αλλαγή τοποθεσίας για την πραγματοποίηση μια δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «το μέτρο της απαγόρευσης της συνάθροισης δύναται να ληφθεί, για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή αν ο σκοπός της συνάθροισης αντιτίθεται στον σκοπό άλλης συνάθροισης η οποία έχει ήδη γνωστοποιηθεί αρμοδίως κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, δεν έχει απαγορευτεί και προγραμματίστηκε να πραγματοποιηθεί ή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στην ίδια περιοχή ή κοντά στην περιοχή αυτή και κατά τον ίδιο χρόνο ή λόγω σοβαρής απειλής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής συγκεκριμένης περιοχής, η οποία συντρέχει ιδίως όταν απειλείται από τη συνάθροιση η διατάραξη της κοινής ειρήνης ή της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Ειδικά ως προς τη δεύτερη και τρίτη από τις εν λόγω περιπτώσεις του άρθρου ορίζεται ότι η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να υποδεικνύει ενδεικτικά, ως εναλλακτική επιλογή, άλλες περιοχές, κατάλληλες για τη διεξαγωγή της συνάθροισης».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πιθανότητα να διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής από μια κινητοποίηση είναι μεταξύ των βασικών αιτιών περιορισμού της. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, ο περιορισμός κινητοποίησης είναι επιτρεπτός «εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής δυσανάλογα, ενώ σε περίπτωση εν εξελίξει δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης εάν η διεξαγωγή της, λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων, προκαλεί, αντίστοιχα, δυσανάλογο αποτέλεσμα».
Όρους υπό τους οποίους η αστυνομία θα προχωρά στη διάλυση μιας συνάθροισης περιγράφει επίσης η παρ. 1 του άρθρου 9.
Συγκεκριμένα, «η διάλυση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης είναι δυνατή όταν πραγματοποιείται καίτοι έχει απαγορευθεί νόμιμα, οι συμμετέχοντες δεν συμμορφώνονται προς τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στη διεξαγωγή της, τελούνται αξιόποινες πράξεις, μετατρέπεται σε βίαιη, από τη συνέχισή της προκαλείται άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των συμμετεχόντων, καθώς και στην περίπτωση που πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί, εφόσον βεβαίως στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρξει συμμόρφωση προς τους τυχόν περιορισμούς που έχουν τεθεί από την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή».
Όσον αφορά τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η αστυνομική αρχή για την εφαρμογή των αποφάσεών της, «τηρώντας απαρέγκλιτα την αρχή της αναλογικότητας και εφόσον, βεβαίως, έχει προηγουμένως εξαντληθεί κάθε δυνατότητα για οικειοθελή συμμόρφωση των συμμετεχόντων».
Διευκρινίζεται επίσης ότι αρμόδιος για την επιβολή περιορισμών ή την απαγόρευση επικείμενης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης καθώς και για την επιβολή περιορισμών ή τη διάλυση εν εξελίξει δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης είναι η κατά τόπο αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή, η οποία αποφασίζει ύστερα από απλή γνώμη των οικείων Δημάρχων, η οποία διατυπώνεται κατά βάση εγγράφως.
Τέλος, στο νομοσχέδιο ορίζεται ο ορισμός αστυνομικού ή λιμενικού συνδέσμου που θα είναι σε επαφή με τους οργανωτές. Αυτός θα πρέπει να ενημερώνει εγκαίρως τον διοργανωτή μιας συγκέντρωσης για τυχόν απαγόρευση ώστε να μπορεί να κάνει προσφυγή για ακύρωσή της.
«Νομοσχέδιο από σκοτεινές εποχές»
Από τη μεριά τους, εργατικά σωματεία αλλά και συνδικάτα έχουν εδώ κι αρκετό καιρό διαμηνύσει πως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί casus belli.
«Αυτό το νομοσχέδιο έρχεται από σκοτεινές εποχές και στην ουσία επαναφέρει μια μορφή ιδιωνύμου» σημειώνει μιλώντας στο tvxs ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, Γιώργος Μυλωνάς, και προσθέτει: «Κι αυτό γιατί θα είμαστε υπεύθυνοι για οποιαδήποτε προβοκατόρικη ενέργεια συμβεί ή για οτιδήποτε γίνει κοντά ή μακριά από τη συγκέντρωση. Αυτό όμως που είναι ακόμα χειρότερο έχει να κάνει με το γεγονός ότι το σταμάτημα ή τον έλεγχο μιας κινητοποίησης θα τον έχει ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης που θα βρίσκεται στην περιοχή. Θα κρίνει δηλαδή και την ποιότητα και την ποσότητα και το θέμα της κινητοποίησης και θα παρεμβαίνει αυθαίρετα».
Ταυτόχρονα, εκτιμά πως η συγκυρία κατάθεσης του νομοσχεδίου μόνο τυχαία δεν είναι. «Επειδή η κυβέρνηση αναμένει ότι ο κόσμος θα αντιδράσει απέναντι στο τσουνάμι απολύσεων που θα έχουμε το επόμενο διάστημα αλλά και στη διολίσθηση των μισθών, επιχειρεί από τώρα να προετοιμαστεί και να να σταματήσει τις διεκδικήσεις των αγώνων των εργαζομένων» αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Στην πραγματικότητα, για εμάς κλείνει ένας κύκλος παρεμβάσεων στους εργαζόμενους και το συνδικαλιστικό κίνημα από αυτή την κυβέρνηση. Ξεκίνησε με τον βάσιμο λόγο απόλυσης, τους εργολαβικούς εργαζόμενους, συνεχίστηκε με το πολυνομοσχέδιο, με τις συνεχόμενες ΠΝΠ για τον μισό μισθό και την εκ περιτροπής εργασία και ολοκληρώνεται με αυτό το νομοσχέδιο για τον περιορισμό των συγκεντρώσεων και των συναθροίσεων. Ουσιαστικά είναι μια παρέμβαση για να αλλάξει την ατζέντα και να ξεχάσει ο κόσμος ότι αυτή τη στιγμή δε μιλάμε για τη γενιά των 534 ευρώ αλλά για μια κοινωνία των 534 ευρώ» καταλήγει ο κύριος Μυλωνάς.
Για «νομοσχέδιο - έκτρωμα» κάνει λόγο, από τη δική του μεριά ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος, Θέμης Γρηγοριάδης, επισημαίνοντας πως «η κυβέρνηση επιδιώκει να περιορίσει το δικαίωμα των εργαζομένων, των συνδικάτων, αλλά και όλων των πολιτών και φορέων να διαδηλώνουν και να διεκδικούν τα αιτήματά τους. Ενισχύει την καταστολή για τον περιορισμό της διαμαρτυρίας και των διεκδικήσεων, ενώ περιορίζει τα δημοκρατικά και συνταγματικά δικαιώματα μας»
«Στην ουσία και η μακροημερευση του νομοσχεδιου αυτου, δεν θα κριθεί, όπως πιστεύουν, στα έδρανα του κοινοβουλίου. Αντίθετα θα δοκιμαστεί και θα κριθεί στον δρόμο. Καλουμε τα συνδικατα σε αντισταση και αγωνα» τονίζει ο κύριος Γρηγοριάδης.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, το ΚΙΝΑΛ και το σχέδιο Καμίνη
Έντονες είναι οι αντιδράσεις και σε πολιτικό επίπεδο, με τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης να επιτίθενται με σφοδρότητα στην κυβέρνηση.
Την ίδια στιγμή, συζητήσεις προκαλεί η σιωπή εκ μέρους του Κινήματος Αλλαγής επι του ζητήματος, με τους γνωρίζοντες να σημειώνουν πάντως πως το τωρινό σχέδιο νόμου έχει ως βάση αντίστοιχο σχέδιο νόμου που είχε διαμορφώσει ο Γιώργος Καμίνης ως Δήμαρχος Αθηναίων, με τη συνδρομή του καθηγητή, Νίκου Αλιβιζάτου.
Από την πλευρά του, ο τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Ραγκούσης, σε δήλωσή του επεσήμανε: «Στην Ελλάδα, τελευταία φορά που υπήρξε νόμος για τις συγκεντρώσεις και τις πορείες ήταν επί Χούντας, το 1971. Ένας νόμος που παρέμεινε νεκρός σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, αλλά αναβιώνει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη-Χρυσοχοΐδη».
Για «απαράδεκτο νομοθετικό τερατούργημα, που κατέθεσε σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ και που επιδιώκει τη συκοφάντηση και ποινικοποίηση των λαϊκών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων» έκανε λόγο ο Δημητρης Κουτσούμπας και συνέχισε: «Είναι ένα νομοσχέδιο που ουσιαστικά θέτει υπό απαγόρευση και περιορισμό κάθε λαϊκή κινητοποίηση. Είναι ένα νομοσχέδιο κρατικής τρομοκρατίας, αυταρχισμού και καταστολής».
«Είναι, όμως, βαθιά γελασμένη η κυβέρνηση αν νομίζει ότι αυτό το χουντικής έμπνευσης κατασκεύασμα θα εφαρμοστεί και πολύ περισσότερο θα νομιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση. Το οργανωμένο εργατικό - λαϊκό κίνημα θα το ακυρώσει στην πράξη, όπως έκανε και στο παρελθόν με παρόμοιους νόμους που θέλανε να βάλουν στο γύψο τη λαϊκή διεκδίκηση» υπογράμμισε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ.
«Η καθόλα αντισυνταγματική προσπάθεια περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι οφείλει να πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων και να μη διανοηθεί καν η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να το φέρει στη Βουλή» τονίζει σε δική του ανακοίνωση το ΜέΡΑ25.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου